Μένοντας επιτέλους σπίτι...

Μένοντας επιτέλους σπίτι...


Κυκλοφόρησε τις πρώτες μέρες που μας ενημέρωσαν ότι πρέπει να μείνουμε σπίτι - νομίζω αρχικά στο Twitter και στη συνέχεια σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι μια από αυτές τις φράσεις που κάποιος τις σκαρφίζεται για να προκαλέσει το γέλιο μας, που συνήθως όμως είναι κομμάτι πικρό γιατί όλοι καταλαβαίνουμε πως μέσα στην παραδοξότητά της η φράση περιέχει μια μεγάλη αλήθεια. «Εμεινα δυο μέρες τώρα μέσα με τους δικούς μου σπίτι. Την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Ανακάλυψα ότι είναι τελικά καλοί άνθρωποι».

Η καραντίνα στην οποία οικειοθελώς μπήκαμε θα σταθεί αιτία με τον καιρό να καταλάβουμε πολλά. Πρώτα τα εύκολα – το εύκολο π.χ είναι να διαπιστώσεις ότι περνάς καθημερινά πάρα πολύ χρόνο στο δρόμο. Μετά θα μας βοηθήσει ο χρόνος να καταλάβουμε και τα πιο σύνθετα. Ότι π.χ το να περνάς χρόνο στο σπίτι μαζί με τους δικούς σου ανθρώπους δεν είναι πρόβλημα. Ισα ίσα που μπορεί να είναι και χαρά της ζωής.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μελετητής της κοινωνικής ιστορίας ή να περνάει όλη μέρα το χρόνο του αναλύοντας στατιστικές για να καταλάβει ότι η ζωή μας άλλαξε πάρα πολύ από την στιγμή που το να βγαίνεις από το σπίτι, έγινε ευκολότερο από το να μένεις στο σπίτι. Παλιά (όχι και τόσο παλιά) το νοικοκυρεμένο σπίτι ήταν απαραίτητο κυρίως στους κοινωνικούς ανθρώπους. Όποιος ήθελε να έχει ένα φροντισμένο και περιποιημένο σπίτι το ήθελε για να μπορεί να το χαίρεται και με τους δικούς του, αλλά κυρίως με τους φίλους του.

Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι ότι η αληθινή χαρά των γονιών μου ήταν οι γιορτές στο σπίτι. Δούλευαν και οι δυο, δεν περνούσαν χρόνο στο σπίτι, η απόλαυσή του δεν συγκαταλεγόταν στις απολαύσεις τους: αλλά θα ήθελαν πάρα πολύ το πράγμα να είναι διαφορετικό κι αυτό το καταλάβαινα κάθε φορά που έπρεπε το σπίτι να ανοίξει σε φίλους. Κάθε γιορτή προϋπόθετε προετοιμασία και φροντίδα πρώτα από όλα του ίδιου του σπιτιού: έπρεπε να λάμπει, να μοιάζει πιο όμορφο από ό,τι ήταν, να το χαρούν όσοι έρθουν. Τα θυμόσαστε τα «πιο ωραία λαϊκά» που τραγουδάει η Πρωταψάλτη «για τα σπίτια με μωσαϊκά;» Για μας γράφτηκαν.

Ο κόσμος τότε μαζευόταν στα σπίτια συχνά και για λόγους που είχαν να κάνουν κυρίως με την διασκέδαση: το σπίτι χρειαζόταν για να γιορτάσει ο σπιτονοικοκύρης με την παρέα του, για να παίξουν οι κυρίες κανά χαρτάκι, για να δουν οι άντρες ένα ματς στην τηλεόραση. Οι καυγάδες για τα «πολιτικά» γίνονταν στα καφενεία – το σπίτι, το κάθε σπίτι, απαιτούσε και προκαλούσε κόσμια συμπεριφορά. Μπορεί να τραγουδούσαμε στο σπίτι, να χορεύαμε στο σπίτι, να σπάζαμε και πιάτα στο τσακίρ κέφι (σπανιότατα…) αλλά ακόμα κι αυτά γινόντουσαν με ένα παράξενο μέτρο – όλα επιτρεπόντουσαν μέχρι ένα σημείο, όπως ακριβώς και στα μαθητικά πάρτι, που σε κάθε καλό σπίτι κάποτε διοργανώθηκαν. Και μετά δεν ξέρω πως κάποιος άνοιξε την πόρτα και η έξοδος έγινε εύκολη υπόθεση. Και το πράγμα άλλαξε.

Δεν ξέρω πως το «βγαίνω από το σπίτι» έγινε μόδα, αλλά έγινε. Η διασκέδαση συνδέθηκε αυστηρά με την έξοδο: διασκέδαζες σε ταβέρνες, εστιατόρια, καφέ – παντού μακριά από το σπίτι. Ετρωγες πράγματα που στο σπίτι δεν υπήρχαν: όχι μόνο εξωτικές δημιουργίες ακριβοπληρωμένων σεφ, αλλά και φτηνό street food, που το λένε έτσι ακριβώς γιατί δεν το μαγειρεύεις σπίτι. Επινες κοκτέιλ και σπάνια κρασιά και περίεργα ποτά που σπίτι δεν υπήρχαν. Τραγουδούσες σε μαγαζιά, όταν ο τραγουδιστής έλεγε «δικό σας». Όταν γιόρταζες «έκλεινες να πάμε κάπου καλά». Όταν γιόρταζαν οι άλλοι έπρεπε να ψάχνεις το μαγαζί που είχαν μαζευτεί και στο οποίο θα πήγαινες για πρώτη φορά. Το σπίτι από σημείο αναφοράς έγινε κάτι σαν φυλακή. Ενώ στις παλιές διηγήσεις άκουγες κάθε φορά για κάποιον που ήταν  σπουδαίος πως «είχε ένα καταπληκτικό σπίτι», τώρα το σπίτι ήταν απλά ένα σκηνικό για την αρχή και το τέλος της μέρας. Το «γυρίζω σπίτι και πέφτω στο κρεβάτι σαν νεκρός» έγινε μια αγαπημένη έκφραση παρά τη μακαβριότητα που κουβαλάει, σχεδόν όσο και «το γυρνάω σπίτι γιατί με περιμένει το κρεβάτι μου». Οποιος το λεγε μου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ζει σε ένα σπίτι 100 τετραγωνικών που έχει ένα κρεβάτι. Και τίποτα άλλο.

 

Η «κουλτούρα του βγαίνω», έφερε αυτομάτως την «ευκολία του φεύγω». Τα διαζύγια αυξήθηκαν συγκλονιστικά γιατί ξαφνικά το δύσκολο έγινε το να μένεις σπίτι και να προσπαθείς να σώσεις σχέσεις και αισθήματα. Οι σχέσεις έγιναν μια σειρά από ραντεβού εκτός σπιτιού – και το σπίτι έγινε απλά ένας προορισμός για σεξ, όχι πολύ διαφορετικός από τα ξενοδοχεία. Κυρίως, όμως, το σπίτι έπαψε να κρατάει μαζί τους ανθρώπους: σε πολλές περιπτώσεις έφθινε, όπως οι σχέσεις τους. Μέσα σε τριάντα (;), σαράντα (;) χρόνια συνέβη κάτι εντυπωσιακό: τα σπίτια των εργένηδων, με τα στερεοφωνικά, τις hi tech τηλεοράσεις, τα ανατομικά στρώματα και τα περίεργα φωτιστικά έγιναν πιο όμορφα από τα σπίτια των παντρεμένων, που μοιάζανε σαν το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, δηλαδή μικρά παιδια μάχης. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Όχι προς το καλύτερο.  

Κάποτε το να φύγεις από το σπίτι ήταν σχεδόν τραυματικό. Θα πρεπε να είσαι τρελή για να το κάνεις ένα χειμωνιάτικο πρωί (όπως τραγουδάει η Ελένη Βιτάλη), ή να είσαι απελπισμένος και να θες να το πουλήσεις το σπίτι (όπως λέει κι ο Γιάννης Πάριος). Στα λαϊκά μας τραγούδια η φυγή από το σπίτι είναι πάντα κάτι σαν αρρώστια, γιατί τα τραγούδια αυτά προσπαθούν, έστω κι αδέξια, να κρατήσουν κάτι από το δικό τους παρελθόν. Αλλά το παρών έλεγε κάτι άλλο: ότι εύκολα έφευγες, εύκολα έκλινες πίσω σου την πόρτα, εύκολα παρατούσες τους ανθρώπους σου. Κι ότι η φυγή σου τις πιο πολλές φορές δεν ήταν τραύμα, αλλά κάτι σαν πράξη απελευθέρωσης. Μέχρι που ήρθε ο φονικός ιός και η υποχρεωτική καραντίνα. Και η συνειδητοποίηση πως ένα σπίτι σώζει αρκεί να το αγαπάς και να ξέρεις να ζεις σε αυτό, δηλαδή να το μοιράζεσαι σωστά με τους ανθρώπους σου.

«Εμεινα δυο μέρες τώρα μέσα με τους δικούς μου σπίτι. Την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Ανακάλυψα ότι είναι τελικά καλοί άνθρωποι». Ναι είναι. Απλά χρειάζεται να μην φεύγεις εύκολα. Για να έχουν κι αυτοί μια ευκαιρία για να ανακαλύψουν πως κι εσύ κακός δεν είσαι. Το δε σπίτι, θα το καταλάβεις με τον καιρό, ειδικά όταν είναι γεμάτο καλούς ανθρώπους, είναι υπέροχο…

Βημαgazino Μάρτιος του 2020