Η ήττα του Ολυμπιακού στον ημιτελικό του τέταρτου σερί Final 4 που πήρε μέρος δημιουργεί σε όλους ένα πειρασμό να γράψουν για το δάσος (δηλαδή για το γιατί μια ομάδα τόσο συνεπής δεν κατακτά το τρόπαιο που μανιωδώς κυνηγά) και όχι για το δέντρο, δηλαδή για το χθεσινό ματς με την Μονακό. Ωστόσο εγώ δεν είμαι μικρόψυχος και δεν σβήνω τσιγάρα στις πληγές. Για γενικούς απολογισμούς και περισσότερες εξηγήσεις υπάρχει χρόνος. Σήμερα η προτεραιότητα είναι να γίνει κατανοητό ότι στο Αμπου Ντάμπι υπήρξε κυρίως ένας θρίαμβος ενός γεννημένου νικητή: του Βασίλη Σπανούλη. Διότι αυτά τα ματς είναι διδακτικά ακόμα και για όσους δυσκολεύονται να καταλάβουν τα βασικά του μπάσκετ του καιρού μας.
Η ιδεολογική αντιπαράθεση
Εν μέρει ο Γιώργος Μπαρτζώκας προδόθηκε από τους παίκτες του, αλλά τους παίκτες αυτούς αυτός τους έχει διαλέξει για να υπηρετήσουν ένα πλάνο που είναι εντελώς δίκο του – τόσο δικό του ώστε υπάρχουν πολλοί που το θεωρούν ένα είδος μοναδικής συνταγής για να παίξει μια ομάδα μπάσκετ και να κερδίσει: δόγμα πιο πολύ από παιγνίδι.
Ο κόουτς του Ολυμπιακού πιστεύει σ’ ένα μπάσκετ στο οποίο οι πάσες είναι σημαντικότερες από τα «ένας εναντίον ενός» και οι ασίστ σχεδόν αυτοσκοπός. Ο Βασίλης Σπανούλης, που πολύ κακώς ο Μπαρτζώκας μείωσε με την δήλωση ότι τον φοβόταν πιο πολύ σαν παίκτη (αυτά παραμονή ενός τέτοιου ματς απλά δεν τα λες), μοιάζει να πιστεύει στο μπάσκετ που ο ίδιος έπαιξε στο τοπ επίπεδο, δηλαδή στο μπάσκετ της ατομικής πρωτοβουλίας, της ευθύνης, της προσωπικότητας και της επικουρικής συνεισφοράς του προπονητή, που οργανώνει μια ομάδα αλλά σέβεται και το επιθετικό ταλέντο – άμυνα μπορεί να παίξουν όλοι οι ρολίστες της γης. Ο Σπανούλης λίγες μέρες πριν είχε καυγαδίσει με τον Τζέιμς πράγμα καθόλου παράξενο γιατί μιλάμε για σκληρούς τύπους. Πριν το ματς είπε πως συχνά όταν βλέπει τον Τζέιμς βλέπει τον εαυτό του!
Η μονομαχία του Μπαρτζώκα με τον Σπανούλη στο Αμπού Ντάμπι ήταν στην πραγματικότητα ένα είδος μπασκετικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Κέρδισε και πολύ εύκολα ο Σπανουλης. Για δύο πολύ απλούς λόγους. Γιατί μπόρεσε να διαχειριστεί το άγχος του καλύτερα καθώς από πρώτο χέρι γνωρίζει πως τα Final 4 είναι ματς παικτών. Αλλά και γιατί οι περιφερειακοί του με πρώτο τον ηγέτη Τζειμς έκαναν πολλά. Την ώρα που οι Γουόκαπ, Γκος, Βιλντόζα και Σειμπεν Λι έπαθαν ταραχή από την πίεση.
Το τρικ του Σπανούλη
Δεν είναι παράξενο: κανείς από αυτούς τους παίκτες δεν έχει υπάρξει πρωταγωνιστής σε Final 4 – και δύσκολα θα υπάρξει. Σ’ αυτά τα παιχνίδια η μπάλα βαραίνει πάρα πολύ. Όταν δεν υπάρχουν αυτοί που μπορούν να την κρατήσουν στα χέρια τους με σιγουριά και υπευθυνότητα μια ομάδα είναι δύσκολο να λειτουργήσει επιθετικά. Ακόμα κι αν ο αδάμαστος Φουρνιέ βάλει 31 πόντους είναι δύσκολο ο Ολυμπιακός να φτάσει στους 80 με τους συγκεκριμένους γκαρντ – χωρίς 80 πόντους δεν κερδίζεις κι ας έχεις κρατήσει την Μονακό στους 33 στο πρώτο ημίχρονο. Πόσο μάλλον όταν αντίπαλος προπονητής που σ ξέρει πολύ καλά έχει ένα τρικ για να φρενάρει και τον Σάσα Βεζένκοφ.
Ο Σπανούλης έκανε κάτι απλό. Κόλλησε στον Βεζένκοφ ένα σκληρό και αθλητικό παίκτη: τον Μπλοσονγκέιμ που έπαιξε 37 λεπτά! Ο Βεζένκοφ είναι από τους καλύτερους στο να τιμωρεί άμυνες με αλλαγές: πηγαίνει κοντά (όταν τον μαρκάρει κοντός) ή βγαίνει μακριά (όταν τον μαρκάρει ψηλός). Αλλά με ένα παίκτη απλά κολλημένο πάνω του βρήκε τον μπελά του. Επρεπε να πασάρει, αλλά δεν το έκανε προτιμώντας να ζητά πολύ και διαρκώς την μπάλα – κουράστηκε και ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο και στην άμυνα τον χτύπησαν ανελέητα.
Είναι αυτός ο λόγος της ήττας του Ολυμπιακού; Είναι και αυτός, αλλά δεν είναι ο μόνος: κι ο Χέις Ντέιβις στο ματς της Φενερ με τον ΠΑΟ 7 πόντους έβαλε αλλά δεν έγινε κάτι – καμία σοβαρή ομάδα δεν εξαρτάται από την απόδοση ενός παίκτη που παίζει στο 4. Ολη την σεζόν γράφω για την ανάγκη να υπάρξει ένας τρίτος πόλος παιγνιδιού διότι όταν κάποιος από τους Βεζένκοφ και Φουρνιέ μπλοκάρει ο Ολυμπιακός γίνεται μονοδιάστατος. Χθες ήταν και προβλέψιμος: ο Φουρνιέ, ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο, ήταν ο μόνος που είχε την προσωπικότητα ν΄ αφήσει κατά μέρους την αγωνιώδη αναζήτηση μιας πάσας (οι πάσες έτσι κι αλλιώς δεν περνούσαν – ο Ολυμπιακός είχε όλες κι όλες 10 ασίστ) και να πάει στο καλάθι. Ο Γάλλος ήταν συγκινητικός, αλλά ποτέ κανείς δεν μπορεί να κερδίσει μια ομάδα μόνος του, ειδικά όταν οι συμπαίκτες του απλά τον κοιτάζουν: λίγο δυο ωραίες παγίδες πάνω του που έστησε ο Σπανούλης και οι παίκτες του και λίγο η κούρασή του (έπαιξε 35 λεπτά!), τελείωσαν το ματς νωρίς. Στα 4’30’’ πριν το τέλος η Μονακό ήταν στο +12, στο τελευταίο δίλεπτο μπήκε με +9. Και με τον Τζέιμς να κάνει ό,τι θέλει.
Ετρεμαν τα χέρια
Ο Ολυμπιακός σούταρε σε όλο το βράδυ άθλια πίσω από τη γραμμή του τρίποντου: το 5/27 τρίποντα (που κάποια στιγμή ήταν 2/19!) είναι εμβληματικό του πόσο έτρεμαν τα χέρια. Δεν ήταν μόνο ζήτημα κακής βραδιάς αλλά είναι και ζήτημα παιχνιδιού. Στα παιχνίδια αυτά στα οποία η νευρικότητα είναι τεράστια είναι δύσκολο μια ομάδα να κυκλοφορήσει την μπάλα συνεχώς απέναντι σε σεταρισμένες άμυνες, σουτάροντας μάλιστα σχεδόν πάντα στα 10 τελευταία δευτερόλεπτα της επίθεσης. Πρέπει να μπορείς να σκοράρεις παίζοντας γρήγορα, όταν όμως οι παίκτες που παίρνουν τις αποφάσεις είναι αργοί ή τσαπατσούληδες ή χωρίς πόντους στα χέρια τους, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Δεν είναι αυτό το παράξενο: το παράξενο είναι ότι ο Φαλ έπαιξε πιο πολύ από τον Μιλουτίνοφ, ότι ο ΜακΚίσικ δεν πάτησε το παρκέ στο δεύτερο ημίχρονο, ότι με τον Βεζένκοφ μπλοκαρισμένο ο Πίτερς έπαιξε μόνο 10 λεπτά, ότι ο Λαρεντζάκης έμεινε εκτός δωδεκάδας για να μπει σε αυτή ο Ράιτ που δεν αγωνίστηκε δευτερόλεπτο, ότι ο Γουόκαπ έμεινε 21 λεπτά στο γήπεδο για να βάλει ένα καλάθι – πρόκειται μάλλον για ατομικό ρεκόρ καθώς στο προηγούμενο Final 4 δεν είχε σκοράρει καν. Το βραχυκύκλωμα ήταν απόλυτο. Το ματς θύμισε σε πολλά το περσινό με την Ρεάλ.
Δίκαια η Μονακό
Ούτε η Μονακό σούταρε καταπληκτικά, σούταρε όμως λιγότερο: είχε 5/17 τρίποντα. Είχε φυσικά διπλάσιες ασίστ (21) χωρίς αυτές να μοιάζουν εμμονή και είχε 41 ριμπάουντ δηλαδή πολλές περισσότερες κατοχές. Ενδεικτικό της υπεροχής της ότι δεν έχασε κανένα δεκάλεπτο! Ο Ολυμπιακός, συγχυσμένος και χωρίς καθοδήγηση από γκαρντ με προσωπικότητα, έχασε από μια ομάδα αθλητικότατη που είχε ένα αληθινό ηγέτη όπως ο Τζειμς, είχε έναν Ντιαλό άπιαστο και ένα Μπλοσονγκειμ που απέδειξε ότι το τεράστιο παιχνίδι που είχε κάνει στο πριν λίγες εβδομάδες στο ΣΕΦ δεν ήταν τυχαίο.
Ο Σπανούλης είναι στον πρώτο τελικό της καριέρας του, στο πρώτο Final 4 που έφτασε ως προπονητής. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτό φαίνεται σε όλους απολύτως λογικό. Με τους γεννημένους νικητές έτσι συμβαίνει.