Το χαμένα φιλιά της αγάπης

Το χαμένα φιλιά της αγάπης


Στην αρχή της εβδομάδας ήταν όλα αλλιώς. Ανησυχούσα με την πιθανότητα να έχουμε φασαρίες σε εκκλησίες, θύμωνα με όσους έψαχναν τρόπους να φύγουν, έλεγα ότι δεν θα πάθουμε και κάτι αν γιορτάσουμε το Πάσχα κλεισμένοι μέσα, αφού ο σκοπός είναι η προστασία της ζωής, αλλά (στην προκειμένη περίπτωση) και των χωριών και των νησιών μας. Διάβαζα για τα μέτρα της αστυνομίας για να μην γίνει η έξοδος των Αθηναίων κι ένοιωθα μια κάποια θλίψη: θα πρεπε η συνείδησή μας να μας υποχρεώσει να μείνουμε σπίτι, χωρίς να χρειαζόμαστε διαρκώς υπενθυμίσεις και χωρίς το Κράτος να κάνει τον μπαμπούλα. Θα πρεπε, έλεγα, απλά να θυσιάσουμε ένα Πάσχα. Ετσι κι έγινε. Αλλά λίγο πριν την Ανάσταση νοιώθω περισσότερο από ποτέ ότι αυτό δεν είναι τελικά απλό, ούτε και ψυχολογικά εύκολο. Αν η καραντίνα μας απαίτησε τελικά μια θυσία, αυτή ήταν το Πάσχα μας. Μια αληθινή θυσία.

Υπήρξαν και άλλα χειρότερα

Στα «Νέα» δημοσιεύτηκε χθες μια ωραία ιστορική αναδρομή, που αποδεικνύει ότι ετούτο το Πάσχα δεν είναι το πρώτο που δεν γιορτάζεται όπως πρέπει στην Ελλάδα – αντίθετα με τα πολλά που λέγονται από όσους με την ιστορία δεν ασχολούνται παρά μόνο για έχουν επιχειρήματα στα διαδικτυακά καφενεία έχουν υπάρξει και χειρότερα. Το 1827, επειδή ο αγώνας για την Ελευθερία είχε βαλτώσει, οι Ελληνες κανονικό Πάσχα δεν έκαναν: στην Αθήνα π.χ Κυριακή του Πάσχα είχαμε την μεγάλη επίθεση των Τούρκων στην Ακρόπολη την οποία και πολιορκούσαν. Το 1932, μετά την δεύτερη πτώχευση, το Πάσχα, που συνέπεσε με την Πρωτομαγιά, βάφτηκε με αίμα: είχαμε επεισόδια, καταστολή, ξύλο, συλλήψεις, φυλακίσεις – κάθε άλλο παρά αναστάσιμη ατμόσφαιρα. Ακόμα χειρότερο ήταν το Πάσχα του ’41, «το Πάσχα χωρίς Ανάσταση» όπως ονομάστηκε. Λίγο πριν την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, που υπογράφτηκε την Κυριακή της Ανάστασης, είχαμε τον βομβαρδισμό της Αθήνας και του Πειραιά από τα ναζιστικά στρατεύματα, την βύθιση του αντιτορπιλικού «Ψαρά», την ανατίναξη του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού στα Γιάννενα, που υπήρξε μια από τις πλέον κατάπτυστες πολεμικές αποφάσεις στην ιστορία ολόκληρου του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου. Και είχαμε και το πρώτο Πάσχα της Χούντας, το Πάσχα του 1967, το Πάσχα με τα τσάμικα του Γιώργου Παπαδόπουλου στα στρατόπεδα, ένα Πάσχα επίσης βουβό και παράξενο – το Πάσχα μιας φοβισμένης χώρας. Το εφετινό Πάσχα θα βρει μια θέση στον κατάλογο αυτό. Που, όμως, δεν προκαλεί περηφάνεια, παρά θλίψη.

Το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας

Διάβασα πολλά αυτές τις μέρες για την καραντίνα και τις (σε κάποιες περιπτώσεις) ευεργετικές της συνέπειες, για την ευκαιρία που έχουμε αυτό το Πάσχα να σκεφτούμε τι είναι το καλό, χωρίς να τρέχουμε στις εθνικές οδούς και να πίνουμε τσίπουρα στις πλατείες. Διάβασα για το Πάσχα που θα βρούμε στην καρδιά μας, για το Πάσχα που θα θυμόμαστε, για το Πάσχα που για πρώτη ίσως φορά στην δική μας ζωή θα γιορταστεί όχι σαν κοινωνική εκδήλωση με αρχοντοχωριάτικο τελετουργικό, αλλά ως οικογενειακή γιορτή – και μάλιστα στον πολύ στενό πυρήνα της οικογένειας. Διάβασα κι ένα ωραίο χρονογράφημα του φίλου μου του Χρήστου Χωμενίδη που ειρωνεύεται το Πάσχα του υποχρεωτικού τριημέρου στο εξοχικό, που κοροϊδεύει το Πάσχα των προκαθορισμένων επιλογών που γίνονται τελικά συνώνυμο της ρουτίνας, που χαίρεται γιατί δεν θα ζήσουμε φέτος το Πάσχα της υποκρισίας, το Πάσχα που από χριστιανική γιορτή έγινε ένα φεστιβάλ χοληστερίνης. Το διάβασα και γέλασα.

Και μετά ομολογώ ότι αρκούσε χθες το πένθιμο χτύπημα μιας καμπάνας που άκουγα ενώ ήμουν στο μπαλκόνι μου βλέποντας ελάχιστους ανθρώπους να φτάνουν στην πόρτα της Αγίας Φωτεινής και να προσεύχονται, για να αρχίσω να αναρωτιέμαι τι κάνω, που βρίσκομαι, γιατί δεν πήρα κι εγώ το αυτοκίνητο να φύγω για το χωριό, σκηνοθετώντας δικαιολογίες και ψάχνοντας δρόμους μυστήριους. Δεν το έκανα από φόβο, δεν το έκανα γιατί το χωριό μου το αγαπάω και δεν το έκανα γιατί έπρεπε να μην το κάνω: αλλά νοιώθω ένα βάρος πασχαλιάτικα και νομίζω ότι έτσι νοιώθει και πάρα πολύς κόσμος. Το θυσιάσαμε το Πάσχα μας στο όνομα  της ανάγκης που προέκυψε. Αλλά ποιος είπε ότι η θυσία αυτή δεν πονάει; Σήμερα πονάει πολύ παραπάνω.

Τι είχαμε και τι χάσαμε

Αν τελικά όλη αυτή η περιπέτεια του κορονοϊού έχει ένα συμπέρασμα αυτό δεν έχει να κάνει με τα «καλά της καραντίνας», όπως κάποιοι ισχυρίζονται, ούτε με την συνειδητοποίηση ότι μπορούμε τελικά από το σπίτι να κάνουμε πολλά. Νομίζω ότι αυτός ο παράξενος εγκλεισμός μας (πέρα από το ότι ήταν απαραίτητος, όπως αποδείχτηκε για την νίκη μας στη μάχη με τον φονικό ιό), ήταν χρήσιμος για να καταλάβουμε τι είχαμε και τι φέτος χάσαμε. Πέρα από τις βόλτες, τις ανέμελες συναντήσεις με φίλους, τα τραπεζώματα, τα ραντεβού στα καφέ, τα μπαρ και τα σινεμά, τα γυμναστήρια και τα κέντρα, πέρα από τις μικρές απολαύσεις που σχετίζονται απλά με την κοινωνικότητα και την έξοδο από το σπίτι, αυτό που χάσαμε φέτος είναι το ίδιο το Πάσχα. Χάσαμε το ανοιξιάτικο τοπίο του. Την λάμψη της ελληνικής επαρχίας που νομίζεις πως βάζεις τα καλά της. Την ψιχάλα που πέφτει συχνά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Τον ήλιο που λάμπει την Κυριακή. Τις παράφωνες, αλλά από καρδιάς, ψαλμωδίες. Τα Χριστός Ανέστη και τα φιλιά της αγάπης. Τις φωνές των ανθρώπων. Την αίσθηση της κοινής γιορτής: αυτά χάσαμε κι όχι τα αυγά, τα τσουρέκια και τις μαγειρίτσες – αυτά θα τα έχουμε κι απόψε, αλλά δεν είναι αυτά το Πάσχα.

Αισθάνεσαι ότι κάτι σου λείπει αληθινά, μόνο αν το χάσεις: αυτό είναι το πραγματικό συμπέρασμα αυτής της περιπέτειας. Την οποία την περνάμε δείχνοντας υπομονή και επιμονή, αλλά και με ένα βάρος στην καρδιά. Που ειδικά αυτές τις μέρες έγινε στιγμές στιγμές ασήκωτο.

Ποτέ ξανά

Βγήκε πολύς κόσμος στις πλατείες χθες και σήμερα, αλλά εγώ βλέπω μόνο ανθρώπους που θα θελαν να είναι αλλού – ανθρώπους με χαμένο βλέμμα. Εχω γιορτάσει κάμποσες φορές το Πάσχα μακριά από το χωριό μου. Έχω κάνει και Πάσχα στην Αθήνα και στο εξωτερικό και Πάσχα κοσμοπολίτικο και Πάσχα χωρίς τους δικούς μου. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κατέληγα πως Πάσχα αξίζει να κάνεις μόνο στον τόπο σου κάνοντας μια εύκολη τελικά σύγκριση: η αγάπη πάντα είναι πιο δυνατή από το life style. Tώρα απλά προσεύχομαι κάτι τέτοιο να μην ξανατύχει και να μην τον ξαναστερηθεί κανείς τον τόπο του τέτοιες μέρες. Δεν είναι η σύγκριση, που με κάνει να το λέω - είναι η γνώση της έλλειψης, η χειρότερη γνώση από όλες.

Με σφιγμένη την καρδιά ας πούμε Καλό Πάσχα. Με το βάρος της απουσίας του και την αίσθηση της ανάγκης του. Κι απόψε το βράδυ μαζί με το «Χριστός Ανέστη», ας πούμε το «Πιστεύω»….