Σταμάτης ασταμάτητος...

Σταμάτης ασταμάτητος...


Τον Σταμάτη Κόκοτα είχα την τιμή να τον γνωρίσω, αλλά και να του πω πόσο σπουδαίος ήταν. Πριν πέντε χρόνια, όταν έκλεισε τα 80 του, του είχα γράψει ένα ύμνο από καρδιάς. Με πήρε τηλέφωνο και με μάλωσε. «Δεν θέλω τέτοια, θέλω απλά να έρχεστε να με ακούτε» μου χε πει και με ρώτησε πως βλέπω τον Παναθηναϊκό. Ηταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε. Τα τελευταία χρόνια όσο χειροτέρευε η υγεία του, τόσο πιο πολύ ήθελα να πάω να το δω, αλλά πάντα με φρέναρε μια φράση του: «θέλω να με θυμόσαστε στην πίστα να τραγουδάω, τίποτα άλλο δεν θέλω. Το λαλαλά είμαι εγώ, αυτό με κέρδισε».      

Τώρα που έφυγε, παραθέτω ένα κομμάτι από το κείμενο που κάποτε του αφιέρωσα, επικαιροποιημένο. Αν και θα σας συνιστούσα για να τον αποχαιρετήσετε απλά να ακούσετε ένα από τα μεγάλα τραγούδια του.

Τον αγαπούσαν όλοι

Τον Κόκοτα με έμαθε να τον αγαπάω ο πατέρας μου. Όταν ήμουν μικρός ο Κόκοτας δεν ήταν απλά ένας μεγάλος τραγουδιστής, που έκανε επιτυχίες, αλλά ένα αληθινό και σπάνιο για την Ελλάδα pop είδωλο. Οδηγούσε Ferrari και ήταν και οδηγός αγώνων. Είχε φαβορίτες και του δίνανε 50 εκατομμύρια δραχμές για να τις ξυρίσει και να κάνει διαφημίσεις σε ξυραφάκια κι έλεγε «αφήστε με ήσυχο». Πανηγύριζε τα γκολ του Παναθηναϊκού μπαίνοντας στο γήπεδο για να αγκαλιάσει τον Μίμη Δομάζο. Στις δημόσιες εμφανίσεις του χαλούσε κόσμος: στην Πλατεία Νέας Σμύρνης έτρεχαν εκατοντάδες παιδιά πίσω του. Στα μαγαζιά που τραγουδούσε υπήρχαν ουρές. Ο Κόκοτας, με τον Ζαμπέτα, την Μαρινέλα, τον Βοσκόπουλο, άλλαξαν τα νυχτερινά μαγαζιά – τα «κέντρα πολυτελείας», στα οποία μια βραδιά σου ήταν κοσμική έξοδος κι όχι πέρασμα, γεννήθηκαν με την επιτυχία τους. Και το περίφημο «ελαφρολαϊκό», που ελαφρύ δεν ήταν, ο Κόκοτας του έδωσε λάμψη, ίσως για πρώτη φορά.

https://nb.bbend.net/media/news/2022/10/01/1357516/figure/kokotas_onasis.jpg

Ο Κόκοτας ήταν φίλος της Κάλλας κι όταν κάποτε πωλήθηκαν σε δημοπρασία για φιλανθρωπικούς σκοπούς τα αγαπημένα της αντικείμενα, μέσα σε αυτά υπήρχαν και επτά δίσκοι του Σταμάτη με την υπογραφή του. Ο ίδιος πήγε να σπουδάσει στο Παρίσι, αλλά τον κέρδισε το τραγούδι. Ισχυριζόταν ότι άνοιγε τα προγράμματα του Σαρλ Αζναβούρ και της Εντίθ Πιάφ, κι ότι έκανε μια περιοδεία στη Γαλλία με την Πετούλα Κλαρκ. Το σίγουρο ήταν ότι είχε επιτυχία εκεί και ότι γνώρισε στο Παρίσι τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ηταν παιδί μιας μάλλον πλούσιας οικογένειας (ο πατέρας του, που τον έχασε γρήγορα, ήταν γιατρός) και τα παιδικά του χρόνια δεν είχαν τίποτα το μελό – τον μεγάλωσε χωρίς να του λείψει το παραμικρό. Τον αγαπούσαν όταν μεσουρανούσε όλοι: κι ο Ζαμπέτας και ο Γκάτσος κι ο Μούτσης και ο Τσιτσάνης, κι ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Τζάκι και ο απλός κόσμος. Ηταν ωραίος ο Σταμάτης. «Σταματάκος» για όσους τότε τον ήξεραν, κύριος Σταμάτης για μας τους υπόλοιπους.

Μουσικό είδος μόνος του

Δεν ξέρω πόσοι το έχουν καταλάβει, αλλά ο Κόκοτας ανήκει στους ελάχιστους Ελληνες τραγουδιστές που υπήρξαν ένα μουσικό είδος από μόνοι τους. Δεν ήταν βαρύς, όπως οι περισσότεροι του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα, δεν ήταν γλυκανάλατος, ώστε να τραγουδάει μόνο για τις γυναίκες, τα πάθη και τα λάθη του έρωτα, δεν έλεγε πολιτικά τραγούδια που τη δεκαετία του 70 ήταν ο ευκολότερος τρόπος για να κάνεις καριέρα, δεν θυμάμαι να έχει πει ούτε ένα τσιφτετέλι, μολονότι καλά θα το έλεγε είμαι βέβαιος. Ο Κόκοτας τραγούδησε Κόκοτα αποκλειστικά – κι απλά συνέβη τα τραγούδια, δηλαδή τις μελωδίες και τους στίχους, να τα έχουν γράψει άλλοι. Εχοντας ως έρθει από το Παρίσι ως φίρμα εξασφάλισε το δικαίωμα να διαλέγει αυτός κι αυτό που πάντα τον ενδιέφερε ήταν ο στίχος.

https://www.news247.gr/img/1365/9768530/380000/o/660/0/kokotas-spanos.jpg

Ποτέ κανείς άλλος λαϊκός τραγουδιστής της εποχής, (λαϊκός γιατί οι μάζες τον γούσταραν κι όχι γιατί τις κολάκευε), δεν τραγούδησε τόσα τραγούδια που γίνανε επιτυχίες με τόσο δύσκολες λέξεις. Το όνειρο είναι «απατηλό». Οι όρκοι σβήστηκαν «μονοκοντυλιά». Όλα ήτανε «μια πλάνη». Στο Μοναστηράκι χορεύανε Βαυαροί χωροφυλάκοι «μες την αντηλιά» κι όλοι περιμένανε «να ρθουν οι πολιτσμάνοι». Η άπονη καρδιά ψάχνει μια αστροφεγγιά μέσα στα μεσάνυχτα. Αυτός ο άλλος δεν την φιλούσε, αλλά «την έβγαζε σεργιάνι στον ουρανό». Αυτή η άλλη «την αγάπη παίρνει, το σκοτάδι φέρνει» - αυτό το τελευταίο δεν έχει λέξεις δύσκολες, αλλά άντε να τις βάλεις αυτές τις μικρούλες σε τέτοια σειρά και να τις τραγουδήσεις κιόλας. Το «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα» είναι ένα τραγούδι πενήντα λέξεων: ο Κόκοτας το κάνει να μοιάζει έπος. Επίσης στα τραγούδια του υπήρχαν σχεδόν πάντα εικόνες που τις έβλεπες κι εσύ. Μια νύχτα με βροχή. Μια φωτιά να καίει. Κάτι παιδιά στο δρόμο. Μια λίμνη με θολό νερό. Του Προφήτη Ηλία τα σοκάκια. Και τα τραγουδούσε με το χέρι μπροστά. Σαν να μας διευθύνει. Η να μας δείχνει ένα δρόμο.   

Εργα αληθινής τέχνης

Ο Κόκοτας δεν είπε δυο χιλιάδες τραγούδια, του αποδίδονται σε πρώτη εκτέλεση λίγο περισσότερα από 300. Από αυτά μείνανε τριάντα, αλλά σπουδαία. Είπε λίγα γιατί ήταν δύσκολος στο να πει το ναι σε συνεργασίες, είχε ελάχιστους συνθέτες φίλους τους οποίους αληθινά εμπιστευόταν. Η δική του φωνή που έκανε τους στίχους του Γκάτσου, του Βίρβου, φυσικά του Λευτέρη του Παπαδόπουλου, ν ακούγονται τόσο απλοί και εύκολοι να τους τραγουδήσεις, ενώ τέτοιοι δεν είναι. Ό Κόκοτας δεν τραγουδούσε στίχους και συλλαβές και νότες: τραγουδούσε τα ίδια τα γράμματα της αλφαβήτου. Αυτό το παράξενο ηχόχρωμα της φωνής του, ευγενικό σαν χαμόγελο, έδινε στα γράμματα ήχους πρωτόγνωρους: το «λάμδα» του Κόκοτα στον «τρελό» είναι έργο τέχνης. Ο Κόκοτας σμιλεύει αυτό το «λάμδα» στο «μιλώ» στο «φιλώ» και στον «τρελό» και το αποδίδει τρεις φορές διαφορετικά: κοφτά κι αργά πριν το τραβήξει για να σε πείσει ότι ο τρελός του είναι τρελός πραγματικός και σπάνιος.

https://athina984.gr/wp-content/uploads/2022/10/5690863-1-1068x712.jpg

Στο «Γιέ μου», που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το κάνει επιτυχία γιατί την εποχή που γράφτηκε ήταν εντελώς ντεμοντέ ένας πατέρας να δίνει τέτοιες συμβουλές, ο Παπαδόπουλος έχει γράψει «τι περιμένεις πε μου» κι όχι «πες μου», όπως θα ήταν ορθότερο. Ο Κόκοτας τραβά αυτό το «έψιλον» στο «πε μου» όσο χρειάζεται για να το προσέξεις – δεν το ξεπερνά, το υπογραμμίζει. Ποτέ δεν κατάλαβα αν όλα αυτά είναι ηθελημένα, αν ήταν οδηγίες του συνθέτη, ή αν ο ίδιος ο Κόκοτας με το ερμηνευτικό του μπρίο έχτιζε ήχους: δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που μετρά είναι ότι ο Κόκοτας έδεσε τα τραγούδια στη φωνή του όσο λίγοι: τα δικά του είναι δικά του. Ευτυχώς και δικά μας. Και κανενός άλλου.

Δώρα μιας φωνής

Τον έχω δει παντού τον Κόκοτα, από το Τούνελ μέχρι το Ηρώδειο. Λάτρευα και τις ιστορίες για αυτόν που έλεγαν οι άλλοι: την τρέλα του για τα αυτοκίνητα και το τζόγο, την προσοχή του στην εμφανισή του – ήθελε να μείνει σαν ροκ σταρ μέχρι τέλους. Τον είδα τελευταία φορά πριν έξι χρόνια να τραγουδάει στο Μπαραόντα: οι φαβορίτες υπήρχαν πάντα. Το κουστούμι γυάλιζε. Η φωνή έβγαζε πάντα αυτό το χαμογελαστό γλυκό τρέμουλο, που σε τυλίγει. Σήμερα αυτή η φωνή είναι η κληρονομιά του. Οι φίλοι του έχασαν τον Σταματάκο. Εμείς οι υπόλοιποι αυτόν που μας έκανε να τραγουδάμε με τους μπαμπάδες μας τραγούδια δικά τους και δικά μας. Ίδια. Δώρα μιας φωνής ανεπανάληπτης.