Το χαμένο όνειρο του Νίκου Τσουμάνη

Το χαμένο όνειρο του Νίκου Τσουμάνη


Οποιος γνώριζε τον ποδοσφαιριστή Νίκο Τσουμάνη συγκλονίστηκε πριν λίγες μέρες στην είδηση του θανάτου του. Πρώην συμπαίκτες του όπως ο Ανδρέας Τάτος δεν έκρυψαν την οδύνη και την απορία τους λέγοντας απλά «Νίκο τι έκανες;». Άλλοι πάλι παρέμειναν σιωπηλοί κι αμήχανοι. Αρχικά γιατί περίμεναν τι θα πει η αστυνομία και οι ιατροδικαστές. Μετά γιατί έμαθαν ότι έβαλε τέλος στη ζωή του μόνος του. Η αυτοκτονία δημιουργεί σχεδόν πάντα μόνο αναπάντητα ερωτηματικά πέρα από την τεράστια θλίψη.

Τον έκλαψαν όσοι τον αγαπούσαν

Χθες όσοι τον αγαπούσαν τον Τσουμάνη τον έκλαψαν και δεν ήταν λίγοι. Στο κοιμητήριο στο Γαρδίκι της Θεσπρωτίας, που οι άνθρωποί του τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία  υπήρξε θρήνος κι οδύνη – η οδύνη που προκαλεί ο θάνατος κάθε νέου ανθρώπου.

Ο Τσουμάνης έφυγε στα 31 του. Ηταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Σε αυτή την ηλικία οι ποδοσφαιριστές αρχίζουν, λένε αυτοί που ξέρουν, τη «δεύτερη καριέρα τους». Είναι έμπειροι πλέον, δηλαδή έχουν δει κι έχουν ζήσει πολλά. Δεν χρειάζεται πια να αποδείξουν τίποτα αφού το πιο δύσκολο κομμάτι της καριέρας τους έχει περάσει. Μπορεί να φοράνε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, έχουν το δικαίωμα να έχουν γνώμη για όλα – οι προπονητές ζητάνε τη στήριξη τους, οι πρόεδροι τους ακούν προσεχτικά όταν τους φωνάζουν για να ζητήσουν τη γνώμη τους. Αλλά όλα αυτά δεν ισχύουν για όλους τους ποδοσφαιριστές. Ισχύουν ίσως για αυτούς που πρωταγωνιστούν στις μεγάλες επαγγελματικές κατηγορίες, που έχουν δυνατότητες επιλογής ομάδας (δηλαδή συνθηκών δουλειάς), που υπογράφουν μεγάλα συμβόλαια, που τους βλέπουμε στην τηλεόραση και που νομίζουμε πως είναι τυχεροί γιατί έκαναν το χόμπι τους επάγγελμα – πιθανόν και να είναι. Αλλά είναι σίγουρα λίγοι. Πάρα πολλοί λίγοι.

https://cdn.cnngreece.gr/media/news/2021/10/07/284479/figure/TSOYMANIS_KIDEIA1-1200x900-1.jpg

Για να τα βγάλει πέρα  

Ο Τσουμάνης αυτοκτόνησε. Η είδηση της αυτοκτονίας μεγάλωσε τις απορίες για το γιατί – πάντα έτσι συμβαίνει. Εγιναν γνωστά από φίλους του διάφορα δυσάρεστα που του είχαν συμβεί τελευταία – ότι για παράδειγμα είχε οικονομικά προβλήματα, ότι κάποιες τοποθετήσεις του δεν αποδείχτηκαν οι καλύτερες, ότι ήταν κομμάτι στρεσαρισμένος, όχι από το ποδόσφαιρο αφού στο Μακεδονικό που ήταν η τελευταία του ομάδα όλοι τον αγαπούσαν και φάνηκε και από τον ειλικρινέστατο τρόπο που τον αποχαιρέτησαν, αλλά από άλλα πολλά. Τα αφήνω όλα στην άκρη από σεβασμό στη μνήμη του. Αλλά αναρωτιέμαι ήταν τελικά επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ο Τσουμάνης; Η μήπως ανήκε στην πολλή μεγάλη κατηγορία των παιδιών που δηλώνουν στην Ελλάδα επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, γνωρίζοντας ωστόσο πως κάτι άλλο πρέπει να κάνουν για να ζήσουν τις οικογένειές τους; Νομίζω πως στην περίπτωσή του ίσχυε το δεύτερο: ο επαγγελματισμός του Τσουμάνη αφορούσε πιο πολύ το όνειρό, του παρά την πραγματικότητα του. Θα ήθελε να είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά ήταν Ελληνας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Υποχρεωμένος δηλαδή να κάνει και κάτι άλλο για να τα βγάλει πέρα.  

Πίσω από τη βιτρίνα

Η αυτοκτονία του δεν ήταν παραίτηση, ήταν ένα τέλος – όχι σίγουρα επικό, ούτε φυσικά συνηθισμένο, αλλά σίγουρα αποφασιστικό. Υποψιάζομαι πως αφού δεν κατάφερε να είναι ό,τι ήθελε να είναι όλα τα υπόλοιπα για τον ίδιο δεν είχαν νόημα: κρίμα για όσους έμειναν πίσω και πληγώθηκαν – μικρή παρηγοριά θα είναι τα δάκρια τους. Ωστόσο αν αποφάσισα να γράψω δυο γραμμές για αυτόν είναι για να πω ότι ο Τσουμάνης είναι ως μορφή περισσότερο αντιπροσωπευτικός του Ελληνα ποδοσφαιριστή από τους σταρ που παρακολουθούμε να πίνουν τον καφέ τους στη Γλυφάδα π.χ. Κυρίως γιατί η περίπτωσή του μαρτυρά ότι πίσω από τη βιτρίνα υπάρχει πολύς πόνος, πολλή εύκολη απογοήτευση, πολύ άγχος.

Λέγανε ότι ήταν σκληρός αμυντικός ο Τσουμάνης – για αυτό εκτός από αριστερό μπακ έπαιζε και στόπερ: σκληρός όμως τελικά δεν ήταν, ίσως γιατί είναι σπάνιο το είδος της σκληράδας που είναι απαραίτητη για να τα βγάλεις πέρα όταν τα όνειρά σου κλονίζονται.  

Η σύντομη ζωή του Τσουμάνη ήταν μια διαδικασία ατελείωτων δυσκολιών: όπως είναι οι ζωές των πιο πολλών που θέλουν να γίνουν ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα. Λίγοι πολλοί λίγοι ξεπερνούν αυτές τις δυσκολίες και φτάνουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Και πολλοί είναι αυτοί που από ένα όνειρο πνίγονται. Και είναι κι οδυνηρό κι άδικο και κρίμα.

Σαράντα και αν…

Σκεφτείτε κάτι απλό για να καταλάβετε πόσο δύσκολο είναι το όνειρο να ζήσεις παίζοντας ποδόσφαιρο. Αυτή τη στιγμή μόνο στο πρωτάθλημα Νέων αγωνίζονται πάνω από 300 παιδιά ηλικίας από 16 έως 18 χρονών:  αφήνω έξω τις μικρές Εθνικές κατηγορίες ή τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα στα οποία επίσης μπορεί να αγωνίζονται παιδιά. Από αυτά τα παιδιά, που φτάνοντας στο πρωτάθλημα Νέων πιστεύουν πως βρήκαν ένα δρόμο, θα κάνουν καριέρα κανονική γύρω στα 30-40, αν η «φουρνιά», όπως λένε οι προπονητές, είναι καλή.

https://www.ieidiseis.gr/media/k2/items/cache/227f87f1cb9266c3951bef8914d3fcdc_L.jpg?t=20211005_105322

Μιλάμε συνήθως για παιδιά στα περισσότερα από τα οποία έχουν πέσει πάνω γονείς στην ελπίδα ότι θα τα δουν στα 19 να υπογράφουν ένα επαγγελματικό συμβόλαιο, ώστε μαζί τους να «σωθεί» και η οικογένεια. Εχουμε συνήθως να κάνουμε με πιτσιρίκια που έχουν μάθει (;) τι θα πει στρες πριν μάθουν τα βασικά του αθλήματος. Αν κάποια από αυτά δείξουν ταλέντο και ικανότητες και καταφέρουν να υπογράψουν αυτό το ονειρεμένο συμβόλαιο και πάλι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ελάχιστοι από τους μικρούς αυτούς εκκολαπτόμενους σωτήρες οικογενειών που παλεύουν να τα φέρουν βόλτα, θα καταφέρουν να πάρουν σοβαρά χρήματα νωρίς. Οι πιο πολλοί θα περιπλανηθούν σε κατηγορίες που ακόμα κι αν λέγονται επαγγελματικές τίποτα επαγγελματικό σε αυτές δεν υπάρχει. Αρκετοί θα καταστρέψουν τα γόνατά τους παίζοντας σε γήπεδα ασυντήρητα κι επικίνδυνα. Ολοι ίσως γνωρίσουν τι σημαίνει να παίζεις απλήρωτος, πολλοί θα χρειαστεί να παρακαλέσουν για να πάρουν τα λεφτά τους ή θα κάνουν προσφυγές – κανείς δεν θα νοιαστεί σοβαρά πως τα φέρνουν βόλτα. Θα μπλέξουν με επιτηδείους που μάθαμε να τους λέμε «αντζέντηδες», θα συναντήσουν παραγοντάρες που θα τους ζητήσουν το ματς να ρθει «2 ημίχρονο, 1 τελικό για να πάρουν κι αυτοί το μερίδιό τους».

Αρκετοί θα γυρίσουν την Ελλάδα όπως ο Τσουμάνης: Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Κομοτηνή, Βέροια, ξανά Θεσσαλονίκη – αυτή τη φορά Καλαμαριά. Εφτασε στο Αρη, σκόραρε στη Σουπερλίγκα και μετά πάλι από την αρχή: μόνο καλό ότι κάνεις παντού φίλους. Είναι πολλά τα παιδιά σαν αυτόν. Δεν θα πουν ποτέ κακό λόγο για κανένα κι αν ποτέ βρεθούν μπροστά σε ένα τηλεοπτικό μικρόφωνο θα πουν ευχαριστώ στον τεράστιο λαό που έσπρωξε την ομάδα στη νίκη. Στο λαό που σήμερα ανακάλυψε τον Τσουμάνη. Όχι στο γήπεδο. Αλλά σε ένα κοιμητήρι στο Γαρδίκι, εκεί που ο πολύς απλός αγνός συγκεντρωμένος κόσμος έκλαψε τα νιάτα του.

Ακούστε κάτι μπαμπάδες

Θα πω κάτι στους μπαμπάδες στο όνομα ενός παιδιού που έφυγε στρεσαρισμένο κι αδύναμο να τα βάλει με τους εφιάλτες του. Αν θέλετε τα παιδιά σας να γίνουν αθλητές να το κάνετε για ένα και μόνο λόγο: για να αγαπήσουν το σπορ που διάλεξαν, για να το χαρούν, για να διασκεδάσουν, για να γνωρίσουν κι άλλα παιδιά με την ίδια τρέλα και να περάσουν υπέροχα σαν παιδιά. Αλλά να τα προτρέψετε συγχρόνως στη ζωή τους να μάθουν και κάτι άλλο: να είναι καλοί μαθητές ή να γίνουν επιδέξιοι τεχνίτες π.χ. ή να μάθουν τη δουλειά που κι εσείς κάνετε. Να τους εξηγήσετε πως ο δρόμος για την ευτυχία (ή έστω για μια ζωή κανονική που να λαχταράς να τη ζεις…) περνά σπάνια από τα γήπεδα – αυτά πρέπει να είναι για διασκέδαση. Να τους εξηγήσετε, τέλος πάντων, πως είναι ωραία τα όνειρα, αλλά η ζωή είναι κάτι άλλο…