Σχετικά με τον Μαρσέλο...

Σχετικά με τον Μαρσέλο...


Εδώ και μέρες πολλοί φίλοι με ρωτούν τι πιστεύω για τον Μαρσέλο και το πέρασμά του από την Ελλάδα και αν τελικά ήταν λάθος η απόκτησή του από τον Ολυμπιακό ή αν υπήρξε κάτι που δεν έγινε σωστά στη συνέχεια κτλ. Δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο στην ιστορία αυτή: περιπτώσεις όπως αυτή του Μαρσέλο, δηλαδή παικτών με μεγάλο όνομα που ήρθαν στην Ελλάδα και δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα είναι πολλές. Ολες οι μεγάλες ελληνικές ομάδες έχουν κατά καιρούς αποκτήσει κάποιο παίκτη με μεγάλο όνομα και τον είδαν να μην προσφέρει σχεδόν τίποτα. Για κάθε Μαρσέλο στον Ολυμπιακό, υπάρχει ένας Εσιέν στον Παναθηναϊκό, ένας Ούγκο Αλμέιδα κι ένας Μπονανότε στην ΑΕΚ, ένας Μπερμπάτοφ και ένας Καγκάβα στον ΠΑΟΚ, ένας Ζερβινιό στον Αρη κι άλλοι πολλοί – παρά πολλοί.

Η ιστορία του Μαρσέλο ξεχωρίζει από άλλες ανάλογες μόνο για το πώς τον υποδέχτηκαν: το ότι πήγαν να τον δουν πάνω από 25 χιλιάδες άνθρωποι στο Καραϊσκάκη ήταν και παραμένει εντυπωσιακό. Είχε φυσικά σχέση με την καριέρα του ποδοσφαιριστή. Αλλά ήταν τότε και μια δήλωση πίστης του κόσμου του Ολυμπιακού ότι παρά τις αντιξοότητες με τις οποίες η σεζόν ξεκίνησε, τα πράγματα θα πάνε καλά. Και υπήρχε και κάτι άλλο: η απόκτηση των υπηρεσιών του Βραζιλιάνου ήταν μια θεαματική κίνηση του μεγαλομέτοχου του Ολυμπιακού κ. Βαγγέλη Μαρινάκη με την οποία ήθελε να απαντήσει στην κατηγορία που υπήρχε όλο το καλοκαίρι ότι ασχολείται πια κυρίως με την Νότιγχαμ κτλ. Άλλος, απέναντι σε αυτή την άδικη κατηγορία, θα απαντούσε με μια δήλωση ή μια συνέντευξη: αυτός ήθελε να απαντήσει με μια πράξη συμβολική. Την έκανε και η συζήτηση σταμάτησε. Του κόστισε βέβαια. Αλλά ο Ολυμπιακός δεν έπαθε από την όλη ιστορία και κάποιο κακό: δεν ήταν ποτέ φέτος το πρόβλημα του ο Μαρσέλο. Δεν πρόσφερε σίγουρα τα αναμενόμενα. Αλλά δεν ήταν ο μόνος.   

https://www.to10.gr/wp-content/uploads/2023/02/5671842-e1662401939493-1.jpg

«Για την Ελλάδα καλός»

Εκανε κάποιο λάθος με το Βραζιλιάνο ο Ολυμπιακός όσο αυτός ήταν στην Ελλάδα; Δεν το νομίζω. Λάθος ήταν πιθανότατα η απόκτησή του μετά την σεζόν που είχε πέρυσι – αλλά αυτό είναι ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει μόνο εκ των υστέρων, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παικτών με μεγάλα ονόματα που ήρθαν στην Ελλάδα και δεν βοήθησαν τις ομάδες που τους απέκτησαν. Στον Μαρσέλο ο Ολυμπιακός έδωσε όλο τον χρόνο που του ήταν απαραίτητος. Δεν τον πίεσε κανείς. Του επέτρεψε να δουλέψει με ειδικό γυμναστή. Τον περίμενε πολύ καιρό. Οι προπονητές του σεβάστηκαν την ιστορία του και του έδωσαν και ευκαιρίες – ίσως και πιο πολλές από όσες έπρεπε. Αν κάτι αποδείχτηκε λάθος ήταν προσδοκία ότι θα μπορούσε να βοηθήσει. Σε αυτό η περίπτωσή του μπορεί να αποδειχτεί ένα καλό μάθημα.

Υπάρχει στην Ελλάδα μια διάχυτη αντίληψη ότι στο πρωτάθλημά μας μπορεί να αγωνιστεί ο οποιοσδήποτε ποδοσφαιριστής αρκεί – για να το πω απλά – «να ξέρει μπάλα». Μια από τις φράσεις που έχουν σημαδέψει την αντίληψη των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων είναι το «για την Ελλάδα είναι καλός». Πρόκειται για ένα αξίωμα που ίσχυε χρόνια πριν: όχι πια. Καλός πλέον για την Ελλάδα δεν είναι όποιος έχει τεχνική για να κάνει δυο – τρία κόλπα με τη μπάλα, από αυτά που προκαλούν χειροκροτήματα στις εξέδρες: καλός είναι όποιος τρέχει, όποιος μοχθεί, όποιος προπονείται κι όποιος βελτιώνεται. Αυτό ισχύει για τους Ελληνες και τους ξένους παίκτες: η προσφορά μετριέται πλέον με χιλιόμετρα, όχι με τακουνάκια. Αν αρκούσαν τα τακουνάκια ο Μαρσέλο θα ήταν ο καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος.

https://nb.bbend.net/media/news/2022/11/15/1371239/figure/marcelo-olympiacos.jpg

Η λατρεία του περιττού

Το ξέρω ότι πολλοί με αυτό διαφωνούν. Ακούω πολύ κόσμο που κατά καιρούς δυσφορεί με τους «δεκαθλητές», που θέλει να χειροκροτεί ντρίπλες, που πιστεύει πως ποδόσφαιρο είναι οι non look πάσες κι άλλα τέτοια που είναι χρήσιμα για τα βίντεο με τις καλύτερες στιγμές των πελατών τους ποδοσφαιριστών που ανεβάζουν οι αντζέντηδες στο Youtube. Κατανοώ το είδος του γούστου αλλά δεν έχει δυστυχώς σχέση με το σήμερα: αφορά προηγούμενες δεκαετίες, τότε που είμασταν νέοι, κάναμε την πλάκα μας και φαντασιωνόμασταν ότι κάποια στιγμή η όποια ομαδάρα θα αποκτήσει «δεκάρια» και «μάγους» σαν αυτούς που βλέπαμε στην Αθλητική Κυριακή όταν «τα ξένα» τα παρουσίαζε ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.

Δεν είναι κακό που μεγαλώσαμε έτσι: ίσα ίσα που όλη αυτή η λατρεία για τους μάγους, τους παλιάτσους και τα ξύλινα σπαθιά, μας επέτρεψε και να αποκτήσουμε κι ένα κάποιο καλούτσικο γούστο – τουλάχιστον δεν αγαπήσαμε και δεν ονειρευτήκαμε τύπους που κάνουν τάκλιν μέσα στη λασπουριά. Αλλά οι καιροί άλλαξαν και ειδικά στο ποδόσφαιρο άλλαξαν πάρα πολύ: όποιος παίκτης σήμερα δεν τρέχει, δεν πιέζει τη μπάλα, δεν παίζει για τον συμπαίκτη, δεν βγαίνει από το γήπεδο ιδρωμένος είναι μεγάλη πολυτέλεια για μια ομάδα. Και οι ελληνικές ομάδες είναι δύσκολο πια να έχουν τέτοιες πολυτέλειές. Ακόμα κι ο Ολυμπιακός. Που με καμιά δεκαριά αντιπάλους που έχει κάθε χρόνο στο πρωτάθλημα μπορεί να κερδίζει πιάνοντας απλά το 50% της απόδοσής του.

https://www.gazzetta.gr/sites/default/files/styles/article_main_image/public/2022-06/marcelo2.jpg?itok=2JRo75R8

Να κάνει τη δουλειά

Η περίπτωση του Μαρσέλο, όπως ακριβώς και πολλές άλλες παικτών με μεγάλα ονόματα που πέρασαν από εδώ και δεν πρόσφεραν, θα είναι χρήσιμη αν μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός. Πριν τον Μαρσέλο, ως λύση για το άκρο της άμυνάς του ο Ολυμπιακός είχε πάρει και τον Βρσάλικο, που δεν ήταν βέβαια Μαρσέλο, αλλά ένα μεγάλο όνομα (κι ένα πολύ πλούσιο βιογραφικό) κουβαλούσε κι αυτός. Τελικά την ουσιαστική βοήθεια μοιάζει να την έχει πάρει από τον Ριντινέι, που κανείς μας δεν γνώριζε, αλλά που ήρθε στην Ελλάδα με όρεξη να χτίσει μια καριέρα κι όχι γιατί η ζωή τα έφερε έτσι ώστε δεν μπορούσε να πάει αλλού. Τέτοιους παίκτες χρειάζονται οι ελληνικές ομάδες πλέον. Κι αν αποκτούν και κάποιο Μαρσέλο, δεν πειράζει: θα είναι πάντα καλοδεχούμενος για το πανηγύρι που προκαλεί η απόκτησή του, αλλά καλό είναι να έχουμε τα υπόψιν μας πως η προσφορά του μπορεί στο τέλος να περιοριστεί σε αυτό. Καλώς να ρθει, αρκεί να υπάρχει και κάποιος να κάνει τη δουλειά, δηλαδή.

Όταν ήρθε ο Μαρσέλο δεν έγραψα ούτε ύμνους για την απόκτησή του, ούτε φυσικά κατέθεσα κάποια σιγουριά για την προσφορά του. Είχα γράψει ότι για όποιον αγαπάει το ποδόσφαιρο θα ναι καλό να τον δει να παίζει και να προσφέρει. Χθες διάβασα μια δήλωσή του που εξηγεί το γιατί δεν τα κατάφερε: λέει, μέσες άκρες, πως ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει την Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά και πως ακόμα πληρώνει το γεγονός ότι έμεινε ένα ολόκληρο χρόνο σε αυτή χωρίς να αγωνίζεται. Σκεφτόμουν πως αν αυτά τα έγραφα το καλοκαίρι θα έπρεπε να αλλάξω χώρα: ο ενθουσιασμός για τον ερχομό του ήταν τόσο μεγάλος που και ο ίδιος ο Μαρσέλο να τα έλεγε δεν θα τον άκουγε κανείς!

Το δεύτερο μάθημα

Αυτό είναι και το δεύτερο μάθημα της ιστορίας πιστεύω. Οι ελληνικές ομάδες χάρη στα Social Media αφουγκράζονται το γούστο του κοινού – τρέχουν πίσω από τον κόσμο τους προσπαθώντας να τον ικανοποιήσουν. Αν αρχίσουμε να ζητάμε από τις ομάδες καλούς προπονητές πχ, κι αν αρχίσουμε να ζητάμε να τους δώσουν και χρόνο ικανοποιώντας τις εισηγήσεις τους, ώστε να μπορούν να φτιάξουν τις ομάδες που θέλουν, υπάρχει μια περίπτωση να δούμε και καλύτερες ομάδες. Αν τους ζητάμε μάγους θα δούμε κι άλλους Μαρσέλους το καλοκαίρι και θα αναρωτιόμαστε τι θα κάνουν το χειμώνα – σιγά σιγά μαθαίνεις να μην είσαι βέβαιος, δεν είναι δύσκολο.

Εγραψα «αν αρχίσουμε»: λάθος. Το σωστό είναι «αν αρχίσετε». Εμείς οι αθλητικογράφοι δεν χρειάζεται ούτε να ζητάμε, ούτε να απαιτούμε, ούτε να πανηγυρίζουμε. Χρειάζεται απλά να έχουμε το κουράγιο να ενημερώνουμε. Σιγά μην το βρούμε…