Ο κορυφαίος ρόλος του Τάκη Σπυριδάκη

Ο κορυφαίος ρόλος του Τάκη Σπυριδάκη


Έχουν περάσει καμιά δεκαριά μέρες από την  μέρα που φίλοι και γνωστοί του είπαν το τελευταίο αντίο, αλλά στην πλατεία της Νέας Σμύρνης η συζήτηση που γίνεται είναι πάντα η ίδια: κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι έφυγε ο Τάκης και στην πλατεία Τάκης ήταν πάντα ο Σπυριδάκης. Τον τελευταίο καιρό τον βλέπαμε λιγότερο κι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις τον συζητούσαμε κομμάτι πιο πολύ, αναζητώντας νέα από κοινούς γνωστούς που τον ζούσαν περισσότερο και γνώριζαν την μάχη του. «Εγώ στον Πειραιά γεννήθηκα και μεγάλωσα, αλλά όταν έφτασα στην πλατεία βρήκα ένα προορισμό» μου χε πει κάποτε. Του άρεσε που η πλατεία τραβούσε τον κόσμο «όπως το σινεμά και το θέατρο, κατά κάποιο τρόπο»: αυτή η παράξενη χαρά για τον κόσμο πρέπει να τον έκανε και ηθοποιό. Ο Τάκης βιάστηκε να γίνει ηθοποιός – από τα χρόνια που στον Πειραιά έβλεπε τρεις ταινίες τη νύχτα κάνοντας κοπάνες από το Νυχτερινό Γυμνάσιο αυτό ήθελε να κάνει, απλά του πήρε λίγο να το καταλάβει. Πήγε αρχικά στο Ωδείο, ήθελε να γίνει τζαζίστας αλλά κατάλαβε ότι η τζαζ δεν διδάσκεται και μετά πήγε στη σχολή του Εθνικού, αλλά δεν την τελείωσε καν. Δεν έψαχνε θεωρητική θεατρική κατάρτιση και τρόπους να διορθώσει την εκφορά του λόγου του, αλλά ρόλους. Γιατί «ο ρόλος και μόνο σε κάνει ηθοποιό» έλεγε.

Ένα τρομερό σφουγγάρι

Στην πλατεία ήταν πάντα πολλές οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον Τάκη – σίγουρα πιο πολλές από τις ταινίες του. Μου λέγαν ότι έχει υπάρξει υπέροχος μπάρμαν, από αυτούς που ήξεραν τι ποτό πίνει ο πελάτης και είχαν πάντα όρεξη να τον ακούσουν – κι αυτό σαν ρόλος μου ακουγόταν. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αλλά όπως όλα, ήταν κι αυτό απολύτως συμβατό με την προσωπικότητα του Τάκη κι αυτό ήταν που μετρούσε στη δική του περίσταση. Διότι ο Τάκης ήταν τρομερός ηθοποιός, αλλά πάνω από όλα ήταν ένας ωραίος τύπος – ένας τύπος που με τις επιλογές του φρόντιζε να χαίρεται τη ζωή του κι ας τον τρώγανε κομμάτι τα ρούχα του. Ο Τάκης, ως άνθρωπος, ήταν αυθεντικός και σπάνιος – το είδος του ανθρώπου που νομίζεις πως τον ξέρεις καλά ενώ δεν τον συναντάς καθόλου εύκολα. Και ως ηθοποιός ήταν ένα τρομερό «σφουγγάρι» - για αυτό και όσο μεγάλωνε τόσο πιο εύκολο του ήταν να σε εκπλήξει. Διότι συνεχώς μάθαινε. Από τον «Μπαλούρδο» στον «Αγριο Σπόρο», που έκανε συνεχόμενα sold out στο Επι Κολονώ μπορείς να δεις όλη την τρομακτική του πρόοδο: ομολογώ ότι δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο. Ο Τάκης έπαιξε σε δώδεκα όλες κι όλες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου – κάποιες εμβληματικές.Πάντα πίστευε ότι έπαιξε σε αυτές γιατί ήταν κομμάτι παρεϊστικες και δεν θα μπορούσε από τις παρέες που τις δημιούργησαν να λείπει. Αυτό το κάτι παρεϊστικο που υπήρχε το καταλαβαίνεις όταν διαπιστώνεις ότι οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν λίγοι: ο Τάκης έπαιξε σε τρεις ταινίες του Νίκου Περάκη, δυο του Νίκου Νικολαϊδη, δυο του Νίκου Παναγιωτόπουλου και δυο του Ρένου Χαραλαμπίδη – από τις δώδεκα ταινίες που έχει κάνει τις εννέα τις έκανε με τέσσερις φίλους του. Αλλά αυτό το γεγονός δεν τον εμπόδισε να βάλει και τη σφραγίδα του: χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε η «Γλυκιά Συμμορία» και σίγουρα η «Λούφα και Παραλλαγή» θα ήταν κάτι άλλο.

Τον ίδιο ιδιαίτερο επαγγελματισμό έδειξε και σε αυτό που υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ του: ο ρόλος του προέδρου που έφερε τον Πίου στις διαφημίσεις μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας. Ο Τάκης έφτιαξε μια απίστευτη καρικατούρα – κυριολεκτικά απογείωσε το ρόλο. Ηταν τόσο σπουδαία η ερμηνεία του και υπήρξαν τόσο λειτουργικές οι ατάκες, που όλοι θυμούνται τα σποτ αλλά ελάχιστοι για ποια εταιρία έγιναν! Μόνο ένας τρομερός ηθοποιός μπορεί να μετατρέψει σε προσωπική επιτυχία μια διαφήμιση κι ο Τάκης το έκανε: έκανε τον κόσμο να περιμένει το επόμενο σποτ, σαν αυτό να ήταν μια σκηνή από τηλεοπτική σειρά.

Γιατί τον αγαπούσαν τόσο

Δέκα μέρες μετά τη φυγή του ακούγοντας πάλι ιστορίες για αυτόν αναρωτιόμουν γιατί τελικά ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο. Η απάντηση που βρήκα ίσως να είναι λάθος, αλλά είναι η μόνη που με κάλυψε. Οι ηθοποιοί έχουν την τύχη ή την ατυχία να πατεντάρονται και μετά από ένα σημείο να παίζουν τους ίδιους ρόλους. Οι πιο προβεβλημένοι συχνά πυκνά δημιουργούν μια περσόνα και χάρη σε αυτή βιοπορίζονται: οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες, όταν τους επιλέγουν, το κάνουν με την βεβαιότητα πως θα τους δουν να αποδίδουν ένα συγκεκριμένη ρόλο άριστα ακριβώς επειδή τον ξέρουν – τον έχουν υποδυθεί κι άλλες φορές. Ετσι οι ηθοποιοί κατηγοριοποιούνται, ίσως και άθελά τους, σε «κωμικούς» και «δραματικούς», σε «σκληρούς» και «ψυχάκηδες», σε «ζεν πρεμιέ» και θλιμμένους αγαπητικούς. Αλλά υπάρχουν και ηθοποιοί που σε καλούπια δεν μπαίνουν γιατί η περσόνα τους έχει κάτι το εξαιρετικό – νομίζεις ότι μπορεί να κάνουν τον οποιοδήποτε. Ο Τάκης ήταν ηθοποιός, ίσως από την πρώτη μέρα της ζωής του, ίσως και πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με το επάγγελμα. Και ήταν τέτοιος μέχρι και την τελευταία του μέρα – ήταν ο ηθοποιός του κόσμου, αυτός που ήθελες να πιείς καφέ μαζί του νομίζοντας ότι στην ταινία της καθημερινότητας του συμμετέχεις κι εσύ. Σε έκανε να νοιώθεις ότι τον ξέρεις – αυτός νομίζω ήταν ο κορυφαίος ρόλος του.

Ρεσιτάλ ερμηνείας

Το περασμένο Σάββατο ο Χρήστος Χωμενίδης αποχαιρετώντας τον Τάκη έγραψε στα «Νέα» το εξής: «Το βράδυ της κηδείας του Τάκη Σπυριδάκη είδα τυχαία στην τηλεόραση τον Μεγάλο Λεμπόφσκι. Για όσους δεν την έχουν δει φρέσκια πρόκειται για τη θρυλικότερη ταινία των αδερφών Κοέν για ένα παράδοξο αριστοτεχνικό συνδυασμό τρελής κωμωδίας και φιλμ νουάρ με καταστάσεις που μολονότι εξωφρενικές πείθουν και συνεπαίρνουν τον θεατή. (…). Εκεί λοιπόν που παρακολουθούσα τον Τζέφ Μπρίτζες να περνάει του λιναριού τα βάσανα, να τον κανιβαλίζουν, να τον βασανίζουν και να τον ποδοπατάνε - κι εκείνος ένα πράγμα έχει στο μυαλό του, μη του χυθεί λίγο από το κοκτέιλ του - εκεί που θαύμαζα το ρεσιτάλ ερμηνείας του, συνειδητοποίησα το προφανές: ότι στη θέση του θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται ο Τάκης Σπυριδάκης. Το ταλέντο του Σπυριδάκη, τα εκφραστικά του μέσα, εκείνη η παγερότητα που ζεματούσε στις κινήσεις και στο βλέμμα του, διόλου δεν υπολείπονταν του Τζεφ Μπρίτζες. Σίγουρα οι αδερφοί Κοέν άμα τους είχαν και τους δύο στο casting θα δυσκολεύονταν να διαλέξουν».

Προσυπογράφω την κάθε λέξη, αλλά πιστεύω πως ο Μπρίτζες δεν θα μπορούσε να λέει «αγαπούλα, πούλα» και μια χώρα ολόκληρη να γελάει και να θέλει να πιεί ένα καφέ στην πλατεία μαζί του…