Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε πλήρης ημερών, στα 99 του χρόνια. Δεν μου έκανε εντύπωση πως στην ανακοίνωση του θανάτου του τονίζεται ότι έφυγε έχοντας γύρω του την οικογένεια του: ο Μητσοτάκης υπήρξε πρώτα και πάνω από όλα ένας μεγάλος οικογενειάρχης και φεύγοντας μας αφήνει με μια εικόνα, για το πως θα ήθελε να τον θυμόμαστε. Γιατί ο Μητσοτάκης ήταν κυρίως αυτό: οι θέσεις και οι αξίες του.
Χωρίς ευθύνη για την χρεοκοπία
Ενα κοινοβουλευτικό άντρα, που υπηρέτησε την πολιτική ζωή της χώρας για περισσότερες από έξι δεκαετίες – και μάλιστα ταραγμένες – θα τον κρίνει η ιστορία. Ο απολογισμός του πολιτικού του έργου δεν θα είναι απλός και σίγουρα θα πάρει χρόνο: θα χρειαστεί κάμποση αποστασιοποίηση από τις εποχές για να αποτιμηθούν σοβαρά και σωστά οι πολιτικές επιλογές του, οι πολλές μεταβολές του, η πρωθυπουργική του θητεία, οι παρεμβάσεις του. Ένα, όμως, είναι δεδομένο και υπό αυτό το πρίσμα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε με την συνείδησή του ήσυχη: είναι ένας από τους ελάχιστους, που μολονότι κυβέρνησε τη χώρα, δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη για την χρεοκοπία της. Ισως μάλιστα η μοναδική του ευθύνη να είναι ότι δεν κατάφερε να γίνει αρκετά πειστικός, όταν μας προειδοποιούσε ήδη από την δεκαετία του 80 για την επικείμενη καταστροφή. Θα θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κυρίως για αυτό: για το θάρρος που είχε να προειδοποιεί για τα δυσάρεστα ένα λαό που για αυτά δεν ήθελε να ακούει.
Κριτική και αντιπολίτευση
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πίστευε πάντα ότι το πρόβλημα του ελληνικού Κράτους είναι η διοίκησή του. Του άρεσε να μιλάει για θυσίες, να τονίζει την ανάγκη να μπει τάξη στα δημοσιονομικά, να υπογραμμίζει τις χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, να τρομάζει πολλούς κάνοντας συχνά δυσάρεστες προβλέψεις: όλα αυτά τον οδήγησαν συχνά σε συγκρούσεις με πολιτικούς αρχηγούς και εντός των κομμάτων στα οποία στεγάστηκε – στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης δεν ανήκε ποτέ σε ένα κόμμα ή μια παράταξη, αλλά πάντα διεκδικούσε το δικαίωμα ενός σκληρού, συχνά προσωπικού λόγου. Ο λόγος του και οι προτάσεις του ήταν συχνά αντιδημοφιλής και εντός των κομμάτων στα οποία βρέθηκε, ενώ μεγάλες ήταν και οι πολιτικές του μεταμορφώσεις: είχε τις περισσότερες από κάθε άλλο κεντροδεξιό που θυμάμαι. Κυρίως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έκανε και κριτική και αντιπολίτευση: κριτική, όταν ήταν ακόμα και υπουργός διάφορων κυβερνήσεων και αντιπολίτευση, όταν βρέθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Τα χρόνια που κυβέρνησε υπήρξαν ελάχιστα κι όμως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε να έχει ένα σαφές πολιτικό αποτύπωμα γιατί η πρόταση διακυβέρνησης του Κράτους, που κατέθεσε ήδη από την δεκαετία του ’80, έχει πάντα πολιτική επικαιρότητα. Μπορούσες να είσαι αντίθετος, ήξερες όμως καλά τις βασικές αρχές της.
Αυτός και ο Αντρέας
Δεν είναι σαφώς τυχαίο ότι απέναντι στην πολιτική σαφήνεια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο μεγάλος του αντίπαλος Ανδρέας Παπανδρέου απάντησε κυρίως με συνθήματα, επενδύοντας στη συναισθηματικότητα. Ο Παπανδρέου δεν απάντησε ποτέ πολιτικά στον αντίπαλό του: αρνήθηκε πάντοτε να τον αντιμετωπίσει σε κάποιο ντιμπέιτ κυρίως γιατί ήξερε πως στα πολιτικά του επιχειρήματα και στο είδος της κριτικής του δεν είχε να αντιπαραβάλει πολλά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μιλούσε από τα μέσα του ‘80 για το επικίνδυνο εξωτερικό χρέος, εξηγούσε, σε όποιον μπορούσε να τον καταλάβει, την επικινδυνότητα της πολιτικής των ελλειμμάτων, τόνιζε την ανάγκη να περιοριστεί ο δημόσιος τομέας και να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, είχε μια ατζέντα πάντα οικονομική – ο Παπανδρέου ακριβώς επειδή ήξερε το δίκιο των επισημάνσεων και την επικινδυνότητα της δικής του πρακτικής, προτιμούσε να του επιτίθεται σε προσωπικό επίπεδο κατηγορώντας τον το 1985 για την αποστασία του 1965, αποκαλώντας τον «εφιάλτη», δαιμονολογώντας, όταν μιλούσε για τις νεοφιλελεύθερες θέσεις του. Είχε ενδιαφέρον πως όσο περισσότερο τεχνοκρατικός ήταν ο λόγος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τόσο περισσότερο πλήθυναν οι επιθέσεις στο πρόσωπό του: για να τον αποδομήσουν τον παρουσίασαν ως συνεργάτη των Γερμανών και ως ένα είδος αρχαιοκάπηλου, ενώ προσπάθησαν να του καταστρέψουν και την εικόνα του οικογενειάρχη χρεώνοντας του εξωσυζυγικές σχέσεις – όλα αυτά απλά για να μην αναμετρηθούν ποτέ σχεδόν μαζί του πολιτικά. Ο ίδιος, από την άλλη, δεν επένδυσε σε κανενός τύπου συναισθηματική ρητορεία: ακόμα και την ημέρα της δολοφονίας του γαμπρού του βουλευτή Παύλου Μπακογιάννη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μιλώντας στη Βουλή, απέφυγε τις κορώνες και τις κραυγές – άλλος στη θέση του θα επένδυε εκ του ασφαλούς στην εύκολη πολιτική εκμετάλλευση του γεγονότος.
Ούτε ένα σύνθημα
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ποτέ του δεν συνθηματολόγησε. Μολονότι πρωταγωνίστησε σε μια εποχή που το σύνθημα μετρούσε δυστυχώς πολύ περισσότερο από την πολιτική πρόταση, δεν υπάρχει ούτε ένα σύνθημα που να σου έρχεται στο μυαλό όταν τον αναπολείς – καλά καλά δεν θυμάσαι να έχει κάνει καμία υπόσχεση, μολονότι ο κόσμος ψήφιζε με βάση αυτές. Ακόμα και το πολιτικό αίτημα της «κάθαρσης», με το οποίο κέρδισε την εκλογική αναμέτρηση του 1989 (την πρώτη από τις τρεις που χρειάστηκε για να κυβερνήσει με ισχνή πλειοψηφία) δεν ήταν αμιγώς δικό του: και η Αριστερά της εποχής το ίδιο απαιτούσε και για αυτό και μαζί του συνεργάστηκε. Τον περιέγραφαν ως ένα είδος σκακιστή του παρασκηνίου, ένα ικανότατο άνθρωπο στο παιγνίδι της πολιτικής τακτικής, ένα σκληρό διοικητή: μπορεί να ήταν και όλα αυτά – άλλωστε χωρίς τέτοιες ικανότητες δεν αντέχεις έξι δεκαετίες στον πολιτικό στίβο. Όμως, έχοντας ζήσει την ταραγμένη δεκαετία 1985-95, στην οποία πρωταγωνίστησε, δεν θυμάμαι πολλές κινήσεις πολιτικής ευφυίας: θυμάμαι μόνο μια μεγάλη ευθύτητα, που κάποιες φορές με τρόμαζε. Η χρεοκοπία της Ελλάδας υπήρξε η δικαίωση των πολιτικών του εκτιμήσεων, αλλά πάντα αναρωτιόμουν αν κάποιος μπορεί να χαίρεται με κάτι τέτοιο.
«Εγω σας τα έλεγα»
Δεν τον ψήφισα ποτέ τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη γιατί ένοιωθα πως συχνά μιλούσε χωρίς να τον ενδιαφέρει η ψήφος μου – ίσως να μην τον ενδιέφερε και η ψήφος κανενός τελικά. Ωστόσο με τον καιρό κι όσο η χώρα βούλιαζε στο πάρτι της ανισορροπίας της, άρχισα αρχικά να πιστεύω πως σε κάμποσες εκτιμήσεις του είχε δίκιο και στη συνέχεια να φοβάμαι πως η δικαίωσή τους ήταν θέμα ημερών: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε έχοντας το δικαίωμα να λέει «εγώ σας τα έλεγα» - δικαίωμα που έχουν ελάχιστοι πολιτικοί της χώρας μας. Φεύγοντας μας βάζει απλά μια σειρά από διλλήματα για το τι πολιτικούς θέλουμε. Μας αρέσουν αυτοί που για να φτάσουν στην εξουσία βρίσκουν απλώς το κατάλληλο ψέμα ή προτιμάμε το σκληρό ρεαλισμό; Μας αρέσουν όσοι χαϊδεύουν αυτιά για να κερδίσουν προσοχή ή όσοι απαιτούν την προσοχή μας, γιατί όσα λένε είναι σοβαρά και δύσκολα; Μας αρέσουν όσοι υπόσχονται μαγικές λύσεις γιατί δεν γνωρίζουν καν το πρόβλημα ή όσοι προσπαθούν την γιγάντωση των προβλημάτων να προλάβουν απαιτώντας και θυσίες; Μας αρέσουν όσοι μας χτυπούν φιλικά την πλάτη ή όσοι δεν διστάζουν να μας τρομάξουν, επειδή η περίσταση το απαιτεί; Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν μας έβαζε μπροστά σε διλήμματα: δεν τον αφορούσαν αυτά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας αφορούν ούτε εμάς…