Θυμάμαι πάντα τον Γιαννάκη…

Θυμάμαι πάντα τον Γιαννάκη…


 

Τους βλέπεις να σκοτώνονται στο παρκέ και νομίζεις ότι πιστεύουν πως έχει σταματήσει ο χρόνος και ότι βρίσκονται στο 2004, πράγμα που δεν ισχύει γιατί τα σημάδια του χρόνου φαίνονται. Ο 39χρονος Τζινόμπιλι δεν έχει πλέον τα μαλλιά του. Ο 36χρονος Σκόλα έχει παραπάνω κιλά. Ο 34χρονος Ντελφίνο είναι τόσο αργός που νομίζεις ότι ξέχασε το μπάσκετ. Ο 37χρονος Νοτσιόνι με τον καιρό μαλάκωσε: δεν θέλει πλέον να βάλει το κρίσιμο σουτ και τους δείρει όλους, του αρκεί να βάλει το κρίσιμο σουτ. Οι Αργεντίνοι δεν είναι εθνική ομάδα μπάσκετ, είναι κόμικς με σούπερ ήρωες: ισχυρίζονται ότι έχουν βρει το μυστικό της αιώνιας ζωής και καλούνται κάθε φορά να πείσουν τους δύσπιστους. Είναι οι μόνοι; Όχι. Με τον ίδιο τρόπο προσπαθούν να νικήσουν το χρόνο κι οι 36χρονοι πλέον Παού Γκασόλ, που διέλυσε με 5 στα 5 τρίποντα την Λιθουανία κι ο Ναβάρο, που πετώντας μπομπίτες σαν μπαχαλάκης των γηπέδων του μπάσκετ έφτασε τις πέντε συμμετοχές σε ολυμπιακούς αγώνες. Κανείς από όλους αυτούς δεν κάνει στο Ρίο τα καλύτερα ματς της ζωής του. Κανείς πιθανότατα δεν θα γυρίσει από εκεί με ένα μετάλλιο, αφού κάμποσοι άλλοι που θα βρουν μπροστά τους ως αντίπαλοι είναι νεότεροι, σκληρότεροι και πιο διψασμένοι. Αλλά είναι όλοι εκεί και μακάρι να δικαιωθούν για την πίστη και την επιμονή τους.

Σίνκο σίνκο και άδειες βόμβες

Πιστεύω πως στην καλύτερη των περιπτώσεων οι Αργεντίνοι θα γυρίσουν από το Ρίο και θα χουν να διηγούνται κάποια μέρα στα παιδιά τους πως πήγαν εκεί και χρειάστηκαν δυο παρατάσεις για να βουβάνουν ένα γήπεδο που από το πρώτο λεπτό τους τραγουδούσε «Σίνκο, Σίνκο» για να τους θυμίζει ότι στο ποδόσφαιρο η Σελεσάο έχει πέντε παγκόσμια κύπελλά. Πιστεύω επίσης ότι οι Ισπανοί δύσκολα θα περάσουν το σκόπελο που τους περιμένει στα προημιτελικά, (αν φτάσουν μέχρι εκεί) γιατί ο Γκασόλ δύσκολα θα είναι καθοριστικός όσο πέρυσι στο Πανευρωπαϊκό κι ο Ναβάρο ξέμεινε από μπομπίτες μολότοφ και λοιπά πολεμοφόδια. Αλλά θα ήμουν ψεύτης αν δεν παραδεχόμουν πόσο ζηλεύω αυτές τις δυο υπέροχες «ομάδες  παρέες» γιατί οι ηγέτες τους είναι εκεί και δεν αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον εύκολο δρόμο του «χάρηκα – που - με – αγαπάτε – κι – αντίο – γιατί - έχω – προτεραιότητα - το σύλλογο – που – με - πληρώνει». Πιθανότατα όλα αυτά τα περήφανα γηρατειά θα ολοκληρώσουν τις καριέρες τους χωρίς τίτλους και χειροκροτήματα, αλλά τίποτα από αυτά δεν τους έχει λείψει, ώστε να τα χρειάζονται και στο φινάλε τους. Σημασία για αυτούς έχει ότι στο τέλος της διαδρομής θα φτάσουν κάνοντας αυτό που έκαναν σε όλη την τεράστια καριέρα τους, δηλαδή δίνοντας μάχες με το εθνόσημο: για τους Αργεντίνους είναι αυτονόητο, αφού το πατριωτικό τους φρόνημα είναι τεράστιο, για τον Γκασόλ και τον Ναβάρο η επιλογή αυτή είναι απλά η απόδειξη του πόσο αγαπάνε το σπορ, την ομάδα και την παρέα – πράγματα που στην ισπανική κουλτούρα, είναι ίσως σημαντικότερα κι από την ηθική υποχρέωση της παρουσίας στην εθνική ομάδα. Όπως και να χει η επιλογή αυτών των υπέροχων, κουρασμένων, τσαλακωμένων από το χρόνο γερόντων να είναι και πάλι παρόντες εμένα με συγκινεί. Κυρίως γιατί σκέφτομαι τους δικούς μας ήρωες, τα εύκολα αντίο τους στην φανέλα της Εθνικής και όλους εκείνους που έκαναν ότι ήταν δυνατό για να μας πείσουν ότι οι αποφάσεις τους υπήρξαν σωστές. Ποτέ μου δεν θα δεχτώ ότι η παραίτηση (που είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την αποστρατεία) είναι αξιέπαινη: όποιος από την Εθνική αποχωρεί νωρίς μπορεί να έχει τους λόγους του, αλλά ούτε θα τους σεβαστώ ποτέ μου, ούτε θα χειροκροτήσω αυτή του την απόφαση. Γιατί βλέπω τον Νοτσιόνι, τον Τζινόμπιλι, το Σκόλα, τον Γκασόλ, τον Ναβάρο και αληθινά ζηλεύω. Ζηλεύω ότι ενώ πχ οι δυο Ισπανοί είχαν πέρυσι την ευκαιρία να πουν αντίο στην Εθνική με το κύπελλο του πρωταθλητή Ευρώπης στα χέρια, έμειναν για να πάνε και στο Ρίο κι ας μην έχουν πια δυνάμεις κι ενέργεια. Ζηλεύω που δέχονται να παίζουν πιο λίγο, αλλά είναι πάντα παρόντες. 

Μας έκαναν ζημιές αξέχαστες

Στη δική μας εθνική όλοι αυτοί οι σημερινοί βετεράνοι έκαναν στα νιάτα του ειδικά ζημιές τεράστιες. Οι Αργεντίνοι το 2004 χάλασαν το πανηγύρι μας, καταθέτοντας στο παρκέ απλώς μεγαλύτερη ψυχραιμία και μετά πήραν στην Αθήνα και το χρυσό αποκλείοντας τους Αμερικάνους. Τέσσερα χρόνια αργότερα στο Πεκίνο μας στέρησαν ένα μετάλλιο κερδίζοντας την Εθνική του Παναγιώτη Γιαννάκη σε ένα επικό ματς, αξέχαστο σε όποιον αγαπάει το μπάσκετ: τότε τους θεωρούσαμε ήδη μεγάλους και λέγαμε πως παίζουν χωρίς να έχουν στον πάγκο αλλαγές και πως για αυτό το λόγο είναι αδύνατο ν αντέξουν. Οι Ισπανοί, πάντα υπό την ηγεσία του Ναβάρο και του Γκασόλ, μας έχουν κάνει τόσα πολλά χουνέρια, ώστε θεωρείται μέρα εθνικής γιορτής η σπάνια βραδιά που τους κερδίζουμε. Τους θεωρούμε θεατρίνους, τους καταριόμαστε, τους αντιπαθούμε και είμαστε πάντα έτοιμοι να πανηγυρίσουμε τις ήττες τους κι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα - όμως ας παραδεχτούμε κάτι κι ας μας πονάει: οι ηγέτες τους, απέδειξαν με την πίστη τους και την διαρκή προσφορά τους ότι αγαπούν την Εθνική τους πιο πολύ από όσο την αγαπούσαν οι δικοί μας που έφυγαν από αυτή νωρίς για να αφοσιωθούν στους συλλόγους και τα συμβόλαιά τους. Αυτή η μεγάλη αγάπη τους για την εθνική ομάδα, την οποία μέχρι το τέλος της καριέρας τους υπηρετούν, κάνει και κάθε νίκη τους κόντρα στη δική μας περισσότερο δίκαιη: μας αρέσει δεν μας αρέσει, οι πιστοί στρατιώτες και οι ήρωες της ιστορίας ήταν αυτοί. Όχι οι δικοί μας.

Εύκολο μόνο για τους άλλους 

Κάθε φορά που σε αυτούς τους Ολυμπιακούς τους βλέπω να υποφέρουν απέναντι σε αντιπάλους κατώτερους, αλλά πολύ νεότερους, θυμάμαι πάντα τον αθλητή και αρχηγό Παναγιώτη Γιαννάκη: όχι το Γιαννάκη του 87 και του 89, αλλά αυτόν που πήγε στα παγκόσμια πρωταθλήματα και στην Ατλάντα παίζοντας στην Εθνική μέχρι την τελευταία στιγμή της καριέρας του. Δεν τον τιμήσαμε ποτέ όσο έπρεπε και μαζί δεν τιμήσαμε και τις αξίες που πάντοτε αντιπροσώπευε: την πίστη του στην Εθνική, την αφοσίωση του, τη θέλησή του να μας δείχνει την αγάπη για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα σε κάθε ευκαιρία. Όλα αυτά οι νεότεροι που δεν τα διδάχτηκαν δεν τα είχαν – τα πρέσβευε ο Γιαννάκης και στην χώρας μας τα θεωρούμε εύκολα και δεδομένα. Είναι, αλλά για τον Τζινόμπιλι, τον Γκασόλ, τον Νοτσιόνι, τον Σκόλα, τον Ναβάρο – όχι για τους πιο πολλούς από τους δικούς μας σούπερ σταρ δυστυχώς...