Η καταπίεση της 'Εκθεσης

Η καταπίεση της 'Εκθεσης


Είμαι κι εγώ από αυτούς που θεωρούν τις Πανελλήνιες εξετάσεις (όπως κι αν λέγονται…) ως μια φρικτή διαδικασία για τα παιδιά κι αποφεύγω να ασχολούμαι με τα θέματα τους, γιατί θυμάμαι τα μαθητικά μου χρόνια και με πιάνει κατάθλιψη. Ωστόσο θα περιμένω από περιέργεια τα αποτελέσματα των εφετινών αποτελεσμάτων στο μάθημα της Εκθεσης: οι μαθητές ρωτήθηκαν για την αγάπη τους για το διάβασμα και ειδικά για το αν η ποίηση ασκεί μια κάποια επιρροή στην διαμόρφωση της προσωπικότητας τους. Το θέμα ήταν χαοτικό. Ο μαθητής μπορεί να υποστηρίξει πολλά και διάφορα. Να ισχυριστεί π.χ ότι διαβάζει μόνο κόμικς ή ότι δεν διαβάζει τίποτα. Να περιγράψει την πρώτη του εμπειρία με ένα βιβλίο ή την πιο αποκαρδιωτική. Να παραδεχτεί ότι αναρωτιέται για ποιο λόγο κάποιος να γίνει ποιητής ή να αποκαλύψει ότι έχει γράψει ποιήματα κι ο ίδιος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει η ανάγκη σχολιασμού ενός προκαθορισμένου συμπεράσματος (όπως έχει συμβεί ένα σωρό άλλες χρονιές), αλλά από τον μαθητή υπάρχει ανάγκη τεκμηρίωσης μιας προσωπικής του θέσης – ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλω.

 

Οταν χρόνια πριν πήγαινα σχολείο αγαπούσα την έκθεση και το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Χάρη στα Νέα Ελληνικά ανακάλυψα κι εγώ την ποίηση και είμαι υπόχρεος στην καλή μου καθηγήτρια κ. Αθηνά Καλαϊτζόγλου, που μου άνοιξε πραγματικά ένα παράθυρο στον κόσμο των αισθημάτων και των μυστικών των λέξεων: το κατάλαβα χρόνια αργότερα, όταν κολύμπησα στις θάλασσες των λέξεων του Σεφέρη, του Ελύτη, του Πατρίκιου, της Δημουλά, του Χριστιανόπουλου, αλλά και του Καββαδία, του Γκάρτσου και του Σαββόπουλου – δίχως την δική της καθοδήγηση θα είχα πνιγεί. Αλλά στα 18 μου ομολογώ ότι θα μου ήταν δύσκολο να τεκμηριώσω τον θαυμασμό μου για τη σωστή σειρά των λέξεων, για τις ρίμες και τις αλήθειες τους, για την πυκνότητα των συλλαβών και τη δύναμη των αισθημάτων, που η αληθινή ποίηση προκαλεί. Από την άλλη, την έκθεση την αγαπούσα γιατί ήταν κάτι σαν τεχνητή αναπνοή για όποιον από τα προγράμματα διδασκαλίας ασφυκτιούσε: ήμουν μόνος εγώ με το τετράδιο. Με την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα να αναπτύξω κάθε θέμα όπως θα ήθελα. Αμ δε!

Χρόνια αργότερα κατάλαβα πως αυτό που αποκαλούμε «έκθεση» είναι το απόλυτο αυλάκι που βάζει σε μια προκαθορισμένη ρότα τη σκέψη των παιδιών – μια παράξενη διαδικασία καθυπόταξης της ελεύθερης σκέψης: ο τρόπος να τσεκάρεις, αν ένα είδος πλύσης εγκεφάλου, λειτουργεί. Χιλιάδες μαθητές χαλιναγωγήθηκαν μέσω μιας διαδικασίας που λειτουργεί ως μέθοδος γκετοποίησης απόψεων και συμπερασμάτων – ίσως, όταν μιλάμε για παιδιά να είναι η χειρότερη. Χιλιάδες μαθητές έγραψαν για χρόνια εκθέσεις με θέμα την αστυφιλία, την διαφήμιση, την παιδεία, την εκπαίδευση, την Αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της, την ελληνική επανάσταση και τα ιδεώδη της, τον Τύπο και τις υποχρεώσεις του, την λογοτεχνία, την υπέροχη Ελλάδα, το ίδιο το σχολείο, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχουν το δικαίωμα να εκφέρουν μια γνώμη διαφορετική από τις κυρίαρχες σχολικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις! Η έκθεση ήταν πάντα ο τρόπος που ο μαθητής έπρεπε να δείχνει ότι γνωρίζει καλά κάθε καθεστηκυία (κι όχι πάντα καθεστωτική…) άποψη.

Ποιος τόλμησε ποτέ να γράψει π.χ ότι η διαφήμιση είναι κάτι χρήσιμο γιατί οι καταναλωτικές ανάγκες κινούν την οικονομία; Θα του έβαζαν υπό το μηδέν για την άποψή του, διότι «η διαφήμιση υπάρχει μόνο για να δημιουργεί πλαστές ανάγκες» - αυτό έπρεπε να γράφουμε. Ποιος θα έγραφε ποτέ ότι ευχαριστεί τον παππού και τη γιαγιά του γιατί φύγανε από ένα κατσικοχώρι και ήρθαν να ζήσουν σε μια πόλη, πράγμα που του έδωσε τη δυνατότητα να περάσει μια υπέροχη εφηβεία παίζοντας ηλεκτρονικά π,χ; Αν το τολμούσε, θα ειδοποιούσαν τους γονείς του: στις εκθέσεις μας πάντα η πόλη έπρεπε να είναι γκρίζα κι άραχνη, ένας τόπος απομόνωσης και δυστυχίας, ενώ το χωριό δεν ήταν παρά ένα είδος χαμένου παράδεισου – συνήθως σοσιαλιστικού. Αλίμονο στο μαθητή που θα τολμούσε να γράψει πως θα προτιμούσε να διαβάζει σπίτι, αντί να πηγαίνει σχολείο π.χ κι αλίμονο σε όποιον ισχυριζόταν ότι την πατρίδα μας δεν την απελευθέρωσε ο αγώνας των ηρώων μας, αλλά οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις!

Στην πραγματικότητα ποτέ δεν γράφαμε εκθέσεις για να πούμε τι πραγματικά πιστεύαμε: γράφαμε όσα έπρεπε να πιστεύουμε και ίσως για αυτό το εφετινό θέμα να έχει ενδιαφέρον. Γιατί όταν σε ρωτάνε για το ποιος είναι ο ρόλος της ποίησής, αν δεν την αγαπάς, θα πρέπει να έχεις εκ του θέματος το δικαίωμα να το πεις. Θα πρέπει επίσης να σου επιτρέπεται να υποστηρίξεις πως όπως συμβαίνει με κάθε Τέχνη, έτσι και με την ποίηση ο ρόλος της δεν είναι ένας και κοινός, αλλά έχει να κάνει με τον άνθρωπο και τις απολαύσεις του. Άλλος μπορεί να αγαπάει τα ποιήματα κι άλλος να τα αγνοεί κι ας είναι σπουδαία. Υποχρεωτικό να τα αγαπάς δεν είναι. Κι ευτυχώς.

 

Θα έχουν τολμήσει κάποιοι μικροί ήρωες των Πανελληνίων εξετάσεων να εκφράσουν μια τέτοια θέση; Κι αν το κάνουν, θα έχουν οι εξεταστές τους φιλόλογοι τη δύναμη να τους κρίνουν αφήνοντας κατά μέρους τις δικές τους προτιμήσεις και τις δικές τους αγάπες; Αυτό είναι για μένα το μεγάλο μυστήριο των εφετινών πανελλαδικών. Θα ήταν ωραίο κάποια στιγμή να ανακαλύψουμε πως ένας μαθητής πήρε άριστα εξηγώντας γιατί δεν διαβάζει, αλλά προτιμά τα videogame π.χ. Και θα ήταν υπέροχο να ανακαλύψουμε πως πλέον στην ερώτηση «τι ρόλο παίζει η ποίηση;» είναι εντός θέματος και η απάντηση «συγνώμη αλλά προτιμώ τα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία και τη βιολογία». «Και πάλι καλά που ζω σε μια εποχή και μια χώρα που έχω αυτό το δικαίωμα».

Αν η Έκθεση υπάρχει για να παίρνουν άριστα τα παιδιά επειδή αναμασάνε τις απόψεις των μεγάλων κακώς υπάρχει: ίσως θα πρέπει σοβαρά οι αρμόδιοι να σκεφτούν την κατάργησή της. Αν από την άλλη η Έκθεση λειτουργεί ως απόδειξη της ελεύθερης έκφρασης, κι αν το γραπτό κρίνεται για την σαφήνεια, την πληρότητα και την ανάπτυξη της γνώμης (κι όχι για την προκαθορισμένη ορθότητα των απαντήσεων), τότε ας βάζουμε τα παιδιά να γράφουν στις Πανελλήνιες δυο φορές έκθεση. Χωρίς το φόβο ότι πρέπει ντε και καλά να πουν τα προβλεπόμενα, όλα τα παιδιά θα έχουν να μας πουν πολλά και ενδιαφέροντα.   

(Βημαγκαζίνι Ιούνιος του 2020)