Πόσο άλλαξες...

Πόσο άλλαξες...


Χρωστάω κάτι για τον Ολυμπιακό από τη στιγμή που η παρουσία του στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για φέτος ολοκληρώθηκε - ένα τελευταίο σημείωμα όχι απολογιστικό αλλά σχετικό με τη δυσκολία του. Ο Ολυμπιακός δεν κατάφερε να κάνει την υπέρβαση και να αποκλείσει την Αταλάντα. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γιατί δεν έκανε υπέρβαση. Αλλά το ότι η εφετινή του εμφάνιση αποτελεί πισωγύρισμα, σε σχέση με όσα τελευταία έχει συνηθίσει τον κόσμο του, είναι κάτι που δεν χωρά αμφιβολία.

Ο Ολυμπιακός χρόνια τώρα κάνει ένα λάθος και το κάνει επικοινωνιακά (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του σειρμού κι εγώ). Το λάθος του είναι ότι δίνει την εντύπωση πως μπορεί να φτάσει σε μια ευρωπαϊκή επιτυχία βάσει σχεδίου. Καμία ελληνική ομάδα δεν μπορεί να το κάνει αυτό και καμία ποτέ δεν το έκανε. Για ένα λόγο απλούστατο: διότι όλες είναι υποχρεωμένες να βρίσκουν στο δρόμο τους (ειδικά σε νοκ άουτ παιγνίδια μετά τις φάσεις των ομίλων) αντιπάλους με μεγαλύτερο μπάτζετ και παρουσία σε πρωταθλήματα πιο ανταγωνιστικά από το δικό μας. Αν για να αποκλείσεις την Αταλάντα ή για να πάρεις την πρώτη θέση από την Αϊντραχτ (ή για να αποκλείσεις την PSV, την Αρσεναλ ή την Πόρτο κτλ) πρέπει να κάνεις «υπερβάσεις», δεν μπορείς να προγραμματίσεις τίποτα: μπορείς μόνο να έχεις πίστη κι ελπίδα. Αλλά αυτά, μολονότι είναι απαραίτητα, δεν αρκούν.   

Ποιος δηλαδή βοηθά;

Για να  φτάσεις να κάνεις ευρωπαϊκές πορείες χρειάζεσαι επενδύσεις είτε σε παίκτες (δηλαδή τρομερά χρήματα) είτε σε χρόνο. Το πρώτο μοιάζει αδύνατο να γίνει – και είναι συνολικά το πρόβλημα των ελληνικών ομάδων: το χω εξηγήσει και παλιότερα. Σήμερα ξοδεύοντας για ένα παίκτη 3 ή 4 ή 5 εκατ ευρώ απλά αγοράζεις ένα στοίχημα: η πιθανότητα να σου βγει είναι όση και να μη σου βγει. Δεν έχει μόνο ο Ολυμπιακός πρόβλημα με τις μεταγραφές του: έχουν στην Ελλάδα όλοι. Τον ΠΑΟΚ από όσους πέρυσι ήρθαν τον βοήθησε σοβαρά μόνο ο Κούρτιτς. Από τις περίφημες 14 μεταγραφές της η ΑΕΚ πήρε κάτι μόνο από τον Αραούχο (που είχε έρθει άλλες δυο φορές), τον Αμπραμπατ (που έπαιζε στο μισό πρωτάθλημα αλλαγή) τον Τζούμπερ (στο πρώτο τρίμηνο), και τον τερματοφύλακα Στάνκοβιτς: επτά προσθήκες στην άμυνα δεν την βοήθησαν να γίνει σε αυτή σοβαρά καλύτερη. Πέρα από το ότι έρχονται παίκτες που δεν ξέρεις τι θα σου δώσουν, έχει γίνει εξαιτίας των καλοκαιρινών ματς δύσκολη και η προσαρμογή τους: όλοι κρίνονται σε χρόνο ρεκόρ κι αλίμονο τους αν δεν βγάλουν μάτια με το καλημέρα. Εδώ κάποιοι το κάνουν – και παρόλα αυτά χάνονται.     

Οποιος νομίζει ότι θα γίνουν στην Ελλάδα του 2022 μεταγραφές που θα αλλάξουν το ευρωπαϊκό πρόσωπο μιας ομάδας κάνει εμπόριο ελπίδας. Τι μένει; Το δεύτερο. Δηλαδή η επένδυση στο χρόνο – η πιθανότητα δηλαδή να κτίσεις εν καιρώ μια ομάδα ικανή να παίξει καλό ποδόσφαιρο.

Επίπεδο διαφορετικό

Το να νομίζεις πως θα φτάσεις σε ευρωπαϊκές επιτυχίες ξοδεύοντας χρήματα ή γιατί σου έτυχαν καλές κληρώσεις είναι υπεραισιοδοξία άνευ στηριγμάτος στην πραγματικότητα: αυτό που μπορείς να προγραμματίσεις είναι το να παρουσιάσεις μια ομάδα που θα παίζει ποδόσφαιρο με ένταση και ενέργεια- σαν αυτό που έπαιξε η Αταλάντα, αλλά και η Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Οι δυο αυτές ομάδες έβαλαν σε τέσσερα ματς 10 γκολ στον Ολυμπιακό που σε 23 ματς πρωταθλήματος έχει δεχτεί 11! Το έκαναν γιατί ο Ολυμπιακός στα παιγνίδια μαζί τους είχε προβληματική εικόνα σε βασικούς τομείς: δεν ήταν θέμα παικτών, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά ήταν κυρίως θέμα έλλειψης ρυθμού, τριβής με τη δυσκολία και εν τέλει επιπέδου. Οι δυο ομάδες έμοιαζαν άλλου επιπέδου.

Εδώ μετράει το αποτέλεσμα  

Πως φτάνεις σε αυτό το επίπεδο; Μόνο αν το θες. Χρειάζεται νοοτροπία σκληρής δουλειάς, επένδυση σε προπονητικές ιδέες, προφανώς καλύτερες επιλογές παικτών αλλά πάνω από όλα θέληση να παίξεις ένα ποδόσφαιρο που να ικανοποιεί και να «γεμίζει» το γηπεδικό κοινό: ένα ποδόσφαιρο στο οποίο η εμφάνιση της ομάδας, δηλαδή η παραγωγικότητα, η θεαματικότητα και η κατάθεση έντασης, μετράνε πιο πολύ από το αποτέλεσμα. Ποιο είναι το πρόβλημα στην ιστορία; Ότι το αποτέλεσμα στην Ελλάδα μετράει πολύ. Και το αποτέλεσμα δεν είναι μια νίκη ή μια σειρά από νίκες: είναι το πρωτάθλημα.

Σασί και ιδέες

Πολλοί νοσταλγούν τον προ τριετίας Ολυμπιακό που απέκλεισε την Πλιζέν, την Μπασάκ και την Κράσνονταρ καλοκαιριάτικα, στάθηκε καλά με την Μπάγερν και την Τότεναμ, απέκλεισε την Αρσεναλ κι έδωσε δυο σπουδαία ματς με την Γούλβς. Μόνο που ξεχνούν πως είχε προκύψει εκείνη η ομάδα. Κάποιοι νομίζουν πως τον Ολυμπιακό εκείνο τον ανέβασαν επίπεδο ο ερχομός του Σεμέδο, του Βαλμπουενά και του Ελ Αραμπί (που άργησε και να γίνει βασικός). Δεν είναι όμως έτσι: εκείνος ο Ολυμπιακός προέκυψε επειδή ο Μαρτίνς είχε ένα ολόκληρο χρόνο στη διάθεσή του για πειραματισμούς, αξιολογήσεις του υλικού και δουλειά. Γιατί τον είχε το χρόνο; Γιατί η διοίκηση της ομάδας γνώριζε πως εκείνο το πρωτάθλημα ο ΠΑΟΚ δεν το έχανε ούτε από τη Μπαρτσελόνα του Μέσι. Δεν ισχύει το ίδιο για τα υπόλοιπα.  

Το 2018 -19 ο Μαρτίνς κατασκευάζοντας το σασί της ομάδας (και μπολιάζοντας την με την ιδέα ότι οφείλει να παίζει ωραίο επιθετικό ποδόσφαιρο) έβαλε θεμέλια - έχτισε. Καθιέρωσε τους Σα, Γκιγιέρμε, Χασάν, Μασούρα, βελτίωσε πολύ τους Σισέ, Τσιμίκα, Κούτρη, Καμαρά, Φορτούνη, Μπουχαλάκη. Κυρίως όμως έδωσε στην ομάδα επιθετικό προσανατολισμό, την έμαθε να πρεσάρει και να αμύνεται, την προίκισε με επιθετικούς κυρίως μηχανισμούς: πόσοι άραγε θυμούνται πως στο περίφημο ματς με την Μίλαν «ψευτοφορ» έπαιζε ο Φορτούνης, με τον Γκερέρο να τρέχει σαν τρελός για χάρη του; Αυτά (κι άλλα πολλά) είναι που τώρα λείπουν. Γιατί; Γιατί η ιδέα του παιγνιδιού στην πορεία απλοποιήθηκε: μια καλή άμυνα (στην Ελλάδα) και μια σειρά από ήρωες της μιας βραδιάς στην επίθεση, έδωσαν μετά από εκείνη τη χρονιά δυο πρωταθλήματα. Κι αντί να αλλάξει ο Μαρτίνς τον Ολυμπιακό, όπως φαινόταν στα ματς με την Μπασάκ, την Κρασνοντάρ, την Τότεναμ, την Μπάγερν, την Αρσεναλ, την Γούλβς, άλλαξε ο Ολυμπιακός τον Μαρτίνς. Που προελαύνει στα πρωταθλήματα αήττητος, οδηγώντας μια ομάδα που παίζει λιγότερο ποδόσφαιρο από όσα πρέπει.      

Ο γνωστός εθισμός

Όταν εθίζεσαι στην ιδέα (και στην ανάγκη) να κερδίζεις παίζοντας τόσο όσο  στην Ελλάδα, είναι δύσκολο να γυρίσει μαγικά το κουμπί στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Δεν γίνεται αν δεν τρέχεις, δεν κυνηγάς όσο πρέπει το γκολ, δεν πρεσάρεις και δεν δημιουργείς στο πρωτάθλημα σου, να τα κάνεις αυτά, ως δια μαγείας, στην Ευρώπη, απλά γιατί η περίσταση το απαιτεί. Μπορείς να κάνεις καλά ψυχωμένα ματς )με την Φενερ πχ), να δίνεις ό,τι έχεις, να προσπαθείς Αλλά όταν μια ομάδα σου στερήσει τη μπάλα και δεν σε περιμένει ή δεν σου δώσει με την αφέλειά της χώρους για να τρέχεις στην κόντρα, θα σε κάνει απλά να υποφέρεις στην άμυνα.

Και μετά υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου απλό: όταν παίζεις στο Τσάμπιονς λιγκ και βρεθείς στο Γιουρόπα λιγκ κατεβαίνεις ένα σκαλί και όλα σου φαίνονται κομμάτι πιο εύκολα. Αν δεν παίζεις στο Τσάμπιονς λιγκ και απλά περάσεις ένα όμιλο στο Γιουρόπα λιγκ η δυσκολία μεγαλώνει. Και πολύ.   

Πρωτάθλημα πρώτα από όλα  

Ακούω διάφορους που λένε «ας χάσει ο Ολυμπιακός ένα πρωτάθλημα»: διαφωνώ. Το πρωτάθλημα είναι η δουλειά του κι απαγορεύεται να το χαρίζει στον οποιονδήποτε. Οι αντίπαλοί του στην Ελλάδα δεν είναι της πλάκας: ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ είναι και παρασκηνιακά πανίσχυροι και δυνατοί και φέτος ξεκίνησαν για να τον αποκαθηλώσουν: με αυτούς παίζει κάθε χρόνο. Με τις Αταλάντες κτλ το κάνει μια φορά στο τόσο. Κατανοώ ότι πονάει τον κόσμο να χάνει από αυτές. Αλλά ο πόνος θα είναι σαφώς μεγαλύτερος αν αρχίσει να χάνει από τους αντιπάλους του στην Ελλάδα που μόνο αυτόν κυνηγάνε. Οπότε θα πει κάποιος «ας ξεχάσει την Ευρώπη». Εγω θα λεγα «ας ξαναθυμηθεί το ποδόσφαιρο». Το ποδόσφαιρο της δημιουργίας, της επίθεσης, της παραγωγής. Αυτό που δεν παίζει φέτος…