Η ωραιότερη Μπε Μπε του κόσμου

Η ωραιότερη Μπε Μπε του κόσμου


Η Μπριζίτ Μπαρτντό έφυγε στα 91 της χρόνια λίγο πριν να φύγει η χρονιά: η έξοδός της δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Εφυγε τραβώντας τα μάτια πάνω της και τώρα, σαν ο θάνατός της να ήθελε να είναι η τελευταία είδηση μιας χρονιάς, η μεγαλύτερή της.  Δεν υπήρξε καμία σαν κι αυτήν. Αισθησιακή σε σημείο που να προκαλεί χτυποκάρδια μόνο όταν απλά σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει όποιον υπνωτιζόταν από την ομορφιά της, ελεύθερη σαν απροσδόκητη επαναστατική πράξη, παντρεμένη τέσσερις φορές και πάντα αδέσμευτη, στο κέντρο του κόσμου για δεκαετίες αλλά και μακριά από αυτόν για χρόνια, εξόριστη στο τέλος στον παράδεισο της βίλας της στη Λα Μαντράγκ του Σεν Τροπέ, όπου είχε καταφύγει, καταστρέφοντας συνειδητά τον ίδιο τον μύθο του εαυτού της. Η Μπριζίτ Μπαρντό πέθανε στα 91 της, χωρίς ποτέ να προδώσει τις επιλογές της ζωής της, οι οποίες υπήρξαν εντελώς αντισυμβατικές, τρομερά απρόβλεπτες και μοναδικά συζητήσιμες.

Απόπειρα αυτοκτονίας στα 16

Όμορφη και μοναδική, η Μπαρτντό ήρθε σε αυτό τον κόσμο για να τον ομορφύνει. Ο Μισέλ Πικολί είπε κάποτε πως όταν την είδε να κυκλοφορεί γυμνή στο σετ μιας ταινίας στην οποία δούλευαν μαζί σκέφτηκε πως ήταν η ωραιότερη έκφραση της γυναίκας – κάτι μοναδικό. Η Μπε Μπε στην οποία εκατομμύρια κοριτσόπουλα προσπαθούσαν μάταια να μοιάσουν ήταν η πιο επιτυχημένη γυναικεία επανάσταση της ιστορίας: καθόρισε την γυναικεία ομορφιά, επέβαλε ένα στυλ, ξετρέλαινε τους άντρες σαν φαντασίωση. Κυρίως διέλυσε κάθε προηγούμενο που είχε να κάνει με τα στερεότυπα της γυναικείας ομορφιάς: μπορούσε να είναι παιδούλα και προκλητική, ατίθαση σαν γρατσουνιάρα γάτα, προκλητική και την ίδια στιγμή απλησίαστη. Σύμβολο του σεξ για δεκαετίες και την ίδια στιγμή αυτή που κανείς δεν θα είχε ποτέ.

https://lh5.googleusercontent.com/proxy/X5eyBI06NDsraJjc0g47SFRTIxMRttQUV03jo2-2mpPVxfylZH-3ZaqcB0PoqY10pFkBtUwryVWNsfxddtFJwfAL7ROq20QW-Kp85UDPBpgOfvvWS_0gYq5hjGpFPYQ

Ονειρευόταν να γίνει κλασική χορεύτρια. Μεγάλωσε σε μια πλούσια καθολική οικογένεια. Ο πατέρας της βιομήχανος, η μαμά τρελή με την μόδα. Η αρχισυντάκτης του περιοδικού Elle, φίλη της μητέρας της, την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια σε μια φωτογράφιση μόδας για κορίτσια. Χάρη στις φωτογραφίες, την πρόσεξε ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεγκρέ, ο οποίος κανόνισε μια συνάντηση μαζί της, παρά την έντονη αντίθεση των γονιών της. Εμφανίστηκε με τον νεαρό βοηθό του Ροζέ Βαντίμ. Της πρότεινε μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ, αλλά από τη συνάντησε αυτή της έμεινε κάτι σημαντικότερο η γνωριμία με τον Βαντίμ. Ηθελε να τον παντρευτεί στα 16 της. Οι γονείς της αρνήθηκαν. Εκανε τότε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας της: μετά από αυτό δεν θα της αρνιόντουσαν το παραμικρό.

 Περισσότερο από ηθοποιός, ένα είδωλο

Ο θρύλος της B.B. γεννήθηκε το 1956 με το «Et Dieu... Créa la Femme», («Κι ο Θεός έπλασε την γυναίκα») σε σκηνοθεσία του συζύγου της πλέον Βαντίμ. Η ταινία ήταν μέτρια, η Μπαρτνό εκτυφλωτική. Λίγοι θυμόντουσαν την υπόθεση: όλοι ζούσαν για να την ξαναδούν. Το σινεμά υπήρξε η απόλυτη πασαρέλα της: στο θέατρο εμφανίστηκε μια και μόνη φορά και ποτέ δεν ήθελε να την θυμάται. Πρωταγωνίστησε σε περίπου πενήντα ταινίες, ισως η καλύτερη είναι η Περιφρόνηση του Γκοντάρ - «δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα μου έλεγε αλλά ήταν ωραίο να παρακολουθείς τις νευρώσεις του» θα γράψει χρόνια αργότερα. Οι Αμερικάνοι της έδιναν του κόσμου τα χρήματα για να πάει στο Χόλυγουντ: δεν πήγε ποτέ. Ηταν σπουδαία ηθοποιός; Ναι αλλά μόνο στην δική της ταινία – την ζωή της. Το σινεμά ήταν απλά το μέσο για να βρίσκεται με το κοινό της και να του δίνει λαβές για να την θαυμάζει, να την ερωτεύεται να την συζητάει. «Δεν με σκηνοθέτησαν ο Φελίνι κι ο  Μπέργκμαν γιατί δεν με έπεισαν ότι με έχουν ανάγκη» θα πει κάποτε. Ήταν η μούσα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Αντι Γουόρχολ και ο Ρίτσαρντ Αβεντον, η Μποβουάρ έγραψε ένα βιβλίο για αυτή. Ήταν η μόνη γυναίκα της εποχής της  που το 1967 έγινε δεκτή με παντελόνι στα Ηλύσια Πεδία από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ. «Φέρνει στη χώρα πιο πολλά από την αυτοβιομηχανία Ρενό, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» είχε πει ο μαγεμένος στρατηγός.

https://www.monopoli.gr/wp-content/uploads/2025/12/Brigitte-Bardot-4.jpeg

Βρέχει κόκκινα τριαντάφυλλα

Εγκαταλείπει τον Βαντίμ το 1957. Ακολουθεί μια θυελλώδης σχέση με τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, τον οποίο γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας «Η Μπαμπέτ Πάει στον Πόλεμο (1959). Ο γάμος διαρκεί μέχρι το 1962, με τον Σαριέ αποκτά τον μοναχογιό της Νικολά-Ζακ. Ο πλέιμποϊ και πάμπλουτος Γερμανός Γκούντερ Σακς είναι ο επόμενο. Γνωρίζονται το 1966 σε ένα εστιατόριο στο Σεν Τροπέ, έρωτας με την πρώτη ματιά: την επόμενη μέρα ο τύπος παίρνει το ελικόπτερό του, πετάει πάνω από την βίλα της στο Μαντραγκ και της περάσει από ψηλά χιλιάδες κόκκινα τριαντάφυλλα. Λίγο αργότερα, παντρεύονται στο Λας Βέγκας. Ζουν τρία ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα χρόνια, κι ακολουθούν αμοιβαίες προδοσίες – η δική της περισσότερο διάσημη είναι με τον συνθέτη Σερζ Γκενσμπούρ, ο οποίος έγραψε το τραγούδι «Je t’aime, moi non plus» το οποίο η ΒΒ του ζητά να το κυκλοφορήσει μετά τον χωρισμό της με το Γερμανό – έρχεται κι αυτός το 1969. Παραμένουν φίλοι μέχρι τον θάνατο του Σακς το 2011. Το 1992, η Μπαρντό συνδέεται με τον Μπερνάρ Ο ντ' Ορμάλε, τελευταίο σύζυγός της, βιομήχανο και χρηματοδότη του Εθνικού Μετώπου του ΛεΠέν, τύπο σκληρό και δύσκολο, που της έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θα της δώσει διαζύγιο ποτέ. Αλλά ακόμα και τον καιρό που είναι παντρεμένη μαζί του τα φλερτ και τα πάθη της είναι στην ημερήσια διάταξη: συζητιούνται οι σχέσεις της με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν, τον Σάμι Φρέι, τον Νίνο Φερέρ ακόμα και τον Τζίμι Χέντριξ. «Οι μόνοι έρωτες στους οποίους παρέμεινα πιστή σε όλη μου τη ζωή είναι τα ζώα» θα πει το 1985.

https://www.kathimerini.com.cy/assets/modules/wnp/articles/202512/578760/images/b_brizi.jpg

Η ζωή που δεν της ανήκει

Το 1973, εγκατέλειψε οριστικά τον κινηματογράφο για να αφιερωθεί στα δικαιώματα των ζώων. «Έδωσα τη νεότητά μου και την ομορφιά μου στους άντρες. Τώρα φυλάω τη σοφία μου και την εμπειρία μου, δηλαδή τον καλύτερο εαυτό μου, για τα ζώα» θα πει.

Παραμένει πάντα η BB. Τα μαλλιά της είναι πάντα μακριά ξανθά και ατημέλητα, το πρόσωπό της είναι ανέγγιχτο από αισθητικές επεμβάσεις. Από την ώρα που εγκαταλείπει το σινεμά, εγκαταλείπει σιγά σιγά και την εικόνα της πρωταγωνίστριας που στη Γαλλία κι όχι μόνο προκαλεί ονειρώξεις.   Όταν έγινε 80 ετών και η Γαλλία κινητοποιήθηκε για να την γιορτάσει, είπε πως δεν έχει ανάγκη από γιορτές. «Τα γενέθλιά μου; Δεν με νοιάζει. Ένα γεγονός είναι που δεν αλλάζει τίποτα στον κόσμο, ούτε στη ζωή μου, η οποία τώρα είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην προστασία των ζώων. Μου στέλνουν παλιές φωτογραφίες για να υπογράψω. Τις κοιτάζω και σκέφτομαι: αυτό το κορίτσι είναι ωραίο, αλλά αυτή δεν είμαι εγώ. Αυτή η ζωή, η ζωή μιας ηθοποιού, δεν μου ανήκει πλέον». Δεν χάνει ωστόσο ποτέ την όρεξη να προβοκάρει. Βγάζει ένα βιβλίο και μιλά κατά των ισλαμιστών μεταναστών, αναφέρεται στην φθορά του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος, καταγγέλλει τις κοινωνικές δομές και τις ΜΚΟ: καταδικάζεται για διασπορά ρατσιστικών μηνυμάτων με 5 μήνες φυλακή. Εκδίδει και δίτομη αυτοβιογραφία προκαλώντας νέες συζητήσεις. Υποστηρίζει πως ο Covid είναι ευλογία αρκεί να πεθάνουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι: ο πλανήτης το έχει, λέει, ανάγκη. Στρέφεται κατά του κινήματος Μe Too: «όποια αισθάνεται όμορφη θέλει να την κυνηγούν όσο πιο πρόστυχα γίνεται» θα πει. Και θα προσθέσει πως ποτέ δεν λυπήθηκε ένα άντρα που την γνώρισε και δεν προσπάθησε να κάνει κάτι μαζί της. «Δεν έχω γνωρίσει κανένα ευγενικό κύριο, μόνο κάποιους αξιολύπητους» θα πει. Μπορούσε να λέει ό,τι θέλει. Ηταν η ΜπεΜπέ, η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Λάθος.Η ωραιότερη Μπε Μπε…