Η χαρά του να κάνεις την πλάκα σου...

Η χαρά του να κάνεις την πλάκα σου...


Στις κινηματογραφικές αίθουσες, που αργούν ακόμα να ξαναγεμίσουν, συμβαίνει αυτό τον καιρό κάτι σπάνιο: παίζονται δυο ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη, του Ιρλανδού παλιόφιλου Κένεθ Μπράνα. Ο Μπράνα, αφού στο «Μπέλφαστ» μας πάει μια βόλτα πίσω στο χρόνο για να μας μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, στη συνέχεια υποδύεται για δεύτερη φορά τον Ηρακλή Πουαρό για να μας θυμίσει πως μπορεί να λύνει εγκλήματα ακόμα κι αν αυτά διαδραματίζονται στον Νείλο. Οι ταινίες είναι διαφορετικές αλλά και οι δυο γλυκά ευχάριστες γιατί σε κάθε περίπτωση ο Μπράνα κάνει κάτι σπάνιο στους σοβαροφανείς καιρούς που ζούμε: κάνει την πλάκα του.

Σκηνοθέτης από κούνια

Ο Μπράνα έχει μια δυνατή σχέση με το βρετανικό θέατρο και μια χαλαρή σχέση με το σινεμά. Στο σινεμά εμφανίστηκε το 1989 ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του σεξπηρικού Ενρίκου του 5ου – στην πραγματικότητα είχε μεταφέρει τη θεατρική του επιτυχία χάρη στην οποία αναστάτωσε ευχάριστα το Λονδίνο υποδυόμενος τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι ενώ ήταν μόλις στα 21 του.

Εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι ένας 23χρονος εμφανίστηκε ως πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης φτάνοντας μέχρι και τα Οσκαρ άρχισα να τον παρακολουθώ μανιωδώς και πιστεύω ότι πλέον τον καταλαβαίνω: από όλους τους σταρ του καιρού μας ο Μπράνα είναι αυτός που διασκεδάζει μαζί μας περισσότερο. Αποφεύγοντας να μας παιδεύει και χωρίς να θέλει να μας κολακεύει έχει καταφέρει να χτίσει με τους φίλους του μια σχέση σχεδόν παρεϊστικη. Δηλαδή την πιο ωραία. Οι δυο τελευταίες ταινίες του απευθύνονται βασικά σε αυτή την παρέα του. Που συμβαίνει να είναι παγκοσμίως τεράστια.

https://media.newyorker.com/photos/61941101d8ed5856423e17a9/3:2/w_2559,h_1706,c_limit/Lane-Belfast-Review.jpg

Βόλτα στο Μπέλφαστ

Όταν είχα πάει πριν μερικές εβδομάδες να δω το «Μπέλφαστ» πίστευα πως κι ο Μπράνα κόλλησε την γνωστή ασθένεια των σκηνοθετών που πιστεύοντας πως τα παιδικά τους χρόνια υπήρξαν κάτι εξαιρετικό θέλουν να μας μιλήσουν για αυτά με ένα τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα σε μια γλυκανάλατη νοσταλγία και μια πίκρα γιατί πέρασαν. Για κάποιο λόγο που θα πρέπει να ανακαλύψουν οι ψυχαναλυτές αυτή η διάθεση προκύπτει σε όλους – στην Ελλάδα πχ πρέπει να είναι ελάχιστοι οι καλοί Ελληνες σκηνοθέτες που δεν έκαναν μια ταινία (συχνά ανυπόφορη…) για το πώς μεγάλωσαν στα χρόνια της Χούντας ή στο χωριό, όπου όλα ήταν γραφικά κι όμορφα. Φέτος πριν το «Μπέλφαστ» είδα το «Χέρι του Θεού» δηλαδή τα παιδικά χρόνια του Πάολο Σορεντίνο στη Νάπολι μια ταινία που για μια ώρα ήταν ενδιαφέρουσα πριν πνιγεί από τα νοσταλγικά κλισέ. Αν στο «Μπέλφαστ» αυτό δεν συμβαίνει είναι γιατί ο Μπράνα δεν πέφτει στην παγίδα να πάρει σοβαρά τον εαυτό του: κάνει δηλαδή ό,τι κάνει πάντα, αλλά το κάνει με μια αφηγηματική κομψότητα που σε κάνει στιγμές στιγμές να μην θες να τελειώσει η ταινία. Δεν βλέπεις τη ζωή από τα μάτια του μικρού ήρωα της (που είναι αυτός) αλλά έχεις την αίσθηση για τη ζωή (που έχει αυτός) πράγμα που είναι κάτι άλλο. Δεν παρακολουθείς τη συνηθισμένη διαδικασία ωριμότητας ενός πιτσιρικά, αλλά την μάταιη προσπάθεια του να μείνει πιτσιρικάς μέσα σε ένα κλίμα φόβου που αποδίδεται χωρίς να ωραιοποιείται. Ακόμα και η μελαγχολική μουσική του Βαν Μόρισον σου μοιάζει στο τέλος γλυκιά – ενταγμένη δηλαδή, όχι στη ζοφερή πραγματικότητα της εποχής, αλλά στην παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή.

Ο γενναιόδωρος με τις μνήμες του Μπράνα κρατά το παλκοσένικο για τον παππού και τη γιαγιά και κυρίως για την υπέροχη και πανέμορφη μαμά: η γλυκιά αυτή ταινία είναι μεν φτιαγμένη χάρη στις μνήμες του, πλην όμως ό,τι βλέπεις έχει να κάνει με τη ματιά του παιδιού – το παιδί είναι ο σκηνοθέτης της. Ο Μπράνα γυρνά στην παιδική του ηλικία όχι για να την ωραιοποιήσει, αλλά για να την ξαναδεί, ακριβώς όπως ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ από παλιές φωτογραφίες. Σε αυτές υπάρχουν η Τζούντι Ντανς, η Κατριόνα Μπάλφι, ο Τζέιμι Ντόρναν κτλ. Αν σου έπεφτε στα χέρια δύσκολα θα το άφηνες: για αυτό και δεν μπορείς παρά να περάσεις ωραία στο ασπρόμαυρο «Μπέλφαστ».

Πτώματα στο Νείλο

Στο «Εγκλημα στο Νείλο» ο Μπράνα είναι πίσω και μπροστά από τις κάμερες, αφού εκτός από τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει και το δύσκολο ρόλο της παρουσίασης ενός Ηρακλή Πουαρό πολύ διαφορετικού από αυτόν που γνωρίζουμε στα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι. Πριν οι φανατικοί του Πίτερ Ουστίνοφ ή του Ντέιβιντ Σάσετ ή του Αλμπερτ Φίνεϊ (και οι τρεις έχουν υποδυθεί το ντέντεκτιβ ικανοποιητικά αν και διαφορετικά…) τον καταδικάσουν για εσχάτη προδοσία καλό θα ήταν να θυμηθούν ότι μιλάμε για ένα ήρωα χιλιοπαιγμένο και υπερκαταναλωμένο: μέχρι κι ο Ορσον Ουέλες τον έχει υποδυθεί!  Ενας ακόμα Ηρακλής Πουαρό δεν θα είχε νόημα ύπαρξης κι αυτό ο Μπράνα το ξέρει. Για κάποιον που φανερά αγαπάει να διασκεδάζει το κοινό του (προφανώς γιατί διασκεδάζει κι ο ίδιος) η ενασχόληση του Μπράνα με τον Πουαρό δεν θα είχε νόημα αν δεν μπορούσε λιγάκι να τον πειράξει – ακριβώς όσο πειράζει και τα έργα της Αγκαθα Κρίστι. Μην τον κατηγορείτε ούτε για αυτό γιατί τα έργα της η πρώτη που τα πείραζε ήταν η μεγάλη Αγκαθα: μεταξύ άλλων κυκλοφορεί στην Αγγλία και μια θεατρική διασκευή του Εγκλήματος στο Νείλο χωρίς τον Πουαρό (!) – και η Αγκαθα έκανε την πλάκα της.

https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/crop/both/23/239fe223d9324f02b3dccb8b6c6024cc.jpg?quality=81&404=default&v=4

Ο Μπράνα έχει δώσει υπόσταση στον «επιθεωρητή Βαλάντερ» - τα εννέα επεισόδια της σειρά του ΒΒC που βασίζεται στα βιβλία του Χένινγκ Μάνκελ είναι εξαιρετικά. Η ενασχόλησή του με τον Πουαρό δεν θα είχε νόημα αν έπρεπε ντε και καλά να μας θυμίζει όσα ξέραμε: δεν είναι χοντρός, δεν είναι στρογγυλοκέφαλος, δεν έχει παράξενη προφορά – από τον Πουαρό κράτησε μόνο το μουστάκι, αλλά και σε αυτό ακόμα, όποιος δει το Εγκλημα στο Νείλο θα καταλάβει ότι έδωσε νόημα ύπαρξης.

Ισως ο Πουαρό του Μπράνα να μην έχει σχέση με τον Πουαρό της κυρίας Αγκαθα αλλά και γιατί θα έπρεπε να έχει; Οι εποχές αλλάζουν και μαζί και οι ήρωες. Τα περισσότερα βιβλία της Αγκαθα Κρίστι γράφτηκαν στα χρόνια της αποκαλούμενης «χρυσής εποχή της αστυνομικής λογοτεχνίας»: είναι η περίοδος που ξεκινά μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ολοκληρώνεται με το ξέσπασμα του δεύτερου. Ο κόσμος έχει εξοικειωθεί με το θάνατο περισσότερο από ποτέ: ως γεγονός ο φόνος ενδιαφέρει λιγότερο από την επίλυσή του – άλλωστε νεκρούς είχαν λόγω του πολέμου όλοι. Η Αγκάθα Κρίστι έγραφε σε συνέχειες και για εφημερίδες και πίστευε ότι μια αστυνομική ιστορία πρέπει να αφορά αποκλειστικά την διαλεύκανση ενός μυστηρίου. Αντίθετα με το μεταπολεμικό και το μοντέρνο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάντα για τον «ντετέκτιβ – ήρωα», στην περίπτωση του Πουαρό ο ντετέκτιβ είναι ένας μεγάλος άγνωστος: δεν παρακολουθούμε παρά σπάνια τη σκέψη ή τη ματιά του αφού αφηγητής είναι κάποιος άλλος – συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο φίλος επιθεωρητής Αρθουρ Χάστινγκς.

Στα καλύτερα από πλευράς αφήγησης βιβλία της Αγκάθα Κρίστι ο Πουαρό είναι ο αναγνώστης: και οι δυο θέλουν να λύσουν το αίνιγμα. Παίζοντας αυτό το συγγραφικό παιγνίδι η Λαίδη Αγκαθα ποτέ δεν φρόντισε να μας δώσει όλο το background του μεγάλου της ήρωα: ξέραμε τη μεθοδολογία του, αλλά ελάχιστα πράγματα για τη ζωή του. Ο Βέλγος ντέντεκτιβ είχε πάθος με την τάξη και τον επαγωγικό συλλογισμό και μια δικαιολογημένη πίστη στις αναλυτικές του ικανότητες – πίστη που του δημιουργούσε λίγη έπαρση. Αλλά ποιος ήταν δεν το μάθαμε ποτέ – μέχρι τουλάχιστον να αναλάβει ο Μπράνα. Που στο «Εγκλημα στο Νείλο» μας παρουσιάζει όχι απλά ένα ντετέκτιβ, αλλά ένα άνθρωπο με κριμένα μυστικά και πάθη. Ένα ήρωα σημαντικότερο από το έγκλημα.  

Και πάμε παρακάτω

Διαβάζω ότι η επόμενη δουλειά του Μπράνα θα είναι να υποδυθεί το Μπόρις Τζόνσον σε μια τηλεοπτική σειρά. Κανένα πρόβλημα: μπορεί να κάνει τα πάντα. Παίζει σεξπηρικούς ήρωες, αλλά και ήρωες της Marvel. Παίζει για τον Νόλαν, αλλά παίζει και τον Δόκτορα Φράνκενστάιν. Παίζει γενικώς. Και καλά κάνει…