Αυτός που ήξερε όσα η καταιγίδα...

Αυτός που ήξερε όσα η καταιγίδα...


O Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας στιχουργός ποιητής. Ο στιχουργός παίζει με τις ρίμες, βρίσκει ρυθμούς, τοποθετεί τις λέξεις ακολουθώντας ή προλαβαίνοντας τη μουσική που θα τις δέσει και θα τους δώσει ζωή και αιωνιότητα. Ο ποιητής παίζει με τα νοήματα, χρησιμοποιεί τις λέξεις για να τα φωτίσει, τα κάνει οικεία ακόμα κι αν μοιάζουν γιγάντια και δύσκολα. Ο Μάνος Ελευθερίου έκανε και τα δυο συγχρόνως κι αυτή η δισυπόστατη ικανότητα του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κανείς δεν τον αποκαλούσε μόνο με το μικρό του όνομα, όπως τους λαϊκούς δημιουργούς ή μόνο με το επίθετό του, όπως τους σεβάσμιους διανοούμενους. Λέμε ο Λευτέρης, εννοώντας τον Παπαδόπουλο ή ο Γκάτσος και ποτέ ο Νίκος. Στην περίπτωση τη δική του λέγαμε πάντα ο Μάνος Ελευθερίου, ακόμα κι αν τον ακούγαμε για χρόνια στο ραδιόφωνο κι είχαμε εξοικειωθεί με τη φωνή και τις παρατηρήσεις του.

Η Σύρα μέσα του

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και μολονότι έφυγε γρήγορα από εκεί το νησί του το κουβαλούσε στην καρδιά του πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο κι αυτό το καταλαβαίνεις. Η Σύρα εμφανίζεται στις σκέψεις και στους στίχους του, σε αυτή πάντα επιστρέφει για να δωρίσει τις συλλογές του και δεν είναι καθόλου παράξενο ότι μια από τις τελευταίες του εξαιρετικές δουλειές είναι η αναζήτηση της προσφοράς του μεγάλου Συριανού Μάρκου Βαμβακάρη. Ο ποιητής έχει ανάγκη να κουβαλάει μαζί του τον τόπο του, γιατί από αυτόν προσδιορίζεται: είναι το φίλτρο της ματιάς του που του επιτρέπει να δει τον κόσμο ή όπως σωστότερα θα λεγε ο ίδιος να κάνει σε αυτόν τον σεργιάνι του. Ο Μάνος Ελευθερίου έχει πάντα τον αέρα του νησιώτη που παρατηρεί μέσω των στίχων του την Αθήνα, κινούμενος εντός της αλλά παραμένοντας συγχρόνως αποστασιοποιημένος. Και είναι αυτή η ικανότητα του να βλέπει τους ανθρώπους καθαρά, που του δίνει τη δυνατότητα να γράψει μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια, βάζοντας μας συγχρόνως στην ανάγκη να τα τραγουδήσουμε, όχι για την απλότητα τους, αλλά για την αλήθεια τους.

Αυτοί συνεργάστηκαν μαζί του

Διαβάζω στο βιογραφικό του ότι ο Μάνος Ελευθερίου έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους μεγαλύτερους Ελληνες συνθέτες: σχεδόν με όλους. Είναι σωστό και είναι και συγχρόνως λάθος: στην πραγματικότητα είναι οι συνθέτες που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του. Στις πιο πολλές από τις φωτεινές στιγμές του Μάνου Ελευθερίου ο στίχος είναι σημαντικότερος από τη μελωδία: για την ακρίβεια μοιάζει να είναι αυτός που την παίρνει από το χέρι και την τραβά σε μια ουράνια αιωνιότητα. Ακόμα κι όταν έχει μπροστά του τον κολοσσό Μίκη Θεοδωράκη, ο Μάνος Ελευθερίου παρατηρεί και αναρωτιέται παραμένοντας πιστός στη μοναξιά του, μολονότι γνωρίζει πως απέναντί του υπάρχει ο άνθρωπος που  αναζητά πάντα στίχους για το μεγάλο έπος: χωρίς τον Μάνο Ελευθερίου δεν θα υπήρχε ποτέ το «Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά», ή το τραγούδι για ένα παλληκάρι που έχει καημό. Η σφραγίδα του Μάνου Ελευθερίου μπαίνει παντού και η ικανότητα των συνθετών που μαζί του συνεργάστηκαν ήταν απλά να αναδείξουν την γοητεία των λέξεων και των νοημάτων. Χάρη στον Μάνο Ελευθερίου ο Φεβρουάριος γίνεται Αγιος, τα λόγια είναι παραπονεμένα, ο παράδεισος αποκτά μπουζούκια, το φεγγάρι αποκτά μάτια. Όταν συνεργάζεται με τον Λουκιανό Κηλαϊδόνη τον υποχρεώνει να γράψει για το Μη χτυπάς σε ένα σπίτι κλειστό, μια μουσική σχεδόν δωρική, που ο καουμπόι μας δεν έγραψε ποτέ ξανά. Ακόμα κι όταν η διάθεσή του Μάνου Ελευθερίου, είναι παιγνιδιάρικη, όπως συμβαίνει συχνά με κάθε στιχουργό, αυτό που προκύπτει είναι πάντα γεμάτο από εικόνες: το άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη θα μπορούσε να είναι ένα δημοτικό τραγούδι από αυτά που περικλείουν όλη την Ελλάδα μέσα του κι ο ναύτης που βγήκε για περιπολία θα μπορούσε να έχει γραφτεί οποιαδήποτε στιγμή από το 1930 μέχρι και σήμερα. Από την άλλη, όταν ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου παρατηρεί προκύπτουν νοήματα που προκαλούν αναστεναγμούς: «Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα, εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά» - αδύνατο όχι να το κάνεις τραγούδι, αλλά και να το σκεφτείς.

Καλύτερα να σε έλεγαν Μαρία

Ο Μάνος Ελευθερίου ανήκει στην κατηγορία των «στιχουργών – ποιητών» που σε υποχρέωναν να τους ανακαλύψεις. Ακουγες τα δύσκολα Μαλαματένια λόγια κι αμέσως αναρωτιόσουν ποιος είναι αυτός που το έγραψε. Μπορεί από όλο το τραγούδι να μουρμούριζες μόνο το στίχο που λέει «καλύτερα να σε έλεγαν Μαρία και να σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά», όμως ήταν αδύνατο να μην ψάξεις να δεις τι λέει, γιατί το λέει και ποιος έβαλε σε τάξη όλο αυτό τον ωκεανό από λέξεις, εικόνες και σκέψεις. Αλλά κι όταν το τραγούδι ήταν απλό και μιλούσε για «ελεύθερους κι ωραίους» π.χ, πάλι η ανάγκη να ψάξεις τον στιχουργό ήταν μεγάλη γιατί υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο απλό και στο εύκολο: ο Μάνος Ελευθερίου γνώριζε και την τέχνη της απλότητας, όμως εύκολος δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή την μεγάλη του τέχνη στην αφήγηση την συναντά κανείς και στα μυθιστορήματα του: ειδικά «η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», ένα μυθιστόρημα γεμάτο από την κριτική του διάθεση στην Αριστερά των δικών του μοναχικών ονείρων, είναι ένα από τα ωραιότερα που γράφτηκαν στην Ελλάδα για την περίοδο του εμφυλίου και τους τρόμους της κι ας εξελίσσεται όλη η ιστορία του λίγο πριν.

Και για τον Μίκη και για τον Πασχάλη

Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήταν απόμακρος, ούτε σνομπ: κυκλοφορούσε και στη μέρα και στη νύχτα της Αθήνας. Μπορούσες να τον δεις και στη Βιβλιοθήκη στο Κολωνάκι, αλλά και στα μπουζούκια: ήξερε την ζωή με όλες τις αποχρώσεις της - έγραψε και για τον Θεοδωράκη αλλά και για τον Πασχάλη Τερζή. Ηταν μεγάλος, είναι μεγάλος – το λέω γιατί οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ, απλά φεύγουν από κοντά μας για να πάνε αλλού, να κάνουν τις παρατηρήσεις τους. Όταν είναι και στιχουργοί ούτε καν φεύγουν – απλά αποστασιοποιούνται και μας παρακολουθούν.

Ο Μάνος Ελευθερίου θα ήταν έτσι κι αλλιώς σπουδαίος απλά γιατί έγραψε τη Μαρκίζα – ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Ελεγε ότι την έγραψε μετά από μια βραδιά αφιερωμένη στο ποτό και ότι του βγήκε όλη μαζί, σαν οι λέξεις να ήταν κάπου μέσα του και να τον περίμεναν να τους δώσει ζωή. Στους στίχους αυτούς, που κανείς ποτέ δεν θα αποδώσει καλύτερα από τη Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Σπανός έβαλε μια λιτή μελωδία συνυπογράφοντας ένα μικρό αριστούργημα: ποτέ στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μια σιωπηλή συνάντηση δεν μίλησε τόσο πολύ στις καρδιές των ανθρώπων. Ας θυμόμαστε τον Μάνο Ελευθερίου σαν αυτόν που ήξερε όσα η καταιγίδα, κι απλά έψαχνε πάντα τις λέξεις για να μας τα πει…