Θυμάμαι σε ποιους κινηματογράφους έχω δει όλες τις μεγάλες ταινίες του Τζέιμς Κάμερον και δεν είναι παράξενο: όλες του είναι γυρισμένες για σινεμά κι ως εκ τούτου δεν μπορώ και να μην θυμάμαι τον κινηματογράφο που τις είδα. Δεν μου είχαν αρέσει όλες, αλλά σε καμία δεν καταράστηκα την ώρα και την στιγμή που μου μπήκε η ιδέα να πάω να τις δω. Επίσης τις πιο πολλές δεν θυμάμαι με ποιους τις είδα. Ούτε αυτό είναι παράξενο. Οι ταινίες του Καναδού είναι κυκλωτικές: κατά κάποιο τρόπο σε ρουφάνε εντός τους. Ίσως για αυτό η σειρά Αvatar, το τρίτο μέρος της οποίας παίζεται αυτό τον καιρό, είναι το αριστούργημά του και φανερά το αγαπάει πιο πολύ από τους Εξολοθρευτές του ή τον Τιτανικό του. Ο Κάμερον έκανε πράξη αυτό που πολλοί σκηνοθέτες ονειρεύονται και δεν θα το καταφέρουν ποτέ: δημιούργησε το δικό του σύμπαν εντός του οποίου συμπεριφέρεται σαν Θεός. Δεν τοποθετεί απλά ιστορίες, αλλά ορίζει τα πάντα: την φυσική και την μεταφυσική τους πραγματικότητα, το καλό και το κακό, το παρών, το παρελθόν και το μέλλον. Όχι τυχαία το «Avatar, Φωτιά και Στάχτη» τελειώνει με την πανοραμική άποψη της Πανδώρας, του πλανήτη που ο Κάμερον δημιούργησε και στον οποίο κάθε τόσο μας ταξιδεύει.

Το νόημα της ύπαρξης
Θυμάμαι ότι όταν είχα δει το πρώτο Avatar, παραμονές Χριστουγέννων και τότε, είχα την υποψία πως από αυτή την ταινία κι έπειτα όλες οι ταινίες δράσης θα γυρίζονται σε 3D: για οτιδήποτε παραμυθένιο ή στηριγμένο σε κόμικ είχα την απόλυτη βεβαιότητα. Είχα μείνει άφωνος από την τεχνική αρτιότητα της ταινίας – υποθέτω πως κάπως έτσι πρέπει να είχαν νιώσει οι πρώτοι θεατές που μπήκαν σε σινεμά πριν από εκατό χρόνια. Στο Avatar είχαν ελάχιστη σημασία η ιστορία, οι χαρακτήρες, το σενάριο – η τρισδιάστατη εικόνα ήταν μια μοναδική εμπειρία κι αυτό μετρούσε. Βοηθούσε και το πλαίσιο φυσικά: οι μεταμορφώσεις του ήρωα, ο πλανήτης, τα εξωτικά πλάσματα. Η εικόνα υπηρετούσε την ιστορία, αλλά μήπως αυτό δεν ήταν το νόημα της ύπαρξης του σινεμά, πριν μπει σε αυτόν από την πίσω πόρτα το θέατρο και η διεύθυνση των ηθοποιών αρχίσει να γίνεται σημαντικότερη από την φωτογραφία;
Ο Κάμερον έκανε τότε μια πρόταση ο σκοπός της οποίας ήταν η ίδια η σωτηρία του σινεμά: το Avatar ήταν μια εμπειρία που δεν θα μπορούσες να την ζήσεις πουθενά αλλού, παρά μόνο στην αίθουσα. Για να το κάνεις θα έπρεπε να κλείσεις την τηλεόραση και να βγεις από το σπίτι.
Η πρόταση του Κάμερον, σε συνδυασμό με τα υπερκέρδη της ταινίας, δημιούργησαν τότε όντως μια μόδα που κράτησε περίπου μια δεκαετία. Αλλά εκφυλίστηκε. Για ένα απλό λόγο: γιατί πολλές από τις ταινίες που έβγαιναν σε 3D δεν είχαν τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Το 3D έγινε σιγά σιγά σαν το περιτύλιγμα ενός απόλυτου τίποτα: άρχισε γρήγορα να μοιάζει πιο σημαντικό από την ταινία και ως εκ τούτου σταμάτησε να ενδιαφέρει – κανείς δεν αγοράζει κάτι γιατί είναι πιο ωραίο το κουτί από το περιεχόμενο. Μετά ήρθαν οι τηλεοπτικές πλατφόρμες, η πειρατεία, ο covid και το σινεμά βρίσκεται πάλι στην εντατική. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Κάμερον έρχεται πάλι να θυμίσει ότι αν η αίθουσα δεν είναι από μόνη της μια πρόταση αλίμονό της. Μόνο που αυτή την φορά πολύ φοβάμαι πως δεν κάνει μια πρόταση σωτηρίας της, αλλά απλά της δίνει αυτή την μικρή αναλαμπή που έχει συχνά ο βαριά άρρωστος πριν αρχίσει να κατρακυλά προς το τέλος του: το «Avatar, Φωτιά και Στάχτη» είναι εντυπωσιακό όσο το πρώτο, περιπετειώδες πιο πολύ από το δεύτερο, αλλά είναι αυτή την φορά κάτι που θα μείνει μόνο του, που δεν θα βρει μιμητές, πρώτα από όλα γιατί είναι εμφανώς πανάκριβο. Και γιατί δεν υπάρχουν άλλοι Κάμερον ώστε τα στούντιο να τους εμπιστευθούν χρήματα για να δημιουργήσουν ανάλογες «ταινίες event» ικανές να σώσουν την αίθουσα.

Η διαφορά από το πρώτο
Αυτό το σκεφτόμουν πριν καν αρχίσει η προβολή. Στην αίθουσα επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ένα ζευγάρι καθόταν στα σκαλιά. Υπήρχαν όλες οι ηλικίες. Παρόλο που οι πιτσιρικάδες ήταν η πλειοψηφία δεν ακουγόταν κιχ – κανείς δεν έπαιζε με το τηλέφωνό του. Ακόμα κι αν δεν πήγαμε όλοι στην Πανδώρα, ήταν σαν να ζούσαμε μια βουτιά στο χρόνο: σαν να ξαναβλέπαμε το πρώτο Avatar με την ίδια περίπου έκπληξη και τα ίδια γυαλιά που κάπου τα βρήκαμε και τα πήραμε μαζί μας. Ειδικά η πρώτη ώρα της ταινίας, μέχρι δηλαδή να συνηθίσεις το υπέροχο οπτικοακουστικό σύμπαν, ήταν σαν μυστικιστική εμπειρία: κάποιοι τυχεροί άνθρωποι ένιωθαν πως παρακολουθούν κάτι που έχει γίνει ειδικά και μόνο για αυτούς. Μετά βέβαια συγκεντρώνεσαι στην ιστορία που είναι σχεδόν προσχηματική, όχι απολύτως τετριμμένη, αλλά όχι και πρωτότυπη. Χάρη στην απλοϊκότητα της δεν είναι δεδομένο ότι θα υποφέρεις με τους πρωταγωνιστές, γελάς όμως, εντυπωσιάζεσαι σίγουρα και θες να δεις πως το πράγμα θα ολοκληρωθεί – φεύγεις κι επειδή έχεις ακούσει ότι ο Κάμερον θα γυρίσει άλλα δυο Avatar αναρωτιέσαι τι άλλο σε περιμένει στην Πανδώρα. Για το σινεμά ωστόσο δεν έχεις ανάλογη προσδοκία: δεν σε περιμένει τίποτα.
Αυτή είναι η βασική διαφορά του πρώτου με το τρίτο Avatar: εκείνο το πρώτο σε έκανε να πιστέψεις πως άνοιξε ένα παράθυρο στο μέλλον, ετούτο εδώ είναι απλά μια βουτιά στην τελευταία ένδοξη στιγμή του εμπορικού κινηματογράφου – κάτι σαν φόρος τιμής. Οσα εισιτήρια κι αν κόψει (και κόβει ήδη εκατομμύρια παντού στην γη) θα παραμείνει ένα μοναδικό εμπορικό σουξέ σε μια στιγμή που ο κινηματογράφος, δηλαδή η αίθουσα, θέλει πολλά. Ένα δυστυχώς δεν αρκεί.

Μας τραβάει από το χέρι
Αν δεν το έχεις δει, πριν το δεις δες τουλάχιστον πως τελειώνει το δεύτερο επεισόδιο. Τότε ο Κάμερον είχε χρησιμοποιήσει για το θεαματικό του κοκτέιλ μια μεγάλη δόση μελό. Τώρα δίνει την σκυτάλη στην απόλυτη επίδραση της μεταφυσικής, πράγμα που είναι και κομμάτι αστείο αν σκεφτείς πως μιλάμε για ταινία φαντασίας – και επιστημονικής και ονειρικής. Οι παρεμβάσεις της Θεάς Φύσης κρίνουν τα πάντα: ακόμα και την επιτυχία, την ευτυχία, την αθανασία. Οι ήρωες δοκιμάζονται και κυρίως πρέπει να αντέξουν. Η συνταγή έχει έτσι κι αλλιώς λειτουργήσει ήδη στα χρόνια του Τόλκιν, όταν αυτός έγραφε τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» χωρίς καν να ξέρει πως κάποτε θα γυριζόταν ταινία. Ο Κάμερον, ως καλός παραμυθάς, εικονοδημιουργός και εικονολάτρης είναι επηρεασμένος από αυτόν και από άλλους πολλούς. Ως καλός Καναδός μιλά και για την οικολογία, την μετανάστευση, την ανοχή στην διαφορετικότητα, την οικογένεια. Δεν είναι καινούργια όλα αυτά κι είναι μάλλον απλές αφορμές για να μας πάει στην Πανδώρα τραβώντας μας από το χέρι και φωνάζοντας μας «ξεκολλήστε από τηλεοράσεις, κινητά, social, κομπιούτερ» κτλ. Δύσκολα θα ξεκολλήσει, ωστόσο, ο κόσμος μας. Και γιατί είναι υπνωτισμένος κι όχι ζωντανός όπως αυτός της Πανδώρας…







