Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας μας...

Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας μας...


Υπάρχει μια διάσταση της θλιβερής ιστορίας του Δημήτρη Λιγνάδη που με προβληματίζει και δεν βλέπω κανένα να την έχει αναδείξει – όποιος το έκανε θα με βοηθούσε να καταλάβω καλύτερα τον κόσμο μας. Μέρες τώρα προσπαθώ να βρω μια απάντηση στην ερώτηση πως είναι δυνατόν να είσαι κάποιος που να έχεις τόσους σκελετούς στη ντουλάπα σου και παρόλα αυτά να δέχεσαι να αναλάβεις μια δημόσια και προβεβλημένη θέση, όπως αυτή του Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Τι άραγε πιστεύεις; Ότι είσαι άτρωτος; ‘Οτι κανείς δεν θα τολμήσει να σε πιάσει στο στόμα του; Ότι έχεις εξασφαλίσει τη σιωπή όλων; Και κυρίως πως γίνεται να τα πιστεύεις αυτά στην εποχή των social media, που είναι σκληρά αλλά και ανεξέλεγκτα;

Ούτε χαζός, ούτε άρρωστος

Μπορούμε να πούμε πολλά για τον Λιγνάδη. Μπορούμε να τον καταδικάσουμε χωρίς δίκη ή να σεβαστούμε το τεκμήριο της αθωότητας του. Μπορούμε να πούμε όπως η κ. Λίνα Μενδώνη ότι είναι επικίνδυνος (κι ας μην έχει καταδικαστεί) ή να γελάσουμε με όσους λένε ότι όλα τα ήξεραν, αλλά δεν μιλούσαν ή με τους άλλους που έπεσαν ξαφνικά από τα σύννεφα. Αλλά είτε κανείς τον θεωρεί ψώνιο ή υπερτιμημένο ή κυκλωματικό ή οτιδήποτε ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο άνθρωπος δεν είναι χαζός. Δεν είναι ούτε καν άρρωστος με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη λέξη, όταν θέλουμε να παρουσιάσουμε κάποιον ως θύμα.

Ο Λιγνάδης είναι αρκετά έξυπνος για να ξέρει πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σώσει από την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό, αν κάποιοι άνοιγαν τα στόματα τους. Η διαπόμπευση και ο εξευτελισμός προηγούνται της όποιας δικαστικής καταδίκης ή της όποιας αθώωσης και δύσκολα σβήνουν: αν υποθέσουμε ότι μια μέρα θα αθωωθεί (αν λέμε…) στην καλύτερη των περιπτώσεων έχει εξασφαλίσει τον τίτλο του αιώνιου ύποπτου – για καριέρες και μεγαλεία ούτε λόγος. Πως λοιπόν κάποιος έξυπνος αναμφίβολα άνθρωπος τολμά να μην υπολογίζει την πιθανότητα, όντας στο κέντρο της προσοχής ως βασιλιάς, κάποιος να βρεθεί να φωνάξει κάτι για τη γύμνια του;

https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/inline-images/koniordou-lignadis.jpg

Η δύναμη της ασυλίας

Τι κάνει ένα άνθρωπο να νιώθει αυτού του είδους την αλαζονική ασυλία; Δεν θέλω να ακούω σαχλαμάρες περί δήθεν πολιτικής κάλυψης κτλ κτλ. Ο Λιγνάδης, κι ο κάθε νοήμων άνθρωπος στη θέση του, γνωρίζει πολύ καλά πως οποιαδήποτε κυβέρνηση που του πρότεινε μια θέση θα τον άδειαζε, αν έβγαιναν στο φως ιστορίες ντροπής, πόσο μάλλον όταν αυτές δεν συνδέονται και με την θητεία του. Ο Λιγνάδης ήξερε καλά ότι όποιος τη θέση του την έδωσε θα τον αδειάσει άγαρμπα, γιατί πάντα έτσι συμβαίνει: όποιος γίνεται «τοξικός» εγκαταλείπεται ό,τι κι αν έχει κάνει κι όποιον κι αν έχει βοηθήσει – είναι κανόνας. Ο Λιγνάδης, που κατά πως φαίνεται ήδη μια δυο φορές τη διαπόμπευση την είχε γλυτώσει, ήξερε πως αν γλύτωσε γλύτωσε γιατί δεν είχε τα φώτα της κρατικής προβολής πάνω του. Αλλά γιατί τα έψαξε;

Μπορεί να τον έσπρωξε να αποδεχτεί τη θέση το ίδιο το πάθος του; Μπορεί η εξουσιαστική θέση του διευθυντή να ήταν ένα είδος αφροδισιακού βίτσιου; Μπορεί να πίστευε ότι ως διευθυντής του Εθνικού θα ικανοποιούσε πιο πολύ το εγώ του και θα γινόταν πιο επιθυμητός; Λυπάμαι αλλά, εκ των πραγμάτων, κι αυτά δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Διότι αν είναι αλήθεια όσα κυκλοφορούν, (αν λέω σεβόμενος τη δικαιοσύνη και τις κρίσεις της…), ο Λιγνάδης δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα να ικανοποιεί τα γούστα του: ίσα ίσα. Για χρόνια πορευόταν αναμεσά μας ως μεγάλος καλλιτέχνης. Οι πολιτικοί έτρεχαν να βγάλουν φωτογραφίες μαζί του. Ο Βούτσης τον καλούσε να μιλήσει για τον Νέλσον Μαντέλα. Ο Γεωργούλης τον καλούσε στην Ευρωβουλή μαζί με μια σειρά από συντρόφους, που πήγαιναν να ενημερωθούν για το πώς θα γκρεμίσουν το σύστημα. Η Κονιόρδου, πρώην Υπουργός Πολιτισμού, ήταν πρωταγωνίστρια του. Η Νέα Δημοκρατία τον έκανε διευθυντή του Εθνικού κι ο πρωθυπουργός έτρεχε να δει τις πρόβες του καλοκαιριάτικα. Η Ακρίτα αποθέωνε την επιλογή του. Ο Μπαμπινιώτης του έδινε δουλειές στο Αρσάκειο από το οποίο έφυγε για το Κολέγιο Αθηνών! Ως σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του χρόνια τώρα τα πιο μεγάλα θέατρα, την Επίδαυρο, το Ηρώδειο, τα κονδύλια του Φεστιβάλ Αθηνών. Κανείς δεν είχε πρόβλημα μαζί του και η πιο μεγάλη απόδειξη της άνεσής του είναι ότι ακόμα κι όσοι τώρα λένε ότι κάτι είχαν ακούσει (και δεν ήταν στο παρεάκι του) τον έψαχναν να τους δώσει καλοπληρωμένες δουλειές.

Τίποτα παραπάνω

Σας φαίνεται ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, που κατά πως φαίνεται είχε παντού φίλους, να χρειάζεται τη θέση του διευθυντή του Εθνικού για να χαρεί τα βίτσια του ή για να απολαύσει τα πλεονεκτήματα ενός εξουσιαστικού ρόλου; Σοβαροί να είμαστε! Τι παραπάνω θα του ΄δινε ο τίτλος του διευθυντή όταν είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του; Και ίσως η απάντηση στην απορία μου να είναι αυτή ακριβώς: όταν έχεις τον κόσμο στα πόδια σου ζεις τελικά σε μια δική σου πραγματικότητα που σε κάνει να πιστεύεις πως ο κόσμος αυτός υπάρχει για να σε υπηρετεί, να σε χειροκροτάει και να σε καλύπτει. Και κάπου εκεί, ζαλισμένος από την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας, (για να θυμηθώ τον τίτλο μιας μέτριας ταινίας που θυμίζει την ιστορία που ζούμε…), χάνεις κομμάτι την επαφή με την πραγματικότητα. Γιατί νομίζεις πως πετάς και νομίζεις πως πετώντας θα απομακρυνθείς κι από τις βρωμιές σου.

https://thecaller.gr/wp-content/uploads/2021/02/210220110523_akrita_lignadis1.jpg

Κανείς δεν μιλάει για το Λιγνάδη

Ούτε και τώρα δεν μιλάμε για το Λιγνάδη ή για την ακρίβεια για το «φαινόμενο Λιγνάδη», ως σύμπτωμα παθογένειας μιας κοινωνίας που φοβάται να κοιτάξει το είδωλό της. Μιλάμε στην πραγματικότητα για την κυβέρνηση, για την Μενδώνη που θα πρεπε να παραιτηθεί, για το αν έγιναν επικοινωνιακές γκάφες, για το αν ο κόσμος του Θεάτρου είναι βρώμικος, για το τι θα κάνει ο Αλέξης Κούγιας που τον ανέλαβε. Αν η κυβέρνηση μιλούσε για το Λιγνάδη θα προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα μηχανισμό που να μην επιτρέπει να συμβεί ένα ανάλογο ρεζιλίκι για το Κράτος μας και τη λειτουργία του. Αν η αντιπολίτευση μιλούσε για το Λιγνάδη ο Τσίπρας θα φώναζε αύριο την Κονιόρδου, τον Γεωργούλη, τον Σκουρολιάκο για να τους ρωτήσει γιατί αν ήξεραν περί τίνος πρόκειται δεν τον ενημέρωσαν να ξεμπροστιάσει την κυβέρνηση, όταν έγινε η πρόσληψή του. Αν αυτά δεν γίνονται, είναι γιατί στην πραγματικότητα μας αρέσει να είμαστε περικυκλωμένοι από Λιγνάδηδες, δηλαδή από άνετους αριβίστες που πιστεύουν πως τίποτα δεν τους αγγίζει, γιατί έχουν κερδίσει την σιωπή και το χειροκρότημα όλων όσων τρέχουμε να φωτογραφιζόμαστε μαζί τους, τονώνοντας το αρρωστημένο εγώ τους, αλλά και μπολιάζοντας κομμάτι τη δική μας ματαιοδοξία.

Όταν δεν έχουν πέραση

Ας μην είμαστε τουλάχιστον υποκριτές: είναι η δική μας ανάγκη να δείξουμε ότι καταλαβαίνουμε τη μεγάλη Τέχνη (ή τη σοβαρή επιχειρηματικότητα, ή την αθλητική ευφυία ή την πολιτική στιβαρότητα κτλ) αυτό που μπορεί να οδηγήσει ένα μεγάλο νάρκισσο στο να πιστέψει πως ό,τι κι αν συμβεί θα την γλυτώσει. Η άτυπη σύμβαση που έχουμε μαζί του είναι η σύμβαση μιας αμοιβαίας ματαιοδοξίας: της δικής του και της δικής μας. Αυτός μπορεί να πορεύεται το δρόμο της διαστροφής και εμείς να τον χειροκροτάμε δίπλα του. Σιωπώντας και καμαρώνοντας όπως στις φωτογραφίες. Ποιον άραγε ένοιαξαν τα παιδάκια που εκπορνεύονται στο Πεδίο του Αρεως ή στο Μεταξουργείο; Μόνο όποιον θα θελε να φύγουν από κει γιατί του χαλάνε τη μόστρα ή όποιον ουρλιάζει πως πρέπει να γυρίσουν στις χώρες τους. Αυτές είναι το πρόβλημα κι όχι όποιοι τα ψωνίζουν. Οποιος τα ψωνίζει γίνεται πρόβλημα όταν οι φωτογραφίες μαζί του δεν έχουν πέραση.

Ο Ταρκόφσκι έλεγε πως ο καλλιτέχνης είναι απόδειξη πως ο άνθρωπος όντως έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Ωραία διαπίστωση – την έχω σκεφτεί πολλές φορές μπροστά σε έργα Τέχνης. Αλλά όπου υπάρχει ο Θεός κάπου μάλλον κρύβεται κι ο διάβολος και η γοητεία του…