Παρατηρώ τελευταία πως οι άνθρωποι που φεύγουν τον Σεπτέμβρη ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που έχουν ζήσει τη ζωή τους πολύ και υπέροχα. Φεύγουν μετά από ένα καλοκαίρι και μοιάζουν να αρνούνται να ξεκινήσουν μια νέα σεζόν: δείχνουν εμπράκτως ότι μας αποχαιρετούν, αφού μας τα είπαν όλα – σαν οι κύκλοι της ζωής τους να ολοκληρώθηκαν. Κάπως έτσι έφυγε κι ο Ζαν Πολ Μπελμοντό – ο υπέροχος «άσχημος γόης» του γαλλικού σινεμά, όπως τον αποκαλούσαν οι κριτικοί τη δεκαετία του ’60. Το «γόης» ήταν δεδομένο. Το «άσχημος» δεν το κατάλαβα ποτέ. Ισως είχε να κάνει με το ότι στα χρόνια της δόξας του πρωταγωνιστούσε παράλληλα μαζί του ένας άλλος μεγάλος Γάλλος, ο Αλεν Ντελόν - το όνομα του οποίου υπήρξε για χρόνια συνώνυμο της αντρικής ομορφιάς. Οι Γάλλοι είχαν το απόλυτο πρωτότυπο της ομορφιάς του άντρα, αλλά και το απόλυτο πρωτότυπο της ομορφιάς του αρσενικού, που είναι κάτι άλλο. Ο Μπελμοντο ήταν αυτό το δεύτερο.
Πάντα με διασκέδαζε η αναμέτρηση του Ντελόν με τον Μπελμοντο – υπό αυτό το πρίσμα. Ο Ντελόν έμοιαζε στα μάτια μου να την υποφέρει παραπάνω. Το 1970 υπήρξε ο παραγωγός του ιστορικού «Μπορσαλίνο» - μιας ταινίας που μοιάζει σαν γουέστερν με πρωταγωνιστές δυο ηθοποιούς που τραβάνε τα πιστόλια της μεγαλοσύνης τους μπροστά στο κοινό τους. Ο Ντελόν είναι και παραγωγός της ταινίας και εξασφαλίζει το δικαίωμα σε πιο αβανταδόρικες ατάκες. Αλλά ο Μπελμοντο του δείχνει πως η ταινία χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε, μετατρέποντας την σε ένα προσωπικό σόου: οι δυο τους τσακωθήκανε πριν να γίνουν αληθινοί φίλοι. Ο Ντελόν τρία χρόνια αργότερα γυρίζει τη συνέχεια της. Η πρώτη ταινία είναι μια από τις μεγαλύτερες γαλλικές επιτυχίες όλων των εποχών. Τη δεύτερη, χωρίς τον Μπελμοντό, την είδαμε μόνο όσοι έχουμε μεγάλη περιέργεια.
Θα σου πει ιστορίες
Τι είναι ο άντρας χωρίς το αρσενικό του life style; Νομίζω τίποτα το αληθινά γοητευτικό. Ο Μπελμοντό ξεχείλιζε από γοητεία για αυτό κυρίως το λόγο: γιατί πέρα από τη μεγάλη υποκριτική του ικανότητα σε άφηνε να καταλάβεις πως χαιρόταν τη ζωή ως αρσενικό – οι ρόλοι του πρώτα από όλα είχαν αυτή ακριβώς τη σφραγίδα. Εβλεπες αυτή την καταπληκτική φάτσα, χαιρόσουν με την ευκολία που άλλαζε εκφράσεις και ένοιωθες απολύτως βέβαιος πως αν τον συναντούσες είχε να σου πει δεκάδες ιστορίες που δεν είχαν να κάνουν μόνο με τον κόσμο του σινεμά ή τις γυναίκες του. Θα ήταν εξίσου ή και περισσότερο συναρπαστικό να τον ακούσεις να μιλάει πως ίδρυσε με φίλους του την Παρί Σεν Ζεμέν («γιατί το Παρίσι έπρεπε να έχει μια μεγάλη ομάδα»), πόσο αγαπούσε το τένις και τα αυτοκίνητα, πως έχασε τα περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άνδρα στη Γαλλία («διεκδικώ το δικαίωμα να αποδεικνύω με τη σπατάλη μου πως ποτέ δεν με ενδιέφεραν» έχει πει) πως εγκατέλειψε το μποξ για το θέατρο κληρονομώντας μια σπασμένη μύτη που τον έκανε πιο γοητευτικό – «το έκανα αήττητος» του άρεσε να επαναλαμβάνει και κανείς ποτέ δεν δοκίμασε να ψάξει να βρει αν λέει αλήθεια. Για ποιο λόγο άλλωστε;
Σε κοιτά από την οθόνη
Πάντα μου άρεσε αυτή η παράξενη αναμέτρηση του Ντελόν με τον Μπελμοντό, δηλαδή του ωραίου με τον γόη. Πολύ νωρίς κατάλαβα πως η γοητεία του Μπελμοντο ήταν το μυστικό που τον έκανε σίγουρα καλύτερο ηθοποιό: αν ο Ντελόν έγινε σύμβολο της γαλλικής φινέτσας ο παριζιάνος Μπελμοντό ξεπέρασε τα όρια της καταγωγής του κι έγινε πιο διεθνής γιατί ήταν περισσότερο άντρας από ωραίος Γάλλος. Ο Μπελμοντό σε κοιτά από την οθόνη – δεν περιμένει να τον δεις: αυτή ήταν η μεγάλη του διαφορά με τους ωραίους της εποχής. Και για αυτό και σφράγισε με την παρουσία του τις ταινίες της βαριάς Nouvelle Vague. Χωρίς τη δική του εξωστρέφεια το «Με κομμένη την Ανάσα», ή ο «Τρελός Πιερό» θα ήταν απλές σινεφίλ επιδείξεις του Γκοντάρ με λογοτεχνικές και εικαστικές αναφορές. πονηρά συνδεμένες από έναν ευφυή σκηνοθέτη, αλλά χωρίς ψυχή και χωρίς λάμψη.
Με ένα τσιγάρο
Η λάμψη του Μπελμοντό προέκυπτε χάρη στην παράξενη αρρενωπότητα του: έμοιαζε να μην έχει υπάρξει ποτέ νέος και να έχει γεννηθεί ώριμος άντρας, γύρω στα 40 και κάτι – ελαφρά τσαλακωμένος, κληρονόμος ενός παρελθόντος στο οποίο υπήρχαν του κόσμου τα καταπληκτικά μυστικά, πάντα cool (ακόμα κι όταν ο Μελβίλ τον έβαλε να παίξει τον «Εφημέριο») και συγχρόνως έτοιμος για όλα. Πρώτα από όλα για να ανάψει ένα τσιγάρο: δεν πρέπει να υπάρχει ταινία του που να μην τον θυμάμαι με ένα τέτοιο.
Αυτή η αντρική φιγούρα του, ήταν τόσο καρτποσταλικά αρχέτυπη, ώστε οι σκηνοθέτες που δούλεψε ήθελαν πάντα δίπλα του μια από τις ωραίες της εποχής για να τεστάρουν τις αντοχές της: έτσι είδαμε τον Μπελμοντό με την Καρντινάλε (στο «The Lovemakers»), τον Μπελμοντο με την Κατερίν Σπαάκ (στο «Weekend at Dunkirk»), τον Μπελμοντο με την Σοφία Λόρεν (στο «La Ciociara»), τον Μπελμοντο με την Κατρίν Ντενέβ, τον Μπελμοντό με την Ζαν Μορό (στο «Seven Days, Seven Nights»), τον Μπελμοντο με τη Λολομπρίτζιτα (στο «Mare Mato»). Και παρόλα αυτά τα μάτια μας ήταν σε αυτόν.
Επαιξε τα πάντα
Ένα μόνο φόβο είχε ο Μπελμοντο ως ηθοποιός: το φόβο της τυποποίησης. Δεν ήθελε με τίποτα να τον συνδέσουν ούτε με συγκεκριμένους ρόλους, ούτε με συγκεκριμένους σκηνοθέτες. Τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 (όταν και τελικά απέκτησε μια μανιέρα από την οποία ήταν δύσκολο να ξεφύγει) έκανε τα πάντα: έπαιξε το σκληρό μπάτσο και το γκάγκστερ, τον εραστή και τον παρατημένο, το θύμα της ζωής και τον ζιγκολό, τον μυστικό πράκτορα, τον παπά αλλά και τον απλό μπαμπά. Επαιξε σε ταινίες δράσης και κωμωδίες, σε εγκεφαλικά δημιουργήματα και σε απλά αστυνομικά δράματα – ορίζοντας επιτυχίες και αποτυχίες. Και σχεδόν πάντα δίνοντας σου την δυνατότητα να καταλάβεις, χάρη σε μια ρουφηξιά τσιγάρου ή σε ένα χαμόγελο του ότι ο ίδιος διασκεδάζει. Και πως για ένα άντρα κι αυτό έχει μεγάλη αξία.
Κρυφακούν ζηλεύοντας
Ο αντρικός κώδικας του Μπελμοντό είχε εφαρμογή και στην πολυτάραχη ζωή του: έφυγε χορτασμένος από χαρές και θλίψεις από ένα κόσμο στον οποίο άντρες σαν αυτόν πρέπει πια να κρύβονται από τα φώτα της δημοσιότητας για να μην καταλήξουν να απολογούνται για τις επιλογές τους. Κήδεψε μια κόρη του νέα, έπαθε εγκεφαλικό, δεν ήταν υπόδειγμα συζύγου και συντρόφου. Παντρεύτηκε και χώρισε δυο φορές (την πρώτη με την χορεύτρια Ελοντί Κονσταντίν και τη δεύτερη με την ηθοποιό Ναταλί Ταρντιβέλ) – καμία δεν άντεξε τις απιστίες του. Αλλά δεν παντρεύτηκε ούτε την Ούρσουλα Αντρες, ούτε την Λάουρα Αντονέλι, ούτε την σαράντα χρόνια μικρότερή του Μπάρμπαρα Γκαντόλφι, playmate και τελευταία του κατάκτηση: για αυτές προφανώς είχε να πει ωραίες ιστορίες. Από αυτές που αρέσουν στους άντρες που σήμερα τον θρηνούν και τις οποίες οι γυναίκες κρυφακούν ζηλεύοντας…