Μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος…

Μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος…


Δέκα χρόνια πριν, το βράδυ που έφυγε ο Δημήτρης Μητροπάνος, με μια μεγάλη παρέα τα ήπιαμε με ένα φίλο που τον είχε γνωρίσει καλά. Μας έλεγε ιστορίες για τις αγάπες του Μητροπάνου, τις επιτυχίες του, τις συνεργασίες του, τις στιγμές του. Είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως τελικά ήταν καλύτερα που έφυγε νέος και χωρίς να υποφέρει πιο πολύ. Τον αποχαιρετήσαμε πίνοντας το αγαπημένο του ουίσκι στην μνήμη του ακούγοντας τραγούδια του. Τέτοιο αντίο δεν κάναμε ποτέ ξανά σε κανένα άλλο τραγουδιστή που έφυγε. Και στο μεταξύ έφυγαν πολλοί. Αλλά έφυγε τελικά ο Δημήτρης Μητροπάνος;

Τον είδαν το προηγούμενο βράδυ

Δέκα χρόνια μετά διαβάζω στις εφημερίδες αφιερώματα για την ζωή του κι όποιος μιλάει για αυτόν νομίζεις πως μιλά για κάποιον που τον είδε το προηγούμενο βράδυ. Όλοι αυτοί οι μικροί ή μεγάλοι απολογισμοί δεν έχουν να κάνουν με την ανάμνηση του, αλλά ακόμα με την απόλαυση της τέχνης του. Κι όλοι όσοι μιλάνε, δέκα χρόνια μετά τη φυγή του για αυτόν, το κάνουν έχοντας στο μυαλό ότι αναφέρονται σε ένα σταρ: λαϊκό σίγουρα, ξεχωριστό χωρίς αμφιβολία, αλλά κυρίως ζωντανό δηλαδή επίκαιρο. Ένα τύπο που απολαμβάνει μια μοναδική αναγνώριση και μια πραγματική δημοφιλία κι ας έχει πάνω από  δέκα χρόνια να εμφανιστεί και πάνω από δέκα χρόνια να βγάλει δίσκο. Δεν χρειάζεται τίποτα από αυτά για να τραγουδάει ο κόσμος τα τραγούδια του.

https://cdn.pagenews.gr/wp-content/uploads/2021/04/maxresdefault-1-768x432.jpg

Παράταση καριέρας

Οι συνθέτες, σχεδόν όλοι οι σημαντικοί, υπογράφουν τη στιγμή της επιτυχίας τους και μια σύμβαση, αν όχι με την αθανασία, τουλάχιστον με την παράταση της καριέρας τους. Πολλές φορές, χρόνια μετά το θάνατό τους, κάποιος νεότερος ανακαλύπτει τα τραγούδια τους και τα διασκευάζει, δηλαδή τα πειράζει τόσο, όσο να ξαναγίνουν μοντέρνα. Αν τα τραγούδια αυτά αληθινά αξίζουν, τα ανακαλύπτουν οι μικρότεροι και τα αντιμετωπίζουν με ένα είδος περιέργειας, που έχει κάτι από δέος: «μα είναι δυνατόν» λένε ενώ ακούνε την ηλεκτρονική διασκευή του, «το «Ας ερχόσουν για λίγο» να το έγραψε αυτό κάποιος πριν από ογδόντα περίπου χρόνια;». Κάποιοι μπορεί να μάθουν τον Μίμη Τραϊφόρο κι άλλοι μπορεί να συνεχίσουν να τον αγνοούν – σημασία έχει ότι όλοι θα σιγομουρμουρίσουν το ρεφρέν. «Κι ας χανόσουν μετά…».   

Οι συνθέτες ξεχνιούνται όταν τα τραγούδια τους παύουν να μας αφορούν, αλλά αυτό είναι κομμάτι δύσκολο γιατί αυτά με τα οποία τα τραγούδια καταπιάνονται μοιάζουν αναλλοίωτα στο πέρασμα των καιρών: όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχουμε την ανάγκη να τραγουδάμε για έρωτες και προδοσίες, για πίκρες και χαρές, για πόνους υπαρκτούς ή αυτούς που νιώθουμε στο φαντασιακό μας – οι συνθέτες είναι οι γιατροί που μας προμηθεύουν παυσίπονα. Οι τραγουδιστές όμως;

Η δική τους καριέρα δεν αντέχει πάντα στο χρόνο. Αρκετοί βλέπουν την καριέρα τους να αργοσβήνει, ενώ ακόμα είναι εν ζωή. Οι πιο συνειδητοποιημένοι καταλαβαίνουν ότι έρχεται μια στιγμή που τα φώτα της πίστας σβήνουν – άλλοι αλλάζουν ρεπερτόριο κι άλλοι απλά πάνε σπίτι. Όταν φεύγουν τους θυμόμαστε για λίγο, συχνά καταθέτοντας αμηχανία, γιατί τους ξεχάσαμε ενώ ήταν ζωντανοί και δίπλα μας. Τραγουδάμε για λίγο τα τραγούδια τους όσοι θυμόμαστε την επιτυχία τους ή όσοι τα ακούγαμε μικροί σπίτι σε κάποιο πικ απ. Λίγοι όμως τραγουδιστές έχουν αληθινά πέραση στα νεότερα παιδιά που δεν τους είδαν να μεγαλουργούν. Η εικόνα τους στο πέρασμα του χρόνου σβήνει και μαζί και η φωνή τους. Αλλοι βρίσκονται να πάρουν την σκυτάλη, κάποιοι μπορεί να πουν αργά το βράδυ και τα σουξέ τους με σεβασμό – ειδικά αν με αυτά έχουν μεγαλώσει κι αυτοί. Με τον καιρό γίνεται αντικειμενικά δύσκολο να εξηγήσεις στους νεότερους τη μεγαλοσύνη τους: δοκιμάστε να εξηγήσετε σε ένα σημερινό εικοσιπεντάρη γιατί ο Καζαντζίδης ήταν σπουδαίος. Οσο καλόβολος κι αν είναι μαζί σας, δύσκολα θα το καταλάβει: ακόμα και τα θέματα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης (το παράπονο της προσφυγιάς, η πίκρα της μετανάστευσης, ο πόνος της εγκατάλειψης) του φαίνονται θεματικές μιας άλλης εποχής, που πέρασε. Ενώ η εποχή του Δημήτρη Μητροπάνου μοιάζει να μην περνάει ποτέ.

 https://cdn.cnngreece.gr/media/news/2016/04/17/29103/1277604.jpg

Δέκα χρόνια μετά τη φυγή του Μητροπάνου τα νέα παιδιά τραγουδάνε τα τραγούδια του σαν αυτά να κυκλοφόρησαν μόλις τώρα. Χορεύουν τα ζεϊμπέκικά του κοπιάροντας τις στροφές του. Ακούνε τις επιτυχίες του στο Youtube και στο Spotify - οι ακόλουθοί του είναι χιλιάδες. Δεν τον έχουν δει στην πίστα ή σε κάποια από τις συναυλίες του, όπου τραγουδούσε τα Λαδάδικα στην κανονική τους version, αλλά είναι σαν να τον έχουν δει. Δέκα χρόνια μετά ο Μητροπάνος εξακολουθεί να κάνει σουξέ κατακτώντας μια τρίτη γενιά: αυτή που τον γνώρισε μετά το θάνατό του. Είναι ίσως ο πρώτος που συνεχίζει να κάνει καριέρα, σαν να μην έφυγε ποτέ από κοντά μας. Δεν ξέρω άλλον που να το χει καταφέρει τόσο αξιοθαύμαστα. Ο Μητροπάνος είναι επίκαιρος όχι για τα σουξέ του, αλλά ως περσόνα. Ισως μάλιστα η φωνή του να μαγνητίζει ακόμα περισσότερο τώρα: αν στον καιρό του είχε μεγάλους ανταγωνιστές, τώρα δεν μοιάζει να έχει κανένα. «Το όταν έχω εσένα» πχ έγινε επιτυχία τεράστια χρόνια μετά το θάνατό του.

Για δυο υπέροχους λόγους

Γιατί συμβαίνει αυτό; Νομίζω για δυο υπέροχους λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί ο Μητροπάνος συμβίβασε δυο γενιές: τη δική μας κι αυτή των πατεράδων μας. Για να καταλάβεις τον πατέρα σου καλά πρέπει να χαρείς με τα γούστα του: μόνο έτσι ρίχνεις τα τείχη των διαφορών σου από αυτόν – τα τείχη είναι χρήσιμα γιατί σε διαφοροποιούν και σε ωριμάζουν, αλλά αν θες να αγαπήσεις τον πατέρα σου κάποια στιγμή τα γκρεμίζεις τον κοιτάς στα μάτια και κάθεσαι πλάι του. Αν το κάνεις δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακούσετε μαζί Μητροπάνο: μπορεί σε αυτόν να αρέσει το «Πες μου που πουλάν καρδιές» και σε σένα το «Για να σε εκδικηθώ», αλλά σε κάθε περίπτωση η συνάντηση είναι δεδομένη. Κι αν αύριο γίνεις και εσύ μπαμπάς είναι βέβαιος πως όταν ο γιός σου θα τραγουδήσει μαζί σου τη «Ρόζα» θα νιώσεις ότι υπέγραψες μαζί του το συμβόλαιο μιας βαθιάς κατανόησης: έτσι θα συμβαίνει πάντα.

Αλλά υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, πιο αντικειμενικός: ο Μητροπάνος δέκα χρόνια αργότερα δεν αντικαταστάθηκε ποτέ από κανένα. Κάποιοι μεγάλοι τραγουδιστές έχουν δει τους αντικαταστάτες τους εν ζωή – μπορεί να γελούν με όσους τους μιμούνται ή να κολακεύονται ή να βλέπουν σε αυτό πόσο ανάγκη υπάρχει για τη διάδοχή τους. Αλλά ο Μητροπάνος ανήκε πάντα στην πολύ σπάνια κατηγορία όσων διάδοχο δεν έχουν, γιατί δεν γίνεται τέτοιος να βρεθεί. Ούτε το φαλτσάκι του μπορεί να προκύψει κατά παραγγελία, ούτε οι γλυκές αναπνοές ανάμεσα στις λέξεις, ούτε καν το ζεϊμπέκικο: ειδικά αυτό.

Δέκα χρόνια μετά τη φυγή του ο Μητροπάνος είναι μουσικό είδος αυτόνομο. Γλιστράει ανάμεσα στο λαϊκό και στο έντεχνο, σερφάρει ροκάροντας στις «Νύχτας τα Ηχεία». Δεν έχει ούτε μιμητές, ούτε μαθητές, είναι ένας και μόνος. «Μου αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος» τραγουδούσε κάποτε ο Τζιμάκος. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι ο Μητροπάνος αρέσει πια στα φανερά. Ρίχνει τις στροφές του στη Σαλονίκη ξημερώματα, λέει αλίμονο σε αυτούς που δεν αγάπησαν, σβήνει το φεγγάρι, αναρωτιέται εμείς οι δυο πως γίναμε δυο. Κάνει ό,τι γουστάρει. Κι εμείς τραγουδάμε. Για πάρτι του…