Μην μασάς Βαγγέλη Ιωάννου…

Μην μασάς Βαγγέλη Ιωάννου…


Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ, που αύριο ολοκληρώνεται, μετά από καιρό, έγινε μεγάλη συζήτηση για τους σπίκερ και για τα σπικάζ: τον Βαγγέλη Ιωάννου τον τίμησε με ένα βίντεο από τα δικά του και ο Γιώργος Μητσικώστας – κάνει ήδη θραύση στο διαδίκτυο. Εγώ, πάντως, είμαι με τον Ιωάννου, πάντα ήμουν. Κι αν δημιουργηθούν στο Facebook άλλες πεντακόσιες σελίδες εναντίον του, θα είμαι ακόμα περισσότερο μαζί του. Δεν έχουμε δουλέψει πουθενά μαζί, και δεν τα καταφέρνουμε ποτέ να βρεθούμε, μολονότι στα ίδια μέρη συχνάζουμε. Αλλά εγώ τον γουστάρω.

Μια παρεξηγημένη δουλειά

Θέλω επί της ευκαιρίας να σας πω δυο κουβέντες για την παρεξηγημένη δουλειά των σπικερ, που δεν είναι καθόλου εύκολη, ενώ μοιάζει ιδιαίτερα απλή. Οι Αμερικάνοι, που ξέρουν και από τηλεόραση καλύτερα από τους υπόλοιπους, στις μεταδόσεις των σημαντικών αθλητικών event χρησιμοποιούν τρεις ανθρώπους. Ο ένας κάνει αυτό που λέμε περιγραφή κι ο δεύτερος υπάρχει για να εξηγεί το παιγνίδι, την τακτική και την στρατηγική συνήθως. Για να μην γίνεται το πράγμα πολύ βαρύ (γιατί για σπορ μιλάμε…) χρησιμοποιούν συχνά κι ένα τρίτο, που, όπως λένε, χρειάζεται για να δώσει λίγο χρώμα στο παιγνίδι: υπογραμμίζει την ατομική ενέργεια, λέει κανένα αστείο, διηγείται κάποια ιστορία κτλ. Στην Ευρώπη δεν είχαμε τέτοιες πολυτέλειες ποτέ. Στις σοβαρές ευρωπαϊκές χώρες η συνηθισμένη πρακτική είναι να υπάρχουν δυο σπίκερ – ο ένας κάνει την περιγραφή κι ο άλλος απλά κάνει υπογραμμίσεις. Συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, είναι ένας παλιός ποδοσφαιριστής ή ένας προπονητής: ο σκοπός είναι να μην λέει βαρετά πράγματα γιατί μια σοβαρή τηλεόραση πρέπει να ενδιαφέρεται για τον τηλεθεατή κι αυτός δεν πρέπει να χασμουριέται ακούγοντας νούμερα, στατιστικά, κοινοτυπίες κτλ. Στην Ελλάδα ακολουθήσαμε, ως συνήθως, ένα δικό μας δρόμο ψάχνοντας κάποιον που θα τα κάνει όλα – και περιγραφές και σχόλια και παρατηρήσεις κτλ. Μόνο που όλα από ένα άνθρωπο δεν γίνονται κι έτσι μας προέκυψαν αυτοί που δίνουν βάρος στην περιγραφή, κάνοντας κατά την διάρκεια της, κάποια παρατήρηση για το παιγνίδι και λέγοντας  κάποια ειδικά στοιχεία για τους πρωταγωνιστές κι αυτοί που προσπαθούν το ματς να το ζωντανέψουν, μονολογώντας, υπερβάλοντας και φωνάζοντας και λίγο παραπάνω, όπου η περίσταση το επιτρέπει.

Ο Ζανό και ο Μανόλο

Στο ποδόσφαιρο οι κορυφαίοι των δύο σχολών ήταν φυσικά ο Γιάννης Διακογιάννης και ο Μανώλης Μαυρομάτης: και οι δυο ήταν σολίστες ποτέ τους δεν δέχτηκαν κάποιον δίπλα τους. Ο Διακογιάννης, με όπλο την υπέροχη φωνή του, τον κοσμοπολίτικο αέρα και τις σημειώσεις του (κατευθείαν από το θρυλικό προσωπικό του αρχείο…), μετέδιδε τα ματς με την αποστασιοποίηση του φιλάθλου, που τα σπορ τα αγαπάει χωρίς να μπλέκει σε συναισθηματικά παιγνίδια. Τόνιζε το ωραίο και το ξεχωριστό, χωρίς να ασκεί κάποια κριτική, είχε πάντα στο μυαλό του ότι τον άκουγαν πάρα πολλοί και δεν ήθελε ούτε να τους κουράσει, αλλά ούτε και να εκτεθεί στην κρίση τους. Σου έβγαζε πάντα την γλύκα του ανθρώπου που ήταν ευχαριστημένος με αυτό που κάνει – που ήταν τυχερός που σου μεταφέρει κάτι σπουδαίο, για να το πω πιο σωστά. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του Χρήστου Σωτηρακόπουλου που είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της σχολής και σίγουρα αυτός που έχει επηρεάσει (θετικά ευτυχώς…) τα πιο πολλά παιδιά που κάνουν αυτή τη δουλειά: ο Χρήστος σέβεται το σπορ κι αυτό είναι σπουδαίο, ειδικά σε μια χώρα χωρίς αθλητική παιδεία και κουλτούρα.

Από την άλλη υπήρξε η σχολή του Μαυρομάτη. Σε αυτή το «χρώμα» μετρά συχνά πιο πολύ από τα δρώμενα της πραγματικότητα. Το ματς είναι πρόσχημα για να υπάρξει ένας είδος ερμηνείας, μια αφορμή για να γίνει ένας μικρός τηλεοπτικός χαμός. Το σολάρισμα του σπίκερ είναι συνήθως πιο θεαματικό από τον ίδιο τον αγώνα: όπως έχει πει ο Βασίλης Σκουντής κάποτε, «θες να κλείσεις την εικόνα και ν αφήσεις μόνο τον ήχο» – ν ακούς χωρίς να βλέπεις, αφού μπορεί και να μην χρειάζεται.

  Εντεχνο και λαϊκό

Με τον καιρό αυτές οι σχολές έγιναν κομμάτι κάθετες – η πρώτη νίκησε διότι είναι πάντα ευκολότερο να είσαι καλός επαγγελματίας από περφόρμερ. Στο μυαλό μου όλα αυτά έμοιαζαν πάντα με την διάκριση «έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού» - άλλωστε έτσι όπως γίνονται τα σπικάζ στην Ελλάδα πιο πολύ με τραγούδια μοιάζουν, παρά με τηλεοπτικές μεταδόσεις. Δεν χωρά αμφιβολία πως και στο μπάσκετ οι έντεχνοι παίρνουν τα μπράβο των ειδημόνων: ξέρουν να χρησιμοποιούν αμερικάνικους όρους, εξηγούν το παιγνίδι, μιλάνε εύκολα για «αδύναμες πλευρές» και έξτρα πάσες. Αλλά το σουξέ το κάνει ο Βαγγέλης Ιωάννου, ένας οδοστρωτήρας.

Ο Ιωάννου μπορεί να απλοποιεί τα πάντα, μονολογεί κάνοντας προβλέψεις, βαφτίζει παίκτες (το «Σλούκι Λουκ» θα μείνει αξεπέραστο), προβλέπει θριάμβους ή καταστροφές, δεν διστάζει να εκτεθεί, γκρινιάζει για τη διαιτησία χωρίς καν να έχει ρπλέι, συχνά δημιουργεί και νέους όρους. Όλα αυτά κάνουν τους εστέτ και τους ειδήμονες να βγαίνουν από τα ρούχα τους, αλλά ο τηλεθεατής κατά βάθος τα γουστάρει. Όχι απαραίτητα γιατί του κάνουν πιο κατανοητό το παιγνίδι, αλλά γιατί του δημιουργούν το είδος της συναισθηματικής φόρτισης, που κάνει το σπορ περισσότερο αγαπητό. Δεν μεταδίδει ο ειδήμονας: μεταδίδει ο άνθρωπός του. Αυτός με τον οποίο αισθάνεται ότι μπορεί να πανηγυρίζει ή να κλαίει παρέα.

Είδε τον Αη Γιώργη

Κάθε φορά που τον ακούω τον Ιωάννου ξέρω πως θα πει κάποια από τις αγαπημένες του υπερβολές – η ταχύτητα του λόγου δύσκολα επιτρέπει ραφινάρισμα και δεύτερες σκέψεις: το ματς είναι μια κατηφόρα και η περιγραφή αμάξι χωρίς φρένα. Ξέρω πως μπορεί να πει αυθαίρετα πως «το μυστικό της επιτυχίας στο σύγχρονο μπάσκετ είναι το μακρινό ριμπάουντ», πως μπορεί ν αρχίσει να φωνάζει «αλί αλί και τρεις αλί», ή να μιλάει αμερικάνικα με την ωραία ελληνικότατη προφορά του («γιου γουέρ ον φάιερ μάι μαν»). Ξέρω όμως – κι αυτό είναι που αληθινά εκτιμώ – πως τίποτα δεν είναι προσχεδιασμένο, τίποτα δεν είναι θεατρικό, τίποτα δεν λέγεται για να συζητηθεί ή να προκαλέσει, τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο: αυτά που λέει είναι δικά του και μόνο. Μικρά ξεσπάσματα της στιγμής, δημιουργίες που γεννιούνται στο μυαλό του γιατί το ματς ή η απόδοση ενός αθλητή τον έχει παρασύρει: μόνο αυτός θα άρχιζε να φωνάζει σαν τρελός «Μπιγκ Πάπα», ή «Πάπα Τζον» βλέποντας τον Παπαγιάννη να σκοράρει ένα από τα έτσι κι αλλιώς λιγοστά του καλάθια. Εχουμε καταπληκτικούς σπίκερ στο μπάσκετ, παιδιά που το έχουν αληθινά σπουδάσει και το γνωρίζουν. Αλλά ο Βαγγέλης Ιωάννου είναι ο μόνος που μπορεί, όταν σουτάρει για τρεις ο Πρίντεζης να δει μπροστά του τον Αη Γιώργη! Και να σε κάνει να σταυροκοπιέσαι φωνάζοντας μεγάλη η χάρη του.

Τον στήσανε στον τοίχο

Τον στήσανε πολλοί στον τοίχο των Social Media τον Βαγγέλη στη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ. Τον άκουσα λίγο μαζεμένο στις τελευταίες περιγραφές: ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης, λαϊκός τραγουδιστής, και δεν έχει μπρούτζινο συκώτι. Ελπίζω από τη φασαρία να μην μασήσει και να συνεχίσει με το ίδιο πάντα στυλ. Το σε πόσους και ποιους αρέσει δεν χρειάζεται να τον απασχολεί. Όπως στα έργα τέχνης, μετρά μόνο η αυθεντικότητα.