Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίως γίνεται συζήτηση για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς: οι δημοσιογράφοι έχουν πιει το αμίλητο νερό παίρνοντας μια παράξενη θέση του τύπου «αποτύχαμε, αλλά μπράβο στον προπονητή». Είναι άδικη για τον Γιοβάνοβιτς γιατί αν δεν εξηγήσεις τι θέλει και τι έχει καταφέρει ακούγεται σαν τις τοποθετήσεις των μαρτύρων που δηλώνουν ότι ο κατηγορούμενος είναι καλό παιδί. Μπορεί να είναι, μπορεί και όχι: το ζήτημα είναι οι πράξεις. Ο Γιοβάνοβιτς είναι ένας εξαιρετικός κύριος αλλά η μεγάλη ερώτηση είναι αν το ποδόσφαιρό του μπορεί να βοηθήσει την ομάδα να πάρει μια πρόκριση στα τελικά μεγάλης διοργάνωσης που της λείπει από το 2014. Αλλά, πριν τον Γιοβάνοβτς θα ‘θελα να σας θυμίσω κάτι που ξεχάσαμε. Το πως η Εθνική μας προκρίθησε στο μουντιάλ με προπονητή τον Οτο Ρεχάγκελ και τον Φερνάντο Σάντος κάποτε. Την ιστορία της πρόκρισης της ομάδας με τον Αλκέτα Παναγούλια την αφήνω στην άκρη: από το 1994 άλλαξε πολύ και το δικό μας ποδόσφαιρο και το παγκόσμιο.
Τι ήξεραν οι δύο
Ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος δεν είχαν τίποτα κοινό εκτός από ένα: ήξεραν πως η άμυνα είναι αυτή που δίνει προκρίσεις. Το κοινό στις δυο προκρίσεις στο μουντιάλ είναι ότι η Εθνική μας της πήρε δια μέσου των μπαράζ τερματίζοντας δεύτερη στον όμιλο χωρίς μάλιστα να έχει μπροστά της θηρία: στον προκριματικό του μουντιάλ του 2010 η Εθνική μας ήρθε δεύτερη πίσω από την Ελβετία, ενώ στον προκριματικό του μουντιάλ του 2014 ήταν ισόβαθμη μεν αλλά δεύτερη πίσω από την Βοσνία. Το υπογραμμίζω για να γίνει κατανοητό πως ούτε αυτοί έκαναν μια υποδειγματική δουλειά: αλλά ήταν πραγματιστές και πίστευαν πως η συνταγή θα αποδώσει.
Παιδιά με καρδιά
Το 2010 στην Εθνική μας από τους ήρωες του 2004 είχαν απομείνει λίγοι: ο Κατσουράνης, φυσικά κι ο Γιώργος Καραγκούνης – υπήρχε κι ο Χαριστέας που όμως δεν ήταν βασικός. Μετά τον όμιλο βρήκε την Ουκρανία στα μπαράζ: έφερε 0-0 στην Αθήνα και της έκαναν όλοι μνημόσυνο – ήταν και γνωστό ότι ο Ρεχάγκελ θα έφευγε μετά το μουντιάλ. Η ομάδα του πήρε την πρόκριση γιατί κέρδισε στο Κίεβο 0-1 έχοντας μια άμυνα άψογη που αποτελούσαν παίκτες με μεγάλη καρδιά. Ξεχώριζε φυσικά ο Παπασταθόπουλος που μάλιστα τραυματίστηκε κιόλας κι αντικαταστάθηκε στο ματς εκείνο από τον Πλιάτσικα (!) οι άλλοι τέσσερις στο Κίεβο ήταν ο Σπυρόπουλος, ο Βύντρα, ο Μόρας κι ο Κυργιάκος. Πόσοι από αυτούς θα αγωνίζονταν στην τωρινή Εθνική ομάδα; Ο Παπασταθόπουλος στις μεγάλες του μέρες σίγουρα - οι άλλοι δύσκολα. Αλλά όλοι τους πήγαν στο μουντιάλ γιατί την κρίσιμη στιγμή κατάλαβαν την δυσκολία της αποστολής. Δεν θυμάμαι από τότε στο Κίεβο να κερδίσαμε ποτέ ξανά. Και δεν εννοώ ότι δεν ξανακέρδισε η Εθνική μας: και οι ομάδες μας που αγωνίζονται στην Ευρώπη όταν βρέθηκαν εκεί λύγισαν.
Στη στιβαρή της άμυνα στηριζόταν και η ομάδα του Φερνάντο Σάντος που πήρε την τελευταία πρόκριση της Εθνικής σε μεγάλη διοργάνωση: το 2014 η Ελλάδα ξαναπήγε στο μουντιάλ πάλι από ένα δύσκολο δρόμο – αποκλείοντας την Ρουμανία στα μπαράζ. Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την Βοσνία στην Αθήνα κι έμεινε δεύτερη. Αλλά είχε μια άμυνα σπουδαία, με τους Τοροσίδη, Χολέμπας, Παπασταθόπουλο, Σιόβα, και στην παρέα και τον Μανωλά που μονιμοποιήθηκε στην Βραζιλία- κι αυτό μέτρησε. Στους Ρουμάνους η ομάδα αυτή δεν επέτρεψε ποτέ να πιστέψει ότι θα μπορούσε να την αποκλείσει. Και είχαν καλή ομάδα οι Ρουμάνοι τότε. Αμέσως μετά το μουντιάλ του 2014 όταν αφήσαμε στην άκρη το ποδόσφαιρο του Σάντος για να παίξουμε πιο επιθετικά και τους ξαναβρήκαμε χάσαμε 0-1 στο Καραϊσκάκη. Κι από τότε άρχισε η κατρακύλα.
Τι θέλει ο κόουτς
Το πώς παίζει μια ομάδα έχει σίγουρα να κάνει με το υλικό της: μετρά όμως πολύ και το τι θέλει ο προπονητής της. Θα κάνω μια κάπως αυθαίρετη υπόθεση εργασίας: ας υποθέσουμε ότι αυτό το υλικό της εθνικής ομάδας το είχαν στα χέρια τους ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος. Κανείς δεν θα έπαιζε έτσι. Ο Ρεχάγκελ αποκλείεται να εμφάνιζε στα παιχνίδια με την Δανία και την Σκωτία, στα οποία επί της ουσίας κρίθηκε η πρόκριση, μία ομάδα αμυντικά τόσο ευάλωτη. Ο Γερμανός γνωρίζοντας τις δυνατότητες των Σκωτσέζων στις στημένες φάσεις θα πρόσθετε σίγουρα στους Μαυροπάνο και Κουλιεράκη ένα τρίτο σέντερ-μπακ και θα είναι και τυχερός γιατί θα είχε να διαλέξει μεταξύ καλών παικτών όπως είναι ο Χατζιδιάκος ο Ρέτσος κτλ. Ο Γερμανός θα κρατούσε δεξιά το Βαγιαννίδη και αριστερά τον Τσιμικα αλλά αποκλείεται να ξεκινούσε μαζί στην ίδια εντεκάδα τους Παυλίδη, Τζόλη, Καρέτσα Κωνσταντέλια όπως είδαμε στο ματς με την Δανία στην Αθήνα. Δεν είναι βέβαιο ότι η Εθνική μας θα κέρδισε. Δεν θα έχανε όμως ποτέ έχοντας δεχτεί δύο γκολ από στημένες φάσεις όπως στο ματς με την Σκωτία ή δύο γκολ από λάθος γυρίσματα στον τερματοφύλακα όπως στο ματς με την Δανία στην Κοπεγχάγη. Στις ομάδες του Ρεχάγκελ όποιος πιεζόταν δε γυρνούσε την μπάλα στο τερματοφύλακα: την έστελνε στην εξέδρα.
Ο Φερνάντο Σάντος από την μεριά του δεν θα έπαιζε ποτέ με τρία στόπερ γιατί δεν το έκανε ποτέ του. Θα προτιμούσε όμως σίγουρα τον Γιαννούλη αντί του Τσιμίκα και αποκλείεται να μην χρησιμοποιούσε στη μεσαία γραμμή μαζί τους Κουρμπέλη, Σιωπή και Ζαφείρη. Αποκλείεται επίσης να μην καλούσε στην εθνική τον Τετέι βλέποντας τα κατορθώματά τους στις αντεπιθέσεις στο πρωτάθλημα όταν μάλιστα θα ήταν υποχρεωμένος να δώσει δύο παιχνίδια στη σειρά εκτός έδρας με την Σκωτία και την Δανία. Και με τον Σάντος δεν ήταν δεδομένες οι νίκες. Αλλά η ομάδα του αποκλείεται να είχανε στη Σκοτία με ανατροπή ή να δεχόταν από την Δανία 3 γκολ στο πρώτο ημίχρονο. Τέσσερα χρόνια έμεινε στην εθνική ο Σάντος κι αυτό δεν το συνέβη ποτέ. Για να κερδίσεις την Εθνική έφτυνες αίμα.
Δεν υπήρξαν καλά παιγνίδια
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η εθνική Ελλάδος για να μπορεί να παίρνει εισιτήρια για τελικούς μεγάλων διοργανώσεων πρέπει να παίζει μόνο όπως τον καιρό του Ρεχάγκελ ή τον καιρό του Σάντος. Σαφώς και με το υλικό που υπάρχει σ’ αυτή την ομάδα τώρα η Εθνική μας μπορεί να παίζει περισσότερο επιθετικά απ’ όσο έπαιζε στα χρόνια του Γερμανού με τον οποίο ναι μεν κατέκτησε το euro2004 και πήγε στα τελικά του euro 2008 και στο Μουντιάλ του 2010 αλλά είχε και μαύρα σερί απίθανα. Επίσης και εγώ πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να δυσφορεί με το υπερβολικά control ποδόσφαιρο που έπαιζε η εθνική τον καιρό του Σάντος όταν περιοριζόταν στο να κερδίζει 1-0. Αλλά το να φτάσουμε στην άλλη άκρη του πράγματος δεν έχει και πολλή λογική. Κυρίως γιατί δεν προκύπτουν καλά παιγνίδια: η απόδοση της ομάδας δεν είναι συμβατή με τις δυνατότητές της. Υπάρχει ένα διαρκές «κορώνα γράμματα». Η Εθνική μας έκανε σπουδαία ματς στο Γουέμπλεί με την Αγγλία και στην Σκωτία για το Nations League που όμως ως διοργάνωση δεν έχει τις εντάσεις των προκριματικών του μουντιάλ. Σε αυτά είδαμε κάτι άλλο. Στο Καραϊσκάκη με την Δανία, η Εθνική μας έκανε τελικές προσπάθειες (όχι ευκαιρίες) όταν το ματς είχε κριθεί: μετά το 70΄. Γλύτωσε τον διασυρμό χάρη στον Τζολάκη. Στην Κοπεγχάγη η ομάδα του Ιβάν έχανε 3-0 στο ημίχρονο. Με την Σκωτία η κατάρρευσή της στο τέλος δυστυχώς ακυρώνει την προσπάθειά της στην αρχή. Σαφώς υπάρχουν και μεμονωμένα λάθη παικτών αλλά το μεγάλο λάθος έχει να κάνει με την προσέγγιση των αγώνων και με το ίδιο το παιγνίδι. Που είναι προβλέψιμο και για τα καλά του αλλά και για τα κακά του.
Αποτυχία για συγκεκριμένους λόγους
Μια αποτυχία δημιουργεί πάντα και ερωτηματικά για τη συνέχεια. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση το ερωτηματικό είναι ένα και μόνο. Μπορεί ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς και συνεργάτες του να μπολιάσουν την ομάδα αυτή με κάποιες από τις παλιές αξίες που χάσαμε στην πορεία; Το σημαντικό σε αυτή την ομάδα είναι η πληθόρα των παικτών της. Στην Κοπεγχάγη υπήρχε μια ολόκληρη ενδεκάδα παικτών που δεν ξεκίνησε που ήταν εξίσου καλή με αυτή που παρατάχθηκε: Τζολακης (η Μανδά), Βαγιαννίδης, Γιαννούλης, Ρέτσος, Χατζηδιάκος, Σιώπης, Μουζακίτης, Μάνταλος, Κωνσταντέλιας, Παυλίδης, Δουβίκας. Το πρόβλημα που διαπιστώσαμε σε αυτά τα προκριματικά δεν έχει να κάνει με λάθη παικτών, αλλά με την μη αξιοποίηση του υλικού, συμπέρασμα το οποίο προκύπτει βλέποντας μια ομάδα να δέχεται εννέα γκολ σε τρία παιχνίδια στη σειρά έχοντας δουλέψει με τον προπονητή της ένα ολόκληρο χρόνο. Αυτό από μόνο του ως αποτέλεσμα φωνάζει πως αυτή η ομάδα των μεγάλων προσδοκιών και των ταλαντούχων παικτών απλά δεν είναι ομάδα. Κι αν δε γίνει καλύτερα να μη συζητάμε για πρωτιές και προκρίσεις.
Η ΕΠO πρέπει να κάνει μια συζήτηση με τον Γιοβάνοβιτς για το τι έφταιξε. Αν πουν και στην ΕΠΟ αποτύγχαμε αλλά δεν πειράζει, θα αποτύχουμε και στην επόμενη. Και δεν έχει νόημα να διακινείται πως ο Γιοβάνοβτς θα φύγει μόνος του το 2028 αν αποκλειστεί από το Euro. To 2028 τελειώνει το συμβόλαιο του.