Μπροστά στα μάτια του Οτο Ρεχάγκελ που χειροκρότησε τα γκολ της ομάδας μας με την καρδιά του, η Εθνική μας κέρδισε τη Σουηδία με 2-1, αναπτέρωσε τις ελπίδες της για πρόκριση στα τελικά του μουντιάλ κι έκανε την καλύτερη εμφάνισή της εδώ και καιρό. Κάποιοι μίλησαν για έκπληξη, άλλοι για «ελληνική καρδιά», άλλοι απλά για τύχη – οι Σουηδοί είχαν και δυο δοκάρια. Εγώ πάλι λέω ότι τίποτα δεν είναι περίεργο: όταν μια ομάδα παίζει καλά μπορεί να κερδίσει ακόμα και κόντρα στο προγνωστικό. Οι διαφορές των Εθνικών ομάδων δεν είναι τόσο μεγάλες πια: αν έχεις μια καλή ομάδα μπορείς πολλά. Στα τελικά του Euro2020 ήταν παρόντες οι Αυστριακοί, που ζόρισαν τους Ιταλούς στους 16: πριν λίγες μέρες δέχτηκαν πέντε γκολ από τους Ισραηλινούς. Οι Ελβετοί στο Euro απέκλεισαν τη Γαλλία: χθες δεν μπόρεσαν να κερδίσουν τους Ιρλανδούς. Όλα γίνονται: αρκεί να έχεις μια κανονική ομάδα.
Χρειάζεται απλά μια σειρά
Στην Ελλάδα, με τη λατρεία που δείχνουμε για τις συζητήσεις, έχουμε χάσει από το στόχο αυτό που είναι το βασικό ζητούμενο: δεν συμβαίνει μόνο στην Εθνική, τα ίδια - και πολλές φορές χειρότερα - κάνουν και οι σύλλογοι. Το ποδόσφαιρο δεν είναι αστροφυσική, αλλά απαιτεί να ακολουθείς μια σειρά: πρώτα φτιάχνεις μια ομάδα (δηλαδή καταλήγεις σε συγκεκριμένους παίκτες, συγκεκριμένους ηγέτες, συγκεκριμένους βασικούς και συγκεκριμένους αναπληρωματικούς), μετά δίνεις σε μια ομάδα ταυτότητα, (δηλαδή συγκεκριμένο παιγνίδι με στρατηγική και προτεραιότητες), και μετά, αν οι παίκτες έχουν την πρέπουσα απόδοση, παίρνεις αποτελέσματα. Στην Εθνική περνάνε παίκτες σαν να πρόκειται για Κέντρο νεοσυλλέκτων, το πώς παίζει δεν μας ενδιαφέρει και συνήθως πιστεύουμε πως υπάρχει ένας μαγικός τρόπος που μπορεί να κερδίζει χωρίς να δημιουργεί. Καμιά φορά μπορεί να τύχει κι αυτό: αλλά είναι σπάνιο. Ο κανόνας είναι ότι για να κερδίσεις πρέπει να παίζεις. Αν με τη Γεωργία και το Κόσοβο κάνεις όλες κι όλες 6 τελικές είναι σχεδόν απίθανο να κερδίσεις, όσο μέτριος κι αν είναι ο αντίπαλος. Κι αν με την Σουηδία κάνεις 12 τελικές θα σκοράρεις. Κι αν σκοράρεις έχεις και μεγάλες πιθανότητες να πάρεις το ματς. Είναι τόσο δύσκολο διάβολε το αυτονόητο;
Θεωρίες και συζητήσεις
Κάθε φορά που η Εθνική μας δεν κερδίζει ανασύρονται του κόσμου οι θεωρίες ενώ το πρόβλημα της είναι μπροστά στα μάτια μας. Τις προηγούμενες μέρες διάβαζα ότι φταίει για τις αποτυχίες της Εθνικής μας πως οι μεγάλες ομάδες στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν δίνουν ευκαιρίες σε Έλληνες παίκτες, ότι πρέπει να υπάρξουν ποσοστώσεις στον αριθμό των ξένων κτλ.
Κοίταξα από περιέργεια τι συμβαίνει στη Σουηδία που ήταν αντίπαλος της Εθνικής μας. Το πρωτάθλημα της Σουηδίας το κέρδισε πέρσι η Μάλμε που φέτος θα αγωνιστεί στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ αφού απέκλεισε την γνωστή μας Λουντογκόρετς. Στην ενδεκάδα της Μάλμε δύσκολα βρίσκεις πάνω από τρεις Σουηδούς: σταθεροί είναι ο τερματοφύλακας Νταλιν και ο στόπερ Μπρόνσον – κανείς τους δεν παίζει στην Εθνική. Στον πρωταθλητή Ελλάδος Ολυμπιακό παίζουν πολλοί περισσότεροι Ελληνες από όσοι Σουηδοί στη Μάλμε και όλοι παίζουν και στην Εθνική. Αν είναι πρόβλημα για μια Εθνική ομάδα ή έλλειψη παικτών που αγωνίζονται στο εγχώριο πρωτάθλημα, τότε οι Σουηδοί θα πρεπε να μην υπάρχουν πουθενά! Από τους 30 Σουηδούς που κλήθηκαν στην προεπιλογή για τα τελικά του Euro 2020, στο πρωτάθλημα Σουηδίας έπαιζε ένας: ο 33χρονος Ολσον. Που γύρισε στη Σουηδία μετά από δέκα χρόνια στην Αγγλία και στη Σκοτία. Μολονότι δεν έχει παίκτες από το πρωτάθλημα της Σουηδίας, η Σουηδία στο Euro τερμάτισε πρώτη στον όμιλο της Σεβίλλης αφήνοντας δεύτερους τους γηπεδούχους Ισπανούς, τους οποίους και κέρδισε και πριν μια εβδομάδα στη Στοκχόλμη. Κέρδισε επίσης το καλοκαίρι την φιλόδοξη Πολωνία (και την απέκλεισε) καθώς και Σλοβακία. Κι έκανε ένα μόνο λάθος ματς: αυτό με τους Ουκρανούς που τους υποτίμησε. Νομίζω το ίδιο λάθος έκανε και χθες και για να είμαι ειλικρινής το περίμενα: όποιος κι αν έβλεπε το ματς της Εθνικής μας με το Κόσοβο θα ήταν αδύνατο να καταλάβει ότι η ομάδα μας έχει ποιότητα και μπορεί να παίξει και ποδόσφαιρο.
Τον άφησαν μόνο του
Το τι έγινε χθες δεν είναι παράξενο. Η Εθνική μας κέρδισε για δυο απλούς λόγους: πρώτον γιατί έπαιξε με το ίδιο σχήμα (3-5-2) και τους ίδιους σχεδόν παίκτες που στο Κόσοβο δεν είχαν αγωνιστεί καλά, αλλά στους οποίους ο Τζόν Φαν τ΄Σιπ έδειξε εμπιστοσύνη. Και δεύτερον γιατί έτρεξε, μόχθησε κι έδειξε να θέλει τη νίκη πιο πολύ από την ποιοτικότερη, αλλά πολύ μπλαζέ αντίπαλο της.
Είναι πιστεύω εύκολο να καταλάβεις τι έγινε και η Εθνική μας κέρδισε - από πολλούς ανέλπιστα. Οι ανευθυνουπεύθυνοι της ΕΠΟ, από την Κυριακή μέχρι χθες, έψαχναν τον αντικαταστάτη του Ολλανδού προπονητή κι αυτός είχε την σπάνια δυνατότητα να δουλέψει χωρίς παραινέσεις και πίεση και χωρίς κάποιους να τον ζαλίζουν μέρα νύχτα μιλώντας του για την «ανάγκη της νίκης», το ποιους πρέπει να βάλει κτλ. Μένοντας μόνος, ο κόουτς έκανε ό,τι δεν έκανε σε πολλά προηγούμενα ματς: παρουσίασε την ομάδα που ήθελε. Σε σχέση με το ματς με το Κόσοβο άλλαξε μόνο τον Σιώπη με τον πιο έμπειρο Ζέκα και έβαλε τον Χατζηδιάκο αντί του τραυματία Γιαννούλη. Η Ελλάδα έπαιξε με παίκτες που έμοιαζαν να ξέρουν ο ένας τον άλλο μετά από καιρό κι έτσι είδαμε πολλά και ωραία. Είδαμε γιατί ο Τσιμίκας έφτασε στη Λίβερπουλ, γιατί ο Μπακασέτας κάνει καριέρα στην Τουρκία, γιατί ο Μπουχαλάκης κι ο Ανδρούτσος έφτασαν να γίνουν βασικοί στον Ολυμπιακό, γιατί ο Παυλίδης παίζει (και πολύ καλά) στην Ολλανδία, γιατί ο Μαυροπάνος έφτασε στη Μπουντεσλίγκα, γιατί στη Μπενφίκα πίνουν νερό στο όνομα του Βλαχοδήμου, γιατί ο Δουβίκας βρέθηκε από το Βόλο στο Ολλανδικό πρωτάθλημα και γιατί ο Τζόλης (που μπήκε αλλαγή και τελείωσε το ματς) πήρε μεταγραφή σε ομάδα της Πρέμιερ λιγκ στα 20 του.
Θυμάμαι τις άλλες Εθνικές
Είναι κακοί παίκτες όλοι αυτοί; Δεν νομίζω. Εγώ θυμάμαι ότι στην Εθνική του Ρεχάγκελ που απέκλεισε την Ουκρανία στα μπαράζ και πήγε στα τελικά του μουντιάλ του 2010 έπαιζαν ο Μόρας, ο Βίντρα, ο Σπυρόπουλος κι ο Πλιάτσικας. Κάθε φορά που μιλάμε για το Ρεχάγκελ νομίζουμε ότι στην Εθνική του έπαιζαν δέκα χρόνια οι ήρωες του 2004: δεν είναι έτσι. Και στην Εθνική του Σάντος, στην αποστολή για τα τελικά του Euro του 2012 παρακαλώ, ήταν ο τίμιος Μαλεζάς, ο Μάκος, ο Φωτάκης, ο Κονέ, ο Νίνης κι ο Φετφατζίδης, ενώ βασικοί ήταν ο Σηφάκης, ο Τζιόλης, ο νεαρός Κυργιάκος Παπαδόπουλος που πήρε τη θέση του τραυματία Αβρααμ κι ο 20χρονος τότε Φορτούνης, που περιμέναμε ότι θα κάνει πράγματα μεγαλώνοντας. Ηταν όλοι αυτοί τότε χειρότεροι από όσους παίζουν τώρα; Δεν το νομίζω. Απλά ήταν μέλη ομάδων πραγματικών. Ομάδων με βασικούς κι αναπληρωματικούς, που είχαν ένα συγκεκριμένο παιγνίδι που σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι. Ομάδων στις οποίες δούλευαν προπονητές με προϊστάμενους που τους άφηναν να δουλέψουν. Και που είχαν την προσωπικότητα, να τον στέλνουν από εκεί που ήρθε όποιον τους έκανε συστάσεις για κλήσεις, κι όχι να του κάνουν τα χατίρια για να μην μπλέξουν «με όποιον διοικεί την ομοσπονδία».
Όχι άλλες τρέλες μίστερ
Από παιγνίδι σε παιγνίδι, αν έχεις βρει τους βασικούς σου, μια – δυο αλλαγές μπορεί να γίνονται: πέντε είναι λάθος, έξι είναι τρέλα. Μπορεί επίσης να αλλάζεις ένα σχήμα προσθέτοντας ένα αμυντικό στη θέση ενός κόφτη πχ: το να αλλάζεις διατάξεις κάθε φορά είναι έγκλημα. Η Εθνική μας χθες (που άνοιξε το σκορ με τον Μπακασέτα στο 62΄και κλείδωσε τη νίκη με τον Παυλίδη στο 76΄) ήταν και τυχερή. Οι Σουηδοί μείωσαν με τον Κουόλσον στο 78΄και μολονότι δεν παράτησαν το ματς, περισσότερο κινδύνεψαν να δεχτούν τρίτο γκολ από τις επιταχύνσεις του Τζόλη στο τέλος παρά απείλησαν με ισοφάριση. Ηταν βέβαια και λίγο άτυχοι: είχαν δυο δοκάρια και τρεις – τέσσερεις πολύ καλές ευκαιρίες. Αλλά η τύχη ανταμείβει καμιά φορά όσους μοχθούν και τα δίνουν όλα. Το ξέρει καλά κι ο Οττο. Που ήρθε σαν μάγος κι άλλαξε το σκηνικό…