Ακούστηκαν και κυρίως γράφτηκαν πολλά για την Μαρινέλλα μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε στο Ηρώδειο. Παραβλέπω τα καλά, που ήταν και τα περισσότερο, και θέλω να πω κάτι για τα άσχημα – που ήταν λίγα αλλά φαρμακερά. Μου άρεσε η ανάρτηση της Κατερίνας Στεφανίδη που τόνισε με τον τρόπο της ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας κόσμος που δεν κατανοεί τη θέληση των ηλικιωμένων για ζωή – έγραψε ότι «διαβάζεις σχόλια για την Μαρινέλλα και συνειδητοποιείς ότι η μισή χώρα πιστεύει ότι μετά τα 50-60 πρέπει να φοβάσαι να ζήσεις και να κάθεσαι σπίτι σου κατάκοιτος περιμένοντας να πεθάνεις». Εχει δίκιο η Στεφανίδη: η αντίληψη αυτή υπάρχει. Αλλά υπάρχουν πολλοί που προβάλλοντας ένα αντίλογο ισχυρίζονται πως η δική τους τοποθέτηση δεν είναι τόσο ακραία κι ότι απλά αναρωτιούνται γιατί κάποιος τραγουδιστής να μην λέει αντίο και συνεχίζει να καταπονείται ενώ θα πρεπε να ενδιαφέρεται πως θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του όσο καλύτερα γίνεται. Για αυτούς του ανθρώπους που προσωπικά θεωρώ καλόβουλους θέλω να παραθέσω ένα κομμάτι που είχα γράψει τον περασμένο Μάιο. Για να τους βοηθήσω να καταλάβουν λίγο περισσότερο τους καλλιτέχνες – κι όχι για να τους αλλάξω γνώμη. Μάλιστα το κομμάτι είχε γραφτεί όχι για κάποιο Ελληνα τραγουδιστή, αλλά για τους Rolling Stones – το επισημαίνω ως απόδειξη πως οι καλλιτέχνες είναι παντού ίδιοι.
Εγραφα λοιπόν
«Η είδηση έγινε γνωστή στις 22 του περασμένου Νοέμβρη. Στις αρχές Μάϊου επιβεβαιώθηκε και έγιναν γνωστές και όλες οι λεπτομέρειες. Το συγκρότημα των Rolling Stones με παρόντες τους Μικ Τζάγκερ, Κιθ Ρίτσαρντς και Ρον Γουντ θα εμφανιστεί σε 16 πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται το Λας Βέγκας, το Σικάγο, το Κλίβελαντ, το Λος Άντζελες όπως αναφέρει η ανακοίνωση. Ο Τζάγκερ είναι έτοιμος να κλείσει τα 81 του χρόνια. Ο Ρίτσαρντς τα έχει ήδη κλείσει. Μπροστά τους ο Ρον Γουντ, μέλος της μπάντας από το 1975, είναι νεούδι: είναι μόλις 75 χρονών.
Παλιότερα κάτι τέτοιες ειδήσεις ομολογώ ότι τις χλεύαζα. Κατανοούσα την ανάγκη ενός καλλιτέχνη που είναι μεγάλος σε ηλικία να εμφανιστεί μια στο τόσο μπροστά στο κοινό του, αλλά αυτές οι περιοδείες μου έμοιαζαν ένα είδος αρπαχτής πολυτελείας. Έλεγα πως όποιος τις κάνει, πουλάει φτηνά τον μύθο του – για την ακρίβεια τον ξεπουλάει. Αναρωτιόμουν ποιο μπορεί να είναι το κέρδος του: θέλω να πω πως αν κάποιος που έχει γνωρίσει μια τεράστια επιτυχία, δεν έχει λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, τραγουδώντας στα 70 του και στα 80 του χρόνια, δεν θα τα λύσει σίγουρα. Μου προκαλούσε επίσης μεγάλη δυσφορία η επιμονή όλων όσων δεν μας έλεγαν ένα αντίο εγκαίρως – για τον καλλιτέχνη πίστευα πως ισχύει το «όποιος ξέρει να αγαπά, ξέρει και να χωρίζει» πόσο μάλιστα όταν στον χωρισμό του με το κοινό δεν υπάρχει τίποτα το δραματικό. Ομολογώ πως τέτοιου είδους ειδήσεις για επιστροφές μεγάλων ονομάτων, που είναι πλέον μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι, μείωναν τον θαυμασμό μου για όποιον τις αποφάσιζε.
Δεν ήταν «άποψη» αυθαίρετη, που δεν στηριζόταν κάπου αυτή η στάση μου. Κάποιες τέτοιες επιστροφές (σε συναυλιακούς χώρους, θέατρα, ακόμα και σε εγχώριες μεγάλες πίστες) τις είχα δει: το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ο κόσμος συζητούσε πάντα πως και πόσο μεγάλωσε αυτός που εμφανιζόταν. Δεν υπήρχε ωστόσο ένα υπόκωφο βουητό κακοπροαίρετων σχολίων σε αυτές τις βραδιές – ίσα ίσα που το κοινό αντιμετώπιζε τον καλλιτέχνη με συμπάθεια. Αυτό συνέβαινε και γιατί οι παρόντες στις βραδιές αυτές ήταν συχνά άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει κι αυτοί. Ολο αυτό μου θύμιζε κομμάτι, κάτι συνάξεις παλιών συμμαθητών. Ισως τότε το πρόβλημά μου ήταν κυρίως το κοινό των παρευρισκόμενων σε αυτά τα event: κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι παρακολουθούν κάποιους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους και όλοι μαζί νοσταλγούν τα νιάτα τους. Πίστευα πως σε αυτές τις συναθροίσεις δεν είχα θέση. Όταν με ρωτούσαν «κι εσύ εδώ;» δεν ήξερα τι να απαντήσω. Αλλά μετά μεγάλωσα. Κι άρχισα να νοσταλγώ κι εγώ. Και κυρίως να καταλαβαίνω.
Η σχέση του αληθινού καλλιτέχνη με το κοινό του είναι από τις περίπλοκες που υπάρχουν στη ζωή αυτή. Δυναμώνει και φθίνει σαν τον έρωτα. Δεν στηρίζεται σε κάποιο αμοιβαίο θαυμασμό: εσύ μπορεί να θαυμάζεις τον Μικ Τζάγκερ, αυτός σίγουρα σε αγνοεί. Η σχέση περνά από θύελλες όταν αισθάνεσαι πως ο καλλιτέχνης σε προδίδει, και αυτή την προδοσία τη νιώθεις γιατί απλά το κάποτε είδωλό σου έχει σταματήσει να γράφει τα σουξέ που κάποτε αγαπούσες ή να λέει στα live του τα τραγούδια που σου αρέσουν, ή απλά γιατί δεν συμφωνείς με τις δηλώσεις του και τις επιλογές του στη ζωή. Μόνο που όλο αυτό το πράγμα είναι μονομερές: εννοώ ότι έχει να κάνει με το πώς βλέπεις εσύ τον καλλιτέχνη – το πώς θα ήθελε αυτός να είναι η σχέση σας δεν σε απασχολεί. Δεν σε απασχολεί επίσης το πώς αυτός αισθάνεται στη σκηνή, το αν διασκεδάζει, το αν κουράζεται, το αν θα ήθελε κάτι άλλο. Θεωρείς, αν ποτέ έχει προβληματιστείς για αυτά, πως όλα αυτά δεν σε αφορούν και θες αυτός να σε διασκεδάζει. Αλλά αν αυτά ειδικά δεν σε αφορούν, τι διάβολο σχέση έχετε;
Στην πραγματικότητα η όποια σχέση σου με τους καλλιτέχνες έχει να κάνει με ένα φαντασιακό δημιούργημα, δηλαδή με το μυαλό σου. Στο μυαλό σου ο καλλιτέχνης είναι τυπάρας, διανοούμενος ή διασκεδαστής σου, είναι υποχρεωμένος να σε σκέφτεται και να εκφράζει από σκηνής τους δικούς σου πόθους, είναι ακόμα και ένας παράξενος γιατρός που πρέπει να σε κάνει καλά: να σου τονώσει το ηθικό ή να σε παρηγορήσει. Όλα αυτά σπανίως ισχύουν: αυτό που ισχύει είναι ότι ο καλλιτέχνης θέλει την αποδοχή σου και κυρίως την αγάπη σου. Κι αν μάλιστα είναι αληθινά μεγάλος όλα αυτά τα θέλει σε κάθε περίοδο, σε κάθε εποχή, σε κάθε περίπτωση. Κι αν σε δοκιμάζει καμιά φορά, το κάνει για να σε αναγκάσει να τον αγαπάς πιο πολύ. Η απλά για να δει ποιοι και πόσοι τον αγαπούν πραγματικά σε μια στιγμή που στο μυαλό του είναι πάντα μια τελευταία έξοδος. Πριν την επόμενη.
Πότε μπορεί ο τραγουδιστής ή ο τραγουδοποιός ή ο συνθέτης που κάνει εμφανίσεις να την νιώσει αυτή την αληθινή αποδοχή; Παραδόξως όχι όταν το σουξέ του είναι τεράστιο, αλλά όταν μεγαλώσει, όταν δηλαδή από την εποχή του σουξέ του απομακρυνθεί κομμάτι. Όταν είναι νέος, ωραίος, δημιουργικός, εμπνευσμένος τον αγαπούν πολύ: όμως οι πιο πολλοί αγαπούν κατά βάση την ικανότητα του να συγκεντρώνει κόσμο που περνά καλά με τα σουξέ του. Στην μεταξύ σας σχέση υπάρχει και λίγη άγια ματαιοδοξία: πιστεύεις πως εσύ και η αφοσίωσή σου είσαι ο λόγος της επιτυχίας του. Όταν όμως τα χρόνια περνάνε κι ο καλλιτέχνης μεγαλώσει τα σουξέ σταματάνε και το κοινό μικραίνει. Και τότε, σας το λέω γιατί το ξέρω, ο καλλιτέχνης αρχίζει από τη μια να αγχώνεται αλλά κι από την άλλη, όποτε εμφανίζεται επί σκηνής, πραγματικά να το διασκεδάζει το πράγμα! Γιατί; Γιατί είναι η στιγμή που μετράει τους αληθινούς φίλους του και σε αυτούς και μόνο απευθύνεται. Αν μάλιστα βρει και νέους, αν δηλαδή διακρίνει στις ζωντανές εμφανίσεις του την παρουσία κάποιων που τον ανακάλυψαν τώρα, τότε πιστεύω πως νιώθει πως αναζωογονείται. Καταλαβαίνει πως όλα τα προηγούμενα του, αυτό που αποκαλούμε «καριέρα», είναι ένα είδος διαβατηρίου προς την αθανασία καθώς αισθάνεται πως η όποια Τέχνη του συνεχίζει να λειτουργεί και η όποια επιτυχία του δεν βασίζεται σε κάτι εφήμερο, αλλά σε κάτι που αντέχει στο χρόνο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να συνειδητοποιεί στις εμφανίσεις του ότι το κοινό του δεν είναι το απολύτως προβλεπόμενο: κι αν στην πορεία κάποιοι χάθηκαν, αρκεί που κάποιοι νεότεροι προστέθηκαν. Κι αν αυτοί που προστέθηκαν είναι λιγότεροι από όσους χάθηκαν κανένα πρόβλημα: ο καλλιτέχνης δεν είναι θρησκευτικός ηγέτης, ούτε influencer για να μετράει ακόλουθους, θέλει απλά να μοιράζεται την Τέχνη του. Θέλει να νιώθει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν περιμένουμε να τον δούμε. Κι αυτή η αναμονή μας είναι η χαρά του. Για αυτό οι τραγουδιστές τραγουδάνε όσο μπορούν: η παράταση της σχέσης τους μαζί μας είναι για τους περισσότερους η ευτυχία τους. Το ζεστό χειροκρότημα που παίρνουν αφορά τους ίδιους, όχι το σουξέ τους – τα σουξέ τα τραγουδάνε άλλοι νεότεροι. Τα δικά τους τραγούδια που έχουν αντέξει τα τραγουδάει ο κόσμος τους και η σχέση με αυτόν είναι μια σχέση αντοχής - τίποτα το εφήμερο.
Τα γράφω όλα αυτά και σκέφτομαι τι κρίμα που οι Rolling Stones δεν θα κάνουν παγκόσμια περιοδεία και δεν θα περάσουν από την Ελλάδα. Γονατιστός θα πήγαινα. Όχι για να τους ακούσω. Αλλά για να τους προσκυνήσω».
Αυτά τα έγραψα τον περασμένο Μάιο. Ένα μήνα πριν είχα δει την Μαρινέλλα στο ΝοX. Δεν ήμουν λόγω της δουλειάς την Τετάρτη στο Ηρώδειο. Και πολύ λυπάμαι…