Επεσε βαθιά σιωπή...

Επεσε βαθιά σιωπή...


Ο Γιάννης Πουλόπουλος που έφυγε χθες σε ηλικία 79 χρονών μας αφήνει κληρονομιά μια σειρά από μεγάλα τραγούδια που άντεξαν στο χρόνο κι ένα υπέροχο μυστήριο που έχει να κάνει με την επιτυχία του, που είναι τόσο μεγάλη που δεν είναι εύκολο να την καταλάβει κανείς. Κοιτάζοντας την ιστορία του σήμερα που ολοκληρώθηκε και διαβάζοντας το βιογραφικό του, που αναρτήθηκε χθες σχεδόν παντού και που βασίστηκε φανερά σε πληροφορίες που ο ίδιος έδωσε στις λίγες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του, καταλαβαίνεις ότι ήταν ένας ευλογημένος άνθρωπος που είχε την δυνατότητα να πει για τουλάχιστον μια δεκαετία καταπληκτικά τραγούδια γραμμένα από μερικούς από τους μεγαλύτερους Ελληνες συνθέτες. Τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα κυρίως, αλλά και μερικά του Σπανού, του Λοϊζου, του Ζαμπέτα, του Μίκη Θεοδωράκη, που του έδωσε το βάφτισμα του πυρός, νομίζεις πως τον περίμεναν. Όμως γιατί ειδικά αυτόν; Τι ήταν αυτό που τον ξεχώρισε και έκανε συνθέτες και στιχουργούς «να σκέφτονται τη φωνή του όταν έγραφαν»; Βάζω τη φράση σε εισαγωγικά γιατί είναι μια από αυτές που έχει πει ο ίδιος, αλλά λίγοι από όσους έγραψαν το βιογραφικό του την πρόσεξαν, μολονότι ίσως αυτό ήταν το μυστικό της ανεπανάληπτης επιτυχίας του.

https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/inline-images/poulopoulos.jpg

«Κι ο πόνος σου δικός μου…»

Ο Πουλόπουλος εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 60. Παίζει ποδόσφαιρο, ονειρεύεται να γίνει τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού – γενικά ονειρεύεται. Ένα από τα όνειρά του είναι να γίνει και τραγουδιστής – και παλεύει για αυτό παρόλο που τα προς το ζην τα βγάζει δουλεύοντας στις οικοδομές. Τον διάλεξαν στην Columbia μετά από μια οντισιόν στην οποία ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης και ο Καλδάρας άκουσαν πενήντα τραγουδιστές; Είπε ο Μίκης ότι θα τον κάνει τραγουδιστή; Τρόμαξε ο Μπιθικώτσης από την αλματώδη πρόοδό του και την επιτυχία του; Μικρή σημασία έχουν αυτά. Η ουσία είναι ότι ο Θεοδωράκης του εμπιστεύθηκε τρία τραγούδια από το θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλη «Η γειτονιά των Αγγέλων» και μολονότι αυτά δεν έγιναν τεράστιες επιτυχίες (το θρυλικό «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» το κανε λαϊκό σουξέ ο Μπιθικώτσης χρόνια αργότερα…) ο μικρός άνοιξε τα φτερά του. Αλλά όποιος νομίζει ότι αρκεί μια σπουδαία αρχή για να κάνει κάποιος την επιτυχία που γνώρισε ο Πουλόπουλος σφάλει.

«Πάμε ν αλλάξουμε ζωή…»

Τη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα αφήνει πίσω της οριστικά τις πληγές του πολέμου και ένας ολόκληρος κόσμος που έχει μεγαλώσει τις πόλεις της προσπαθεί να διώξει και τις τραγικές μνήμες του. Το ελαφρύ τραγούδι έχει πεθάνει μαζί με τον αδικοχαμένο Γούναρη, ο Τσιτσάνης έχει βάλει το ρεμπέτικο στα σπίτια όλης της Ελλάδας βγάζοντας το από το περιθώριο και μετατρέποντάς το σε ωραίο πανηγύρι, το ροκ δεν έχει γεννηθεί κι ο Ελληνας τραγουδά με τον Καζαντζίδη καημούς και πόνους αβάστακτους. Ο Χατζηδάκης είναι ο κοινωνός μιας νέας μουσικής που απαιτεί όμως προσοχή – ακόμα και τα τραγούδια που γράφει για τη Φίνος Φιλμ το μόνο ελαφρό που έχουν είναι η φωνή της Βουγιουκλάκη. Ο Θεοδωράκης μαθαίνει στους Ελληνες να τραγουδάνε Σεφέρη και Ρίτσο κι όλα αυτά είναι μαγικά και σπρώχνουν νέα παιδιά στην περιπέτεια της σύνθεσης, αλλά δεν ικανοποιούν απόλυτα την ανάγκη των ανθρώπων να τραγουδήσουν για πράγματα πιο καθημερινά και δικά τους. Η ζωή δεν είναι μόνο πολιτική, ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι, στον πραγματικό κόσμο δεν ζουν μόνο αετοί χωρίς φτερά και γατούλες και οι αγάπες δεν είναι όλες καψούρες του θανατά. Χρειάζεται κάποιος να τραγουδήσει για το φεγγάρι των ερωτευμένων, για καμαρούλες που είναι μια σταλιά, για την απόγνωση που σε κάνει να πεις τον νταλκά σου σε ένα άγαλμα, για την Κατερίνα και τη Μαρία. Αυτός δεν πρέπει να είναι κάποιος που θα σε τρομάξει με τη δύναμη της φωνής του, αλλά κάποιος που η φωνή του θα τα κάνει όλα τα καθημερινά λίγο πιο πολύ μαγικά – κι αυτός είναι ο Γιάννης Πουλόπουλος. Λαϊκό παιδί, αλλά όχι ρεμπέτης. Καθόλου ελαφρύς, αλλά όχι και βαρύγδουπα έντεχνος. Τραγουδιστής μιας γλυκιάς καθημερινότητας που μπορεί να είναι αγαπησιάρικη αλλά και γλυκιά συγχρόνως, όπως οι ερμηνείες του. Ικανός να σε κάνει να τραγουδήσεις Λόρκα και Νερούδα χωρίς καν να τους ξέρεις. Τι σημασία έχει άλλωστε; Αυτό που σε μαγεύει είναι ότι ακόμα και τα κλαδιά μπορεί να πεθάνουν από έρωτα.

«Μην του μιλάτε του παιδιού…»

Ο Πουλόπουλος δεν είναι ο τραγουδιστής της διπλανής πόρτας: έχει ένα τρόπο να είναι κοντά σου αλλά και μακριά σου συγχρόνως. Ενθουσιάζεται ο ίδιος με το κλίμα των μπουάτ, αλλά μπορεί να χαλάει και κόσμο με τη Μαρινέλα στη Νεράιδα. Όταν πάει στη Λύρα κατατάσσεται στο Νέο Κύμα, αλλά δεν είναι μέρος του γιατί το υπερβαίνει: δεν είναι τραγουδοποιός ή συνθέτης, (αν και έχει σκαρώσει τραγούδια) και είναι πολύ μεγάλος ήδη για να χωράει στην Απανεμιά – δεν μπορεί να τραγουδά για λίγους και δεν απαιτεί να τον ανακαλύψεις γιατί είναι ήδη γνωστός. Η Φίνος Φιλμ μεγαλώνει αλλά και εκμεταλλεύεται την δημοφιλία του: οι ταινίες της αφορούν τους απλούς ανθρώπους που νιώθουν όσα λένε τα τραγούδια του Πουλόπουλου γιατί κατανοούν και προσυπογράφουν το πολλές φορές συνθηματολογικό περιεχόμενό τους. Κυρίως λένε αλήθειες και κουβαλούν απαιτήσεις. «Μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί». «Όλα δικά σου μάτια μου». «Μην του μιλάτε του παιδιού». «Εκλαψα χθες». «Αγάπε με». Ο κόσμος δεν ακούει απλά αυτά τα τραγούδια: τρέχει πίσω τους γιατί πιστεύει ότι είναι μικρές περιλήψεις που αφορούν περιόδους της ζωής του αλλά και γιατί ο Πουλόπουλος τα ερμηνεύει με τρόπο που τα κάνουν ακόμα πιο πολύ οικεία. Ακόμα κι όταν λέει βαριά πράγματα, όπως το μαγικό «Επεφτε βαθιά σιωπή», η φωνή του αρκεί για να αγκαλιάσει τους δύσκολους στίχους ο κόσμος: τα τραγούδια του είναι οι ζωές των άλλων – ο ίδιος παραμένει μάλλον μακριά από τη δημοσιότητα παρόλο που μετά το «Δρόμο» του Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι κάτι παραπάνω από σταρ.

 https://i2.wp.com/www.peristerinews.gr/wp-content/uploads/2020/08/giannis_poulopoulos_20.jpg?fit=1200%2C916&ssl=1

Στα μάτια όσων τον αγάπησαν – και τον αγάπησαν πολλοί – ο Πουλόπουλος είναι ο πρώτος της εξαιρετικής φυλής των ερμηνευτών, αυτών που σε πείθουν ότι μπορούν να αφηγηθούν τα δικά σου αισθήματα – για αυτό οι μεγάλοι της εποχής του έχουν την φωνή του στο μυαλό τους, όταν γράφουν για αυτόν. Στο δρόμο που αυτός χάραξε θα εμφανιστούν αργότερα ο Βοσκόπουλος, ο Πάριος, ο Μητσιάς, ο Κόκοτας κι άλλοι κι άλλοι – διαφορετικοί μεν, πλην όμως ερμηνευτές, δηλαδή ικανοί να χτίσουν με τις φωνές τους την ένταση των απλών καθημερινών συναισθημάτων χωρίς να κάνουν επίδειξη. Κι επειδή τα συναισθήματα (και η ανάγκη να τα τραγουδήσεις) δεν αλλάζουν με το χρόνο, τα τραγούδια του Πουλόπουλου εξακολουθούν να έχουν δύναμη και να μεγαλώνουν γενιές. Κι όσο ένας άντρας θα χει ανάγκη να πιει το φεγγάρι για να μεθύσει, έτσι θα συμβαίνει πάντα.

«Πως να σε ξεχάσω…».

Είχα την τύχη να τον δω όλες κι όλες δυο φορές. Μια σε ένα μαγαζί κοντά στο Σύνταγμα που δεν θυμάμαι πια το όνομά του: τραγουδούσε με την Κανελίδου – αναζητούσαν και οι δυο την παλιά μυσταγωγία, αλλά ο κόσμος πήγαινε κυρίως για να τραγουδήσει. Τη δεύτερη φορά τον είδα μόνο, στο ιστορικό Τούνελ στη Συγγρού – ίσως αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση στην αθηναϊκή νύχτα: και πάλι ο κόσμος σκέπαζε τη φωνή του, βγάζοντας από μέσα του ό,τι κουβαλούσε. Και στις δυο περιπτώσεις είχα φύγει από το μαγαζί με την υποψία ότι ο κόσμος είχε τα τραγούδια του λίγο περισσότερο ανάγκη από όσο τον ίδιο – μου φάνηκε λίγο μελαγχολικό, όπως μελαγχολικό ήταν πάντα το ηχόχρωμα της φωνής του. Αλλά δεν είναι τελικά αυτό το μυστικό της επιτυχίας ενός αληθινού τραγουδιστή; Και δεν είναι αυτή η αποδοχή των τραγουδιών και η χρήση τους σαν βάλσαμο η απόδειξη μιας αληθινής καλλιτεχνικής υπέρβασης;

Χθες όταν άκουσα ότι τη νύχτα της Κυριακής έφυγε, ένοιωσα ότι έπεσε βαθιά σιωπή…