Η γενιά που θα αλλάξει τον κόσμο…

Η γενιά που θα αλλάξει τον κόσμο…


Εχω μερικά απολογιστικά σημειώματα για να ανεβάσω στο blog για τη χρονιά που φεύγει και χθες καθόμουν και σκεφτόμουν ποιοι και πόσοι σπουδαίοι άνθρωποι έφυγαν από κοντά μας φέτος – δεν ήταν και λίγοι. Και δεν ξέρω πως, ενώ έπινα το χριστουγεννιάτικο καφέ μου, άρχισα να συνειδητοποιώ πως περισσότερο σημαντικοί ίσως κι από τους πολλούς αγαπημένους που έφυγαν, είναι οι μικρούληδες που ήρθαν στη ζωή μας μιλάω για τα μωρά που πέρυσι γεννήθηκαν και όσα παιδάκια τώρα μεγαλώνουν. Για ένα λόγο απλούστατο: γιατί ετούτοι εδώ οι μπόμπιρες θα μεγαλώσουν χωρίς την καταπίεση της σύγκρισης με τίποτα που προηγήθηκε. Νομίζω ότι μεγαλώνει η πρώτη γενιά (εδώ και δεκαετίες…) από Ελληνάκια που δεν κουβαλάνε κανένα φορτίο κι απλά θα ανοίξουν τα φτερά τους και θα πετάξουν άφοβα.

Εκατό χρόνια ένα φορτίο

Η κάθε γενιά έχει το άλλοθι της κληρονομιάς της – κουβαλάει στο αίμα της τη λόξα και τη δόξα των προηγούμενων κι αυτό με ένα υπόγειο και παράδοξο τρόπο την καθορίζει. Οι γεννημένοι τη δεκαετία του ’20 κουβαλούσαν άθελά τους εθνικές ήττες και εθνικούς διχασμούς. Κάνανε το έπος του ΄40 σε μια στιγμή που ενωθήκανε και μετά θυμήθηκαν ότι τους μεγάλωσαν για να βλέπουν τον κόσμο θολά χωρισμένο σε ένα καλό και ένα κακό και σκοτωθήκανε μεταξύ τους. Οι γεννημένοι το ‘30 ζήσανε κατοχές και εμφυλίους ως πιτσιρικάδες και πέρασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να επουλώσουν τα τραύματα τους για τα οποία δεν έπρεπε να μιλάνε. Σκληροί, όσο και οι προηγούμενοι, δεν είχαν παιδικά χρόνια, βιάστηκαν να μεγαλώσουν, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν τον μεταπολεμικό μας κόσμο πολύ στα σοβαρά κι όλη αυτή την πίκρα που ζήσανε έμαθαν να τη θυμούνται γιατί στοίχειωσε τα όνειρά τους: το ακούς και στα τραγούδια τους, όπου ακόμα κι ο έρωτας είναι οδύνη. Μετά ήρθαν οι γεννημένοι το ΄40 που γίνανε του εξήντα οι εκδρομείς, περιπλανώμενοι ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, φοβισμένοι από την ιδέα μιας αόρατης εξουσίας, παραγωγικοί μεν, αλλά με ένα φτωχό όνειρο: να αφήσουν απλά τα χειρότερα πίσω τους. Μεγάλωσαν τις πόλεις άναρχα, μάθανε να διηγούνται τις ιστορίες του πατέρα τους, προκόψανε, αλλά αυτό το ρημάδι το lower δεν το πήρανε ποτέ – το λέει ωραία ο Σαββόπουλος. Μετά ήρθαν οι γεννημένοι το ‘50 που τους βρήκε η δικτατορία στα καλύτερα τους. Θέλανε να γίνουν ροκάδες και τους κουρεύανε με την ψιλή, θέλαν να είναι διαφορετικοί όχι μόνο από τους μπαμπάδες τους αλλά και από τους αδερφούς τους, θέλανε να κάνουν μια επανάσταση χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό. Αφήσανε μαλλιά και γένια και μια μέρα κατάλαβαν ότι η μουτσούνα με την οποία κυκλοφορούσαν είχε κρύψει το πρόσωπο τους. Κάποιοι προτίμησαν να μείνουν με τη μουτσούνα, κάποιοι απλά ξυρίστηκαν, αλλά όταν τελείωσε η δικτατορία φάνηκε να χάνουν το παλκοσένικο τους. Τους μείναν ωραίες μνήμες που τις φόρτωσαν στους γεννημένους το ΄60 που μεγάλωσαν με το απωθημένο ότι κάπου προηγουμένως υπήρχε μια γιορτή και αυτή τη χάσανε.

Ενώ η Ελλάδα προχωρούσε και διάλεγε την Ευρώπη ετούτοι εδώ προχωρούσαν προς τα πίσω ψάχνοντας το νόημα σε όσα είχαν γίνει όταν ήταν νεογέννητοι. Κι αυτοί και οι γεννημένοι το ΄70 μεγαλώσανε με σκοπό να γεράσουν γρήγορα - τους μάθανε να μιλάνε για τις συντάξεις πριν γίνουν τροάντα χρονών. Οι μεγαλύτεροι με τα παραμύθια τους, τους φορτώσανε ένα λογαριασμό συναισθημάτων που ήταν αδύνατο να διαχειριστούν και όπως συμβαίνει με τους λογαριασμούς απλά τον πλήρωσαν. Τα τραγούδια τους ήταν λίγα, τα βιβλία τους ημιτελή, οι έρωτές τους κατά κανόνα ανεκπλήρωτοι, οι γάμοι τους ασπρόμαυροι κι ας ήταν οι φωτογραφίες του άλμπουμ γεμάτες χρώμα. Τουλάχιστον οι γεννημένοι το ΄80 όταν εικοσάρισαν δεν είχαν τα βάρη των μπαμπάδων τους και μπορούσαν να ανεβούν στα τραπέζια, αλλά και αυτούς και τους 90ρηδες τους ροκάνισε το μυαλό η ελαφρότητα, που είναι πάντα καλύτερη από τη βαθιά σκοτούρα, αλλά έχει ένα κακό: σε κάνει μαλθακό και ευκολόπιστο. Οι κάποτε τυχεροί που δεν ζήσανε κατοχές και εμφυλίους και δικτατορίες πληρώσανε πιο ακριβά από όλους το λογαριασμό ενός πάρτι, στο οποίο βρεθήκανε μάλλον κατά λάθος. Οταν το πάρτο τελείωσε αγανακτήσανε, φύγανε στο εξωτερικό, είδαν τη ζωή τους να διαλύεται καλά καλά χωρίς εξήγηση. Πολλοί πιστεύουν ότι προδοθήκανε, μάλλον γιατί το σοκ της μετάβασης σε ένα κόσμο που δεν περίμεναν πως θα είναι τόσο σκληρός, υπήρξε μεγάλο. Ευτυχώς αντέχουν. Και κάνουν και παιδιά στα οποία δεν διηγούνται ιστοριούλες με ήρωες.

Μελωμένα και μελό

Σχεδόν εκατό χρόνια τώρα τα ελληνάκια μεγάλωναν με παραμύθια – άλλα σκληρά και άλλα όμορφα, αλλά όλα συναισθηματικά, μελωμένα και μελό συγχρόνως. Μέχρι που φτάσαμε στα τωρινά πιτσιρίκια που δεν έχουν καμία ανάγκη τα παραμύθια μας. Οι παππούδες τους και οι γιαγιάδες τους δεν έχουν να τους πουν τίποτα για κατοχές και δράματα. Οι μπαμπάδες και οι μαμάδες τους μάλλον θα τους παραδώσουν ένα κόσμο κομμάτι χειρότερο από αυτό που οι ίδιοι κάποτε κληρονόμησαν. Για ετούτα τα παιδιά που φέτος πρωτοείδαν το φως, φέτος πρωτοπερπάτησαν, φέτος άρχισαν να μιλάνε (και το κάνουν ακατάπαυστα), φέτος πρωτοπήγαν σχολείο (και την δασκάλα τους δεν την φοβούνται), ο κόσμος που ανατέλλει είναι ένα βιβλίο με λευκές σελίδες, όχι γιατί είναι υπέροχος και τρομερός, αλλά γιατί έχει την ανάγκη τους. Ο προηγούμενος χρεοκόπησε θεαματικά αφήνοντας πίσω του μόνο την αμηχανία που νοιώθει όποιος δεν καταλαβαίνει τι έκανε λάθος.

Ετούτοι οι καινούργιοι μπόμπιρες δεν θα μεγαλώσουν ακούγοντας ιστορίες δραμάτων και επιτυχιών: δεν θα κληρονομήσουν τίποτα αλλά θα έχουν προετοιμαστεί καλύτερα από όλους μας. Δεν φοβούνται την τεχνολογία, μαθαίνουν γρηγορότερα από κάθε προηγούμενη γενιά, έχουν γονείς που πιο πολλά θα τους κρύψουν για όσα πέρασαν παρά θα τους τρελάνουν μιλώντας τους για ένα φτιασιδωμένο παρελθόν. Πρώτοι από όλους άλλωστε οι ίδιοι οι γονείς αυτό το παρελθόν δεν έχουν – επιτέλους – καμία διάθεση να το εξιδανικεύσουν και να το φτιασιδώσουν. Ας πάει επιτέλους στην άκρη του.

Θα βρει το δρόμο του

Αν έχεις ένα παιδάκι σπίτι να θυμάσαι ότι αυτό είναι ο σημαντικότερος άνθρωπος της χρονιάς. Θα χει την ευκαιρία κάποια μέρα όχι να πάρει το τιμόνι του κόσμου του στα χέρια του, όπως κάποτε ονειρευόσουν εσύ, αλλά να τον φτιάξει από την αρχή. Με το όραμα που θα βρει – κι όχι με αυτό του παππού του. Και με την όρεξη που θα έχει κι όχι με την δική σου βιασύνη. Αυτό το παιδάκι του 2020 είναι το πρώτο ελληνάκι που μετά από εκατό χρόνια καταπίεσης από τις ιστορίες των προηγούμενων, μπορεί να μεγαλώσει επιτέλους όπως πρέπει και να βρει το δικό του το δρόμο χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί για αυτό σε κανένα…