Η Ελλάδα που κλείνει στόματα

Η Ελλάδα που κλείνει στόματα


«Too Hot to Handle». Το ‘χετε δει; Αν όχι δεν χάνετε και τίποτα. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος αντέχει να δει από περιέργεια ενάμισι ή δυο επεισόδια. Ένας τρομερά εθισμένος στο trash μπορεί να δει τέσσερα, πριν να αρχίσει να δυσφορεί. Ένας που είναι στα όρια της απόγνωσης από την καραντίνα θα δει πέντε και μετά θα αρχίσει να αναρωτιέται «Θεέ μου τι διάβολο κάνω» και θα ψάχνει τα τηλέφωνα της ψυχολογικής υποστήριξης της Πολιτικής Προστασίας.

Οι ξαναμμένοι και οι λειτουργίες

Για όποιον δεν το έχει δει να πω περί τίνος πρόκειται. Είναι ένα reality του Netflix μπροστά στο οποίο το Big Brother είναι κάτι σαν ταινία του Μπέργκμαν. Η ιδέα είναι σχετικά απλή. Βάζουμε σε ένα παραδεισένιο ξενοδοχείο πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια, όλα όμορφα και ξαναμμένα. Πρέπει να κυκλοφορούν για μήνες με τα μαγιό τους και να διατηρηθούν κουκλάκια. Και πρέπει και να ερωτευτούν, αλλά δεν πρέπει να κάνουν σεξ! Όλα τα παρατηρεί ένα περίεργο μηχάνημα που καταγράφει τα πάντα και επιβάλει ποινές. Φιλιέσαι; Χάνεις από τα 100 χιλιάρικα του τελικού ποσού επιβράβευσης 3. Ετσι οι παίκτες δεν πρέπει να είναι μόνο εγκρατείς, αλλά και να προσέχουν τους άλλους. Κάθε κίνησή τους σχολιάζεται από μια φωνή off που λέει τρομερές εξυπνάδες κι ο τηλεθεατής βλέπει τι συμβαίνει όχι μόνο τις μέρες, αλλά και τις νύχτες. Θα μπορούσε να έχει πλάκα, αν δεν ήταν τελείως φτιαχτό κι αυτό το καταλαβαίνεις αν δεις έστω δυο επεισόδια.

Οι παίκτες είτε είναι όλοι ηθοποιοί β’ διαλογής, είτε είναι όλοι δασκαλεμένοι. Συμπεριφέρονται σε χρόνο ρεκόρ σαν να γνωρίζονται χρόνια, μιλάνε μόνο για το σεξ που δεν κάνουν, δημιουργούν ανόητες ίντριγκες ενώ γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται, οι δεσποινίδες επιδεικνύουν τα κάλλη τους για τη χαρά του «ματάκια»: μιλάμε για μπούρδα διαστρική. Κι όμως αυτή η μπούρδα ήταν το πρόγραμμα που είδαν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στο Νetflix οι Ελληνες τις μέρες του Πάσχα! Στην ανοιχτή τηλεόραση έβλεπαν τα πάθη του Ιησού και παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και στη συνδρομητική ξέδιναν βλέποντας αυτή τη γελοιότητα.

Η αγάπη για την ανυπακοή  

Η καραντίνα, που σαν θητεία χωρίς τέλος συνεχίζεται, στάθηκε αιτία και για πολλές και ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και για λογιών λογιών προβληματισμούς. Ομολογώ ότι στην αρχή της περιπέτειας αυτής δεν ήμουν μεταξύ εκείνων που ένοιωθαν αισιόδοξοι ότι ο κόσμος θα πειθαρχήσει. Είμαστε μια χώρα που διασκεδάζει εύκολα με τις συμφορές και θεωρεί ιστορικά την ανυπακοή στις κυβερνητικές νόρμες ένα είδος ιστορικού δικαιώματος – για κάποιους είναι και κανόνας ζωής. Το ζήσαμε τον καιρό των μνημονίων, όπου επιδεικνύοντας ανυπακοή αρκετοί έχτισαν και πολιτικές καριέρες. Εξαιτίας της ανάγκης τους να πιστέψουν σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες χάσαμε ως χώρα χρόνο και χρήματα. Στο τέλος εφάρμοσαν τα μνημόνια κατά γράμμα όσοι θα τα καταργούσαν με ένα νόμο και ένα άρθρο: απλά εμείς πληρώσαμε (και ακριβά…) τον λογαριασμό της προσγείωσης στην πραγματικότητα όσων αριστεροδέξιων αερολογούσαν για χρόνια. Πίστευα ότι τώρα το πράγμα θα ήταν πιο δύσκολο γιατί η αερολογία και η μπουρδολογία δεν έχουν πολιτικό πρόσημο.  

Αλλά δεν το έκαναν

Στις πρώτες μέρες των μέτρων ήταν εύκολο να διακρίνεις τον πειρασμό διάφορων να βγουν μπροστά και να μιλήσουν στο όνομα του παππού και της γιαγιάς «που θέλουν να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν», ενώ είχαν αρχίσει να ξεμυτίζουν οι  επαγγελματίες δικαιωματιστές, που θα ‘θελαν πορείες στην Αθήνα κατά του ανάλγητου Κράτους, που «δεν έχει κανένα δικαίωμα να κλείσει επιχειρήσεις και να μαντρώσει ανθρώπους». Φοβόμουν ότι όλοι αυτοί, και χάρη στα Social Media, θα μπορούσαν πάλι να δημιουργήσουν υπογείως ρεύματα, που θα βασιζόντουσαν στο φλερτ με την ανυπακοή. 

Ευτυχώς ο ιός δεν χτυπά θανάσιμα τους νέους ανθρώπους. Αλλά ομολογώ πως φοβόμουν πως αυτό του το χαρακτηριστικό θα βοηθούσε διάφορους  να αρχίσουν να ενθαρρύνουν τα παιδιά να βγουν έξω, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να δείξουν ότι δεν μασάνε κτλ. Τις πρώτες μέρες όλα αυτά ψιθυρίζονταν, αλλά οι ψίθυροι έσβησαν γιατί κανείς δεν ήθελε να τους ακούει. Ο παρεμβατικός και ήπιος λόγος των ειδικών που ανέλαβαν την αποστολή, σε συνδυασμό με τα φρικτά μαντάτα από την Ιταλία, την Ισπανία, την Αγγλία, τη Γαλλία κτλ, κατάφεραν να σβήσουν αυτές τις φωνές: στην ελληνική κοινωνία οι φωνές αυτές για ανυπακοή είναι σαν τον τραγούδι των Σειρήνων – ένα διαχρονικό σουξέ που σπρώχνει τη χώρα στην καταστροφή. Αλλά αυτή τη φορά αποδείχτηκε πως ο κόσμος βούλωσε τα αυτιά του. Ειδικά τις μέρες του Πάσχα η συμπεριφορά μιας τεράστιας πλειοψηφίας υπήρξε υποδειγματική. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που θα μπορούσαν απλώς χρησιμοποιώντας το Ε1 να φύγουν για τα χωριά τους και να μείνουν εκεί και για μέρες πολλές. Αλλά δεν το έκαναν.

Ούτε αυτομαστίγωμα χρειάζεται

Πέρα από την ανυπακοή ως χώρα αγαπάμε και το αυτόμαστίγωμα. Μας αρέσει π.χ να πιστεύουμε πως υπάρχουν δυο Ελλάδες: η μια η καλή, στην οποία ανήκουμε εμείς και η άλλη η κακή, στην οποία ανήκουν οι άλλοι. Αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είναι πλέον τόσο πολιτικοί (όπως στις δεκαετίες του ‘20, του ΄30 ή του ΄40) αλλά συχνά πυκνά χρησιμοποιούνται ως σχήματα εξήγησης της ελληνικής κοινωνίας από διανοούμενους, από αναλυτές και από λογιών λογιών καθηγητές. Σίγουρα έχετε ακούσει «για την Ελλάδα της προόδου και την Ελλάδα της παρακμής», «την Ελλάδα της προκοπής και την Ελλάδα της παραοικονομίας», «την Ελλάδα του Πολιτισμού και την Ελλάδα της σαχλαμάρας» κτλ. Αν δούμε όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα αυτές τις τελευταίες σαράντα μέρες κι αν τα αναλύσουμε σαν η χώρα μας να ήταν μέρος ενός παράξενου γιγάντιου κοινωνικού πειράματος, θα καταλάβουμε κάτι απλό: ότι όλα αυτά τα διχαστικά σχήματα είναι απλοποιήσεις που κάποιοι σκέφτονται κυρίως για να κουνήσουν το δάχτυλο σε όσους μαζί τους διαφωνούν. Η ιστορία της αντιμετώπισης του κορονοϊού αποδεικνύει ότι μπροστά σε κάτι αληθινά επικίνδυνο, αλλά και αόρατο, η αντίδραση υπήρξε κοινή και ώριμη: μια αντίδραση εξαιρετική από αυτές που είδαμε σε ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες. Σε πείσμα των καταστροφολόγων δεν μετρήσαμε χιλιάδες νεκρούς, το ΕΣΥ άντεξε, ο κόσμος πειθάρχησε σε μέτρα πρωτοφανή. Και το έκανε με κόστος: έχασε χρήματα, δουλειές, συνήθειες. Δοκιμάστηκε.   

Ενας ένας και όλοι μαζί

Η μέθοδος του καθενός υπήρξε διαφορετική, αλλά στην καραντίνα μπήκαμε όλοι: άλλος είδε τους ξαναμμένους στο Netflix, άλλος ένοιωσε το θρησκευτικό του συναίσθημα να ξυπνά και παρακολούθησε για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του λειτουργίες στην τηλεόραση, άλλος ανακάλυψε ότι είναι ωραίο το περπάτημα, άλλος βρήκε καινούργια χόμπι, άλλος έμεινε πολύ με την οικογένεια κι άλλος απομονώθηκε γιατί το χε ανάγκη. Δεν μπορούμε να έχουμε κοινές συμπεριφορές και πάλι καλά: αυτό από μόνο του δείχνει ότι δεν είμαστε άβουλα κατευθυνόμενα στρατιωτάκια, αλλά άνθρωποι με ελεύθερη βούληση, διαφορετικά γούστα και ξεχωριστά μυαλά. Αλλά μπροστά στην απειλή σταθήκαμε συντεταγμένοι. Ενας ένας ίσως. Αλλά εν τέλει όλοι μαζί.

Κάπως έτσι θα επιστρέψουμε και στην ομαλότητα: αργά αλλά σταθερά. Η επιστροφή θα είναι πιο δύσκολη από την καραντίνα. Ομως αν πάλι έχουμε τη σύνεση να αφήσουμε στην άκρη τις ακρότητες διακρίνοντας το μεγάλο σκοπό, θα τα καταφέρουμε. Αυτό κατάλαβα αυτό το παράξενο αξέχαστο Πάσχα…