Βήμα βήμα για ένα άλμα

Βήμα βήμα για ένα άλμα


Μετά την διαδικαστική νίκη κόντρα στην γεμάτη ελλείψεις Βιλερμπάν διαβάζω δεξιά κι αριστερά για το «πλεονέκτημα έδρας του Ολυμπιακού», δηλαδή την οριστικοποίηση της παρουσίας της  ομάδας του Γιώργου Μπαρτζώκα στην πρώτη τετράδα της βαθμολογίας της Ευρωλίγκας στο τέλος της κανονικής περιόδου. Κατανοητό ότι το γεγονός υπογραμμίζεται: ο Ολυμπιακός ξεκίνησε με στόχο να μπει στην οκτάδα και κατάφερε να βρεθεί τέταρτος. Αλλά πιο πολύ από αυτό μετρά κάτι σημαντικότερο: η επιστροφή του στην κανονικότητα μετά από ένα διάλλειμα που κράτησε τρία χρόνια. Αυτό είναι πιο σημαντικό και από το «πλεονέκτημα έδρας» αλλά και από οτιδήποτε θα συμβεί στη συνέχεια στα δύσκολα ματς με την Εφές που φαίνονται στον ορίζοντα.

Κάτι σπάνιο

Στην Ελλάδα μας αρέσουν τόσο οι θρίαμβοι ώστε αγαπάμε τις φαντασιώσεις: πιστεύουμε πως για τις ελληνικές ομάδες οι θρίμαβοι είναι κάτι σαν ιστορικό δικαίωμα – συνήθως το λέμε γιατί έχουν «κόσμο», αναφερόμαστε δηλαδή εμμέσως στον εαυτό μας. Είναι αλήθεια πως κατά καιρούς, ειδικά στο μπάσκετ που είναι και πιο εύκολο να διακριθείς, διάφορες ελληνικές ομάδες έκαναν υπερβάσεις φτάνοντας σε επιτυχίες, είτε κόβοντας δρόμο (δηλαδή εκμεταλλευόμενες συγκυρίες), είτε ξοδεύοντας ένα σωρό χρήματα: έχει συμβεί τόσες φορές που έχουμε ξεχάσει πως τίποτα από αυτά δεν είναι σύνηθες. Το σωστό είναι αυτό που έκανε φέτος ο Ολυμπιακός, η καλή χρονιά του οποίου δεν είναι ούτε αποτέλεσμα συγκυριών, ούτε έχει να κάνει με τρομερά χρήματα που ξοδεύτηκαν κόντρα στη λογική.

Ο Ολυμπιακός ολοκληρώνει την κανονική του περίοδο στην τετράδα έχοντας ακολουθήσει ένα πλάνο: κι αυτό είναι για τα ελληνικά μας δεδομένα κάτι σπάνιο.

Δυο προσθήκες

Η επιστροφή στην κανονικότητα ξεκινά από μακριά κι οφείλεται αρχικά σε δυο αποφάσεις: την πρόσληψη του Γιώργου Μπαρτζώκα και την προσθήκη του Κώστα Σλούκα. Εξυπακούεται φυσικά ότι το πιο σημαντικό ήταν η ομαλότητα σε ό,τι έχει να κάνει με τη λειτουργία της ίδιας της ΚΑΕ: από τη στιγμή που πέρασαν οι εποχές του «παιδιά δεν υπάρχει σάλιο» και η χρηματοδότηση της ομάδας επέστρεψε στα κανονικά επίπεδα όλα έγιναν απλά. «Εγιναν», λέω, γιατί μόνο απλά δεν ήταν.

Πριν δυο χρόνια ο Ολυμπιακός είχε μπροστά του δυο μεγάλες δυσκολίες: το πρώτο ότι έπρεπε να αφήσει πίσω του την εποχή του Σπανούλη και του Πρίντεζη και το δεύτερο ότι έπρεπε να φτιάξει μια ομάδα ικανή να σταθεί στην Ευρωλίγκα ξοδεύοντας λιγότερα από τουλάχιστον επτά ομάδες που παίρνουν μέρος σε αυτή. Χρειάζονταν  να γίνουν μια σειρά από πράγματα που ξέραμε πως μπορούσαν να γίνουν αλλά δεν είχαμε δει ποτέ: έπρεπε να προοδεύσουν παίκτες που στην ομάδα υπήρχαν, να γίνουν έξυπνες (δηλαδή όχι ακριβές, αλλά σίγουρες προσθήκες), να υπάρξει επένδυση σε παιγνίδι και ιδέες και φυσικά να δημιουργηθεί μια ομάδα ελκυστική που να μην ζει γαντζωμένη στο παρελθόν της, αλλά να παίζει και μοντέρνο μπάσκετ. Το να εμφανίσεις παίκτες ντυμένους με φουστανέλες, έτοιμους να βγάλουν γιαταγάνια για να παίξουν άμυνα κτλ δεν σε πάει στους καιρούς του Μίσιτς και του Λάρκιν πουθενά – αναφέρομαι σε αυτούς γιατί την τελευταία Ευρωλίγκα την κέρδισαν μόνοι τους.

Οκτώ συν τρεις

Στα ομαδικά σπορ υπάρχει ένα αξίωμα: για να φτάσεις στον προορισμό πρέπει να ξέρεις ποιος είναι και πως θα τα καταφέρεις – μην θεωρείται τίποτα αυτονόητο. Πολλές φορές υπάρχει ο προορισμός, δηλαδή ο στόχος, αλλά λείπει η γνώση, δηλαδή η ικανότητα στη διαχείριση των χρημάτων και των ανθρώπων. Άλλες φορές μπορεί να υπάρχουν και χρήματα και παίκτες, αλλά να χαθούν όλα από την έλλειψη προτεραιοτήτων: ο Ολυμπιακός δεν έκανε κανένα τέτοιο λάθος. Στη διετία παίκτες αξιοποιήθηκαν, δηλαδή συνέχισαν να γίνονται καλύτεροι – ο Βεζένκοφ, αλλά κι ο Λαρεντζάκης είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Φτιάχτηκε πέρυσι ένας κορμός (όχι ελληνικός, αλλά κορμός ομάδας) με 8 παίκτες που παρέμειναν (Σλούκας, Παπανικολάου, Βεζένκοφ, Λαρεντζάκης, Χασάν Μάρτιν, Σαρλ, ΜακΚισικ, Πρίντεζης) παρά την αποτυχία. Προστέθηκαν τρεις που εμφανώς έλειπαν (Γουόκαπ, Ντόρσεϊ, Φαλ) και όλα έφτιαξαν. Αλλά δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται – αν ήταν έτσι θα ήταν όλοι στην τετράδα.

Βήμα βήμα άλλαξαν όλα

Στην εφετινή σεζόν του Ολυμπιακού ξεχωρίζουν τρία σημαντικά πράγματα. Το πρώτο η αίσθηση σιγουριάς που βγάζει η ομάδα στο ΣΕΦ. Ο εφετινός Ολυμπιακός μοιάζει να είναι μια από τις λίγες ελληνικές ομάδες που έχει φτιαχτεί για να διασκεδάζει πρώτα από όλα το κοινό που την παρακολουθεί στο γήπεδο: οι νίκες του είναι ή δραματικές (στο τελευταίο σουτ του Σλούκα δηλαδή) ή εντυπωσιακές (στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουμε να κάνουμε με ματς που τελειώνουν σε ένα δεκάλεπτο). Η μόνη του ήττα εντός έδρας στην Ευρωλίγκα ήταν στο ματς με τον Αστέρα όπου το ΣΕΦ ήταν άδειο – όχι τυχαία. Στη διάρκεια της σεζόν προέκυψε μια νέα ιεραρχία, δηλαδή επί της ουσίας τελείωσε η εποχή του Σπανούλη και του Πρίντεζη διότι βρέθηκαν νέοι ηγέτες: ο Σλούκας, ο Βεζέκνοφ κι ο Παπανικολάου ίσως δεν έχουν τη σκληράδα των προηγούμενων αρχηγών και την τρέλα τους με τη νίκη, πλην όμως είναι τύποι που δεν κρύβονται κι αυτό είναι το βασικό. Και τέλος, πάντα δια μέσου του παιγνιδιού, ο Ολυμπιακός βρήκε αντιδράσεις που δεν ήταν εύκολα προβλέψιμες: έκανε στο Μιλάνο με την Αρμάνι το καλύτερο παιγνίδι του μετά την μοναδική του αδικαιολόγητη ήττα στη σεζόν (αυτή από τον ΠΑΟ στο ΣΕΦ για το πρωτάθλημα), ενώ επέστρεψε θεαματικά σε υψηλά στάνταρ απόδοσης μετά από ένα μήνα περιπετειών με τον κορωνοϊό που παραλίγο να τον αποδιοργανώσουν.

https://nb.bbend.net/media/news/2022/03/25/1297291/main/olympiacos.jpg

Η πιο δύσκολη σεζόν

Ο Μπαρτζώκας είπε χθες ότι η τετράδα ήρθε μετά από την πιο δύσκολη σεζόν που είχε να αντιμετωπίσει. Κάποιοι παρεξήγησαν τη δήλωσή του: όλοι θυμόμαστε σεζόν με τραυματισμούς, ήττες σκληρές, αδυναμίες αγωνιστικές που προέκυπταν και γιατί δεν υπήρχε η καλύτερη επιλογή ξένων πχ – φέτος ο μόνος που δεν βοήθησε είναι ο Εϊσι. Αλλά αυτό που είπε ο Μπαρτζώκας ήταν κάτι άλλο: η δυσκολία της σεζόν ήταν μεγάλη γιατί η όποια προσδοκία βασίστηκε σε ένα σχέδιο κι αν αυτό δεν έβγαινε θα μιλούσαμε για απόλυτη καταστροφή διότι άλλο σχέδιο δεν υπάρχει.

Κατά κάποιο τρόπο αυτό που συνέβη φέτος ήταν ένα ποντάρισμα στο χρόνο (που πέρασε) και στην γνώση (που υπάρχει): αν το ποντάρισμα δεν απέδιδε, θα προέκυπτε κατάθλιψη, διότι κάτι άλλο για να στηριχθεί ο Ολυμπιακός δεν έχει σε σχέση με τον ανταγωνισμό του. Ούτε θα βρει τα χρήματα που έχουν η Ρεάλ, η Μπάρτσα, η Αρμάνι, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι, ούτε μπορεί ποτέ να αποκτήσει τη δυνατότητα να παίζει σε μια διοργάνωση χωρίς πίεση (κι ό,τι βγει), ούτε Μακάμπι ή Ζαλγκίρις μπορεί να γίνει (διότι ο κόσμος του θέλει επιτυχίες και χωρίς αυτές δεν αντέχει).

Αν φέτος το σχέδιο δεν απέδιδε θα υπήρχε τεράστιο πρόβλημα διότι άλλο σχέδιο δεν υπάρχει: ούτε υπερταλαντούχοι Ελληνες παίκτες υπάρχουν κάπου, ούτε Σπανούλης μπορεί να ξαναβρεθεί, ούτε Ιβκοβιτς υπάρχει για να κάνει θαύματα. Γνώση και διάθεση για δουλειά υπήρχαν: κι ευτυχώς αποδείχτηκε πως έφταναν.

Τρεις και του χρόνου

Θα αποκλείσει την Εφές; Θα πάει στο Βελιγράδι; Κανένας δεν το ξέρει – πολλοί το πιστεύουν, αλλά αυτοί πιστεύουν στα πάντα. Το θέμα ωστόσο δεν είναι αυτό: το σημαντικό είναι ότι βρέθηκε ένας δρόμος. Φέτος ο Ολυμπιακός ήταν μια ομάδα 11 παικτών που στο ΣΕΦ παρέδωσαν σε πολλές περιπτώσεις μαθήματα μπάσκετ – ας ελπίσουμε να δούμε κι άλλα στην συνέχεια. Του χρόνου πρέπει να προστεθούν τρεις ακόμα ώστε η ομάδα να μπορεί να παίζει στην ίδια ένταση κι εκτός έδρας. Αν συμβεί θα κυνηγάει τα όνειρά της χωρίς υπερβάσεις στα μπάτζετ και χωρίς βουτιές στα παρκέ, αλλά κάνοντας κάτι στην Ελλάδα αληθινά σπάνιο: τιμώντας το παιγνίδι δια μέσου της ομαδικότητας, της δημιουργίας, της κοινής σκέψης και της αυτοπεποίθησης. Παίζοντας δηλαδή όχι απλά ωραίο, αλλά πραγματικό μπάσκετ…