Η σιωπηλή αξιοπρέπεια...

Η σιωπηλή αξιοπρέπεια...


Αυτό που περισσότερο μου σακατεύει την καρδιά την εποχή του κορωνοϊού είναι κάθε είδηση που έχει να κάνει με κρούσματα στα γηροκομεία. Ηταν καλοκαίρι ακόμα, όταν άκουσα ένα βράδυ στις τηλεοπτικής ειδήσεις ότι σαράντα τουλάχιστον ηλικιωμένοι τρόφιμοι ενός γηροκομείου στη Θεσσαλονίκη ασθένησαν, μάλλον εξαιτίας μιας αμέλειας ενός νοσηλευτή. Η περιοχή που φιλοξενεί το γηροκομείο  λέγεται Ασβεστοχώρι – παράξενο όνομα τελευταίας στάσης στη διαδρομή της ζωής, αφού παραπέμπει σε κάτι φρεσκοβαμμένο, άσπρο και φωτεινό.

Θυμάμαι, παρακολουθούσα τις ειδήσεις όρθιος, σε ένα καφενείο από αυτά της ελληνικής επαρχίας, στα οποία τον Αύγουστο βρίσκεις τα πάντα – από καφέδες και γλυκά κουταλιού μέχρι τηλεόραση, που μεταδίδει συνδρομητικά κανάλια. Ο διπλανός μου, ένας ηλιοκαμένος κύριος που πλησίαζε τα 60, στο άκουσμα της είδησης γύρισε και μου είπε κουνώντας το κεφάλι ότι «όλοι αυτοί οι γέροντες θα πεθάνουν». Ηταν σαν να παρακολουθώ το πρώτο επεισόδιο ενός μαζικού φονικού σε απευθείας μετάδοση – τις επόμενες μέρες άκουγα συνέχεια ότι «έφυγαν άλλοι δυο από αυτούς που αρρώστησαν στο Ασβεστοχώρι». Δεν τόλμησα να μάθω τι έγινε τελικά, αλλά μετά από λίγες μέρες άκουσα πως υπήρξε ανάλογο πρόβλημα και σε ένα γηροκομείο στη Νίκαια και μετά στα Γιάννινα και μετά στο Ηράκλειο και μετά στον Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αλεξανδρούπολη – πλέον οι ειδήσεις αυτές αποτελούν καθημερινότητα. Κάθε φορά που τα ακούω αυτά, νιώθω μια δυσφορία που όμοια της δεν θυμάμαι. Ισως γιατί ένας ανομολόγητος φόβος μου είναι ότι κάποτε σε ένα γηροκομείο θα καταλήξω κι εγώ, μόνος με άλλους μοναχικούς.

https://www.newsbreak.gr/wp-content/uploads/2020/09/girokomia-1068x621.jpg

Πέρυσι που παρακολουθούσαμε αποσβολωμένοι τα όσα συνέβαιναν στην Ιταλία, τις μέρες του μεγάλου θανατικού μιλούσα με ένα παλιό φίλο από την γείτονα χώρα που μου εξηγούσε αυτό που εκεί ονομάστηκε «η σφαγή των γερόντων». «Το όνειρο χιλιάδων Ιταλών που πέρασαν τη ζωή τους μονάχοι, δουλεύοντας στη Λομβαρδία, το Βένετο, το Πιεμόντε, την Εμίλια Ρομάνια, ήταν πάντα να βρουν μια θέση σε ένα από τα υπέροχα γηροκομία της ευρύτερης περιοχής του Μιλάνου», μου έλεγε. Ένα από αυτά είχε δώσει πριν χρόνια την έμπνευση στον Ιταλό σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο να γυρίσει την ταινία «η Νιότη»: ο τίτλος είναι προφανώς ειρωνικός. Τα καθένα από τα γηροκομία αυτά, μου έλεγε ο φίλος μου, είναι (ήταν;) ένας μικρός επίγειος παράδεισος με υπέροχους χώρους, καταπληκτικές αίθουσες εστιατορίων, πισίνες, φυσικοθεραπεύτρια και αίθουσες γυμναστικής και φυσικά ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό. Όταν ο κορωνοϊός χτύπησε το Μιλάνο και το Μπέργκαμο αυτά τα υπέροχα στερνά καταφύγια πολυτελείας των ηλικιωμένων έγιναν κάτι σαν χλιδάτος και μεγαλοπρεπής, (glamorous θέλω να πω…), τόπος μαρτυρίου: οι νεκροί σε αυτά υπήρξαν εκατοντάδες.

Τους Ιταλούς τους παρηγορούσε, παρακολουθώντας αυτή την εξόντωση των γερόντων, ότι αρκετοί έφυγαν πλήρεις ημερών κι έχοντας περάσει τις τελευταίες ήσυχες μέρες τους με λίγη άγια πολυτέλεια: αυτοί οι νικημένοι από τον κορωνοϊό παππούδες τουλάχιστον βρέθηκαν σε ένα πραγματικό παράδεισο πριν το ταξίδι στον παράδεισο. Αλλά αν οι Ιταλοί είχαν μέσα στην δυστυχία τους αυτού του είδους την παρηγοριά, αφού οι γέροντες και οι γερόντισσες, που έβλεπαν να φεύγουν σε απευθείας μετάδοση, είχαν ζήσει το φινάλε της ζωής τους σε υπέροχους χώρους που θύμιζαν ξενοδοχεία πολυτελείας, οι δικοί μας ηλικιωμένοι που καταλήγουν στα γηροκομεία συνήθως δεν έχουν καμία στερνή πολυτέλεια στη διάθεσή τους. Τα δικά μας γηροκομεία δεν θυμίζουν ούτε πεντάστερα ξενοδοχεία, ούτε βίλες για διακοπές. Ούτε δίνουν εμπνεύσεις σε σκηνοθέτες. 

Πολλοί μπερδεύουν τα γηροκομεία με τα ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες σε άτομα με χρόνιες ασθένειες: δεν υπάρχει καμία σχέση. Τα ιδρύματα προσφέρουν υπηρεσίες απαραίτητες – είναι κάτι σαν ειδικά διαμορφωμένες κλινικές για όσους έχουν να παλέψουν με χρόνια νοσήματα. Τα γηροκομεία μας, αντιθέτως, στην πλειονότητα τους μου θύμιζαν συνήθως αποθήκες ψυχών – ευτυχώς όχι όλα, δεν θέλω να μηδενίζω. Πολλά, ωστόσο, μου δημιουργούσαν πάντα μια παράξενη θλίψη – ίσως να έφταιγε για αυτό ότι βλέποντας κάμποσους από τους ηλικιωμένους να αγναντεύουν τους δρόμους καθισμένοι μόνοι μπροστά σε μεγάλα παράθυρα ένιωθα ότι όλοι τους κάποιον περίμεναν κι ότι αυτός ποτέ δεν ήρθε. Περίμεναν τον  σύντροφο που ίσως έχει φύγει από την ζωή; Το γιό που ξέχασε το προηγούμενο ραντεβού; Την κόρη που έχει να κάνει κάτι σπουδαιότερο; Δεν το έμαθα κι εγώ και κανείς ποτέ.      

https://onmed.bbend.net/media/com_news/story/2020/08/28/386279/main/GIROKOMEIO.jpg

Οποιος στην εποχή του κορωνοϊού αφήνει στο γηροκομείο πατέρα ή μάνα, ή παππού ή γιαγιά, θέλω να πιστεύω πως το κάνει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι οι πιο πολλοί από τους ηλικιωμένους που βρίσκονται εκεί ελπίζουν απλά να μην τους βρει το κακό – είναι ίσως οι μόνοι που δεν μπορούν να φυλαχτούν, όσο κι αν προσέχουν κι όσο κι αν τηρούν ευλαβικά τα μέτρα. Η ζωή τους εξαρτάται από μια συγκυρία, μια ανεμελιά, μια κακή στιγμή. Ο ασυμπτωματικός νοσηλευτής άθελά του μπορεί να μεταβάλει τις τελευταίες ήσυχες μέρες τους σε πραγματικό θρίλερ. Και κανείς μα κανείς δεν μπορεί να παρέμβει: το πεπρωμένο των γερόντων έχει αποκτήσει ένα άγγελο του θανάτου που κανείς δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Τα γηροκομεία στην εποχή του Covid 18 από ησυχαστήρια γίνονται ξαφνικά πολύβουα μαρμαρένια αλώνια όπου πλέον, συχνά πυκνά, εγκαταλελειμμένοι άνθρωποι δίνουν την ύστατη μάχη για ζωή με ένα εχθρό αόρατο, ύπουλο, τρομακτικό.

Με παρηγοράει μόνο πως παρόλα αυτά, όλοι αυτοί που αληθινά κινδυνεύουν μας δίνουν ένα σπάνιο μάθημα υπερηφάνειας: ακόμα δεν έχω δει κανένα γέροντα να βγαίνει στα τηλεοπτικά παράθυρα και να ζητά βοήθειες ή να παρακαλάει το Κράτος ή απλά να μας καταριέται γιατί κάπου τον ξεχάσαμε. Σε μια χώρα που η απαίτηση είναι καθημερινή συνήθεια, αυτός, που θα πρεπε πραγματικά να φωνάζει, σιωπά. Προτιμά από τον οίκτο μας την αξιοπρέπεια: προσκυνώ την μεγαλοπρέπεια αυτής της αξιοπρέπειας, αφήνοντας την καρδιά μου να σακατατευτεί ακόμα περισσότερο από τη θλίψη.

«Η λύπη ενός παιδιού ενδιαφέρει τη μητέρα του, η λύπη ενός νέου ενδιαφέρει μια νέα, η λύπη ενός γέρου δεν ενδιαφέρει κανέναν» έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκό που δεν είχε ακούσει ποτέ του για τον κορωνοϊό. Η λύπη όλων αυτών των ανθρώπων είναι συνταρακτική γιατί είναι σιωπηλή σαν αγωνία. Θα μπορούσαν να είναι όλοι τους μανάδες και πατεράδες μας. Από πίκρα κι όχι από συμπόνοια, αυτές τις μέρες νιώθω ότι όλοι τους κάτι τέτοιο είναι…   

(Βημαγκαζίνο Νοέμβριος του 2020)