Τις Τετάρτες στην Αθήνα με ή χωρίς καύσωνα υπάρχει ένας προορισμός: η «Ταράτσα του Φοίβου» στο Αλσος της Κυψέλης αυτή την μικρή Ντίσνεϊλαντ των αθηναϊκών θεαμάτων, που έφτιαξε ο Ηλίας Μαρασούλης και παλεύει να κρατά πάντα γεμάτη κι ενδιαφέρουσα ο Άγγελος Κοταρίδης. Δεν το γράφω γιατί η Ταράτσα έχει ανάγκη από διαφήμιση: το γράφω γιατί δεν έχει ανάγκη. Την περασμένη Τετάρτη που την επισκέφτηκα δεν έπεφτε καρφίτσα κι όπως μου είπαν τα παιδιά του μαγαζιού, που είναι οι μόνοι που πραγματικά ξέρουν τι συμβαίνει εκεί, φέτος έτσι είναι πάντα. Κι έτσι λογικά θα είναι όλο το καλοκαίρι.
Μπορώ να πω πως είμαι από τους λίγους που έχουν δει την Ταράτσα του Φοίβου «από τα μπετά» – για την ακρίβεια από όταν πρωτοξεκίνησε πραγματικά σε μια ταράτσα σε ένα από τα μαγαζιά του Μαρασούλη στην Ιερή Οδό – τη ξέρω τόσο ώστε θα μπορούσα να τα διηγηθώ όλα σαν παραμύθι. Τότε ο χώρος που την φιλοξενούσε ήταν αρκετά πιο μικρός, ενώ η Ακρόπολη που φαινόταν φωτισμένη στο βάθος, εντελώς παράταιρη με το ίδιο το σόου, έδινε στα δρώμενα μια ωραία εσάνς καλοκαιρινού σουρεαλισμού. Την οποία ο δημιουργός της την κράτησε ακόμα κι όταν το πολυθέαμα μεταφέρθηκε στο υπέροχο και τεράστιο Αλσος από το οποίο η Ακρόπολη δεν φαίνεται: σημασία ωστόσο έχει ότι ο σουρεαλισμός είναι υπαρκτός κι αυτό μετράει.
Ειδικά η εφετινή Ταράτσα είναι μια αληθινή ωδή στον δικό μας ελληνικό υπαρκτό σουρεαλισμό. Ανασταίνονται η Βουγιουκλάκη και η Βλαχοπούλου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γίνεται life κόουτς του εγγονού του δίνοντας του συμβουλές για το τι πρέπει να κάνει σε ραντεβού, όλα αυτά ενώ περνάει μια βόλτα οικογενειακώς ο Τραμπ και ενώ για λίγο κάνει την εμφάνισή του κι ο Αδωνης Γεωργιάδης πριν η μαντάμ Ζαϊρα (από το «Κώνσταντίνου και Ελένης») αρχίσει να επικοινωνεί με το υπερπέραν. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ μπορεί ν ακούσεις να τραγουδούν ο Κώστας Χατζής (που θα πάει και καλεσμένος) και η Τζένη Βάνου, πριν ο Φοίβος ξεσηκώσει το πλήθος με το «Αυτή που περνάει» και η Νεφέλη Φασούλη σου θυμίσει πόσο σπουδαία φωνή έχει με ό,τι κι αν καταπιάνεται. Και δεν λέω τίποτα άλλο για να μην προδώσω καμία έκπληξη – αν και θα ήταν αδύνατο. Ποια έκπληξη να διηγηθείς όταν επί σκηνής υπάρχει ο Θανάσης Αλευράς που είναι ο ορισμός της έκπληξης; Αλλά χάθηκα. Για την Ταράτσα ήθελα να σας πω και έμπλεξα με τους πρωταγωνιστές της που – μεταξύ μας - δεν έχουν και καμία ανάγκη τα λόγια μου έτσι άριστοι που είναι σε αυτό που κάνουν.
Την πρώτη χρονιά
Για να συνεχίσω το παραμύθι από εκεί που το άφησα όταν ο Δεληβοριάς άνοιξε την Ταράτσα δεν είχε καταλάβει κανείς μας τι ήθελε να κάνει – πλην των συντελεστών της, αν και για μερικούς αμφιβάλω. Ελεγε ότι θέλει να κάνει κάτι σαν την «Μάντρα του Αττίκ» και το πράγμα μου ήταν τελείως ακατανόητο, αφού το μόνο Αττικ που είχα δει ήταν ένα σινεμά στο Βόλο – ο Φοίβος αναμφίβολα δεν είχε δει ούτε αυτό, αλλά κάτι διάβαζε για τον Αττίκ. Το απόλυτο παράδοξο στην ιστορία αυτού του σουξέ είναι ότι ο δημιουργός του ήθελε να κάνει κάτι που θα έμοιαζε με πολυχώρο, στον οποίο όμως δεν είχε βρεθεί ποτέ, γνωρίζοντας ωστόσο βαθιά μέσα του ό,τι υπάρχει. Ο άνθρωπος ήταν σαν να νοσταλγεί ένα παρελθόν που δεν έζησε: όλο αυτό είναι ακριβώς δυο βήματα από την τρέλα, ευτυχώς το επόμενο είναι η ευφυΐα. Όταν η Ταράτσα ξεκίνησε, νομίζω καλοκαίρι του 2017, δεν υπήρχε καν ο Θανάσης Αλευράς: αυτός με τον αμίλητο μάγο Αλεξ Ντε Παρί μπήκαν την δεύτερη χρονιά μαζί με τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο που διηγούταν πως είναι η ζωή όταν σε περνάνε στην Αθήνα για Ιρανό. Αρχίσαμε με τους διαγωνισμούς ταλέντων, τον μάγο Κώστα Καρυπίδη, την Burlesque χορεύτρια la Dandizette, ένα μουσικοχορευτικό ντουέτο που νομίζω λεγόταν «Στενός Κορσές», την Νεφέλη Φασούλη που μάλλον πήγαινε ακόμα σχολείο (εννοώ στο Γυμνάσιο), τον Σπύρο Γραμμένο βέβαια, τους καλεσμένους του Φοίβου που δεν γνώριζαν τι τους περιμένει – αν ξέχασα κάποιον ζητώ να με συγχωρέσει γιατί για όσα αγαπάω δεν κρατάω σημειώσεις. Ο Δεληβοριάς, με την κλασσική μπάντα του για συνοδεία, έμοιαζε με ένα μικρό εξερευνητή που έψαχνε μια κρυμμένη χώρα κι επειδή δεν την βρήκε αποφάσισε να την κατασκευάσει ο ίδιος χωρίς μάλιστα την μεγάλη κι απαραίτητη υποστήριξη όσων τον άκουγαν να εξιστορεί την αναζήτησή του.
Θυμάμαι σαν χθες – κι έχουν περάσει χρόνια – όλους μας να του γκρινιάζουμε γιατί δεν λέει πολλά τραγούδια του «αφού για αυτά θα πήγαινε ο κόσμος». Θυμάμαι ότι στο τέλος της πρώτης σεζόν, χωρίς κανείς μας να έχει το κουράγιο να του το πει, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως είναι πια αρκετά μεγάλος για να κάνει την πλάκα του, αλλά «αυτό ήταν και τέλος». Τελικά ήταν αυτός που είχε δει σωστά το πράγμα κι όχι εμείς οι υπόλοιποι που κατά τα άλλα τον στηρίζαμε – υποτίθεται. Και μετά; Μετά όπως συμβαίνει με όλα τα ωραία πράγματα η Ταράτσα άρχισε να μας ανησυχεί και να μας τσιγκλάει υπογείως. Και το «γιατί Φοίβο τα κάνεις αυτά;» έγινε «μην τυχόν και δεν την κάνεις και φέτος». Και όταν μπήκαν στο πανηγύρι ο Αλευράς και οι υπόλοιποι έγινε πάρτι. Και πιο μετά, από την τρίτη χρονιά της κι έπειτα, το μόνο που μας ένοιαζε είναι να βρούμε τραπέζι. Και να είναι καλά όλοι τους.
Χωρίς ευκολίες
Η Ταράτσα του Φοίβου είναι η απόδειξη πως αν υπάρχει μια ωραία ιδέα θα βρει τον προορισμό της – σαν την «Αυτή που περνάει». Οι ιδέες λείπουν από την αθηναϊκή νύχτα και όχι οι προικισμένοι που θα τις φέρουν σε πέρας. Ο Φοίβος είναι προικισμένος, ο Αλευράς σε ό,τι έχει να κάνει με την σκηνη μπορεί και περισσότερο, η Νεφέλη λάμπει, τα παιδιά στην ορχήστρα είναι εγγύηση κι όποιος στο πανηγύρι αυτό προστίθεται δεν μπορεί παρά να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, όπως κάνουν φέτος η Γαλήνη Χατζηπασχάλη κι ο Πάνος Παπαδόπουλος που μπαίνοντας στην Ταράτσα άφησε την αγάπη του για το βαρύ θέατρο στο φουαγιέ (ο άνθρωπος έπαιζε στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» και τώρα κάνει τον εγγονό του Λευτέρη) και θα την πάρει φεύγοντας. Αλλά, το ξαναλέω: το ταλέντο από μόνο του δεν θα αρκούσε αν ο πεισματάρης Φοίβος δεν αναλάμβανε να δημιουργήσει κάτι που κουβαλούσε στο μυαλό του, σε πείσμα όλων όσων λέγαμε «αυτά δεν έχουν νόημα».
Επιπλέον με τον καιρό ο μπαγάσας απέδειξε και κάτι ακόμα πιο σπάνιο: ότι μπορεί να ξεφύγει από την παγίδα που λέγεται «σιγουριά της επιτυχίας». Μερικά από τα νούμερα της Ταράτσας έχουν υπάρξει τόσο εντυπωσιακά, που έχουν δημιουργήσει κοινό: οι εξομολογήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου πχ στην Βίκυ Φλέσσα ή τα κομμάτια της Eurovision διασκευασμένα από τον Αλευρά, υπήρξαν εκρηκτικά χιουμοριστικά δημιουργήματα που από μόνα τους θα δικαιολογούσαν το εισιτήριο. Κι όμως ο Φοίβος τα άφησε στην άκρη για να ανεβάσει επί σκηνής άλλους πρωταγωνιστές γιατί η Ταράτσα όπως όλα τα εμπνευσμένα θεάματα δεν μπορεί να βασίζεται στην επανάληψη, δηλαδή στην ευκολία. Άλλωστε η μαγεία προκύπτει από την αίσθηση που δημιουργεί η ίδια η αξιοποίηση του χώρου: χάνεσαι στην γλύκα της στιγμής. Η Ταράτσα είναι το μόνο μέρος στο οποίο έχω δει τέσσερις νέους παπάδες να τραγουδάνε το «Εκείνη». Ηθελα να πάω να τους φιλήσω το χέρι και να ζητήσω την ευλογία τους.
Και κριτική για γούρι
Θα κάνω και κριτική: είναι πιο δυνατό από μένα. Θα ήθελα μερικά νούμερα να είναι πιο μικρά ώστε να υπάρχει χώρος για ένα δεύτερο πέρασμα του καλεσμένου εκπροσώπου του stand up comedy – o Μαθιουδάκης το βράδυ που πήγα ήταν εξαιρετικός. Επίσης οι καλεσμένοι θα μπορούσαν να πουν δυο τραγούδια παραπάνω, αλλά ίσως φταίει ότι εγώ τους Χατζηφραγκέτα θα τους άκουγα όλο το βράδυ «γιατί ξέρω ένα παγκάκι γνωρίζω τον περιπτερά». Κι επίσης ομολογώ πως θα ήθελα λίγο παραπάνω Λευτέρη – ο «πρόεδρος» έχει υλικό. Αλλά για να πω την αλήθεια γκρινιάζω για γούρι. Γιατί κατά τα άλλα το μόνο που έχω να πω είναι «ανέβα στην ταράτσα του Φοίβου και πέσε απ’ την ταράτσα του Φοίβου. Και δέσε στ’ ουρανού το ταβάνι γιρλάντες, σημαιάκια και λαμπιόνια γιορτής»…