MadRed στη Madrid

MadRed στη Madrid


Αν υποθέσουμε ότι το Τσάμπιονς λιγκ είναι κάτι σαν τηλεοπτική σειρά με πολλά επεισόδια, όπως συμβαίνει στις σειρές, πριν αρχίσει το τελευταίο κρίσιμο επεισόδιο, θα έπρεπε να μας δείξουν δυο – τρεις χαρακτηριστικές σκηνές από τα προηγούμενα: πριν την έναρξη του τελικού θα πρεπε να μας ξαναδείξουν τον μεν Γιούργκεν Κλοπ να πανηγυρίζει με υψωμένες γροθιές στο Ανφιλντ μετά το επικό ματς με την Μπαρτσελόνα, τον δε Μαουρίτσιο Ποκετίνο να δακρύζει μετά την πρόκριση στο Αμστερνταμ Αρένα. Θα είχαμε στα μάτια μας μια ωραία αντίθεση που θα εξηγούσε τον τελικό πριν αυτός ξεκινήσει: από τη μία ένας Γερμανός που νοιώθει δικαιωμένος κι έτοιμος να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης και από την άλλη ο καλός Ποκετίνο που μοιάζει να ευχαριστεί τη μοίρα του για την καταξίωση. Η εικόνα των προπονητών στη λήξη των ημιτελικών, ήταν η εικόνα των ομάδων στον τελικό. Η μία ήρθε για να πάρει το τρόπαιο, που στο μυαλό της είχε κερδίσει αποκλείοντας την Μπαρτσελόνα και η άλλη ήρθε για να χαρεί τη συμμετοχή και ό,τι προκύψει: η υπέρβαση είχε γίνει στο Αμστερνταμ.

Ολοκλήρωσαν αριστουργήματα

Όπως είχα γράψει το Σάββατο στην εφημερίδα, πριν αρχίσει ο τελικός, ο Κλοπ και ο Ποκετίνο μου έμοιαζαν σαν δυο αρτίστες, που είχαν μόλις ολοκληρώσει κάτι που αναγνωρίζεται από όλους ως αριστούργημα – η αναγνώριση είναι γεγονός σπάνιο στη ζωή και στην Τέχνη γενικότερα. Η συμβολή τους στις ιστορικές προκρίσεις των δυο ομάδων ήταν καταλυτική για διαφορετικούς λόγους. Ο Κλοπ έδωσε στην ομάδα του τη δύναμη που απαιτούσε η επιστροφή από ένα 0-3 με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα. Πόρωσε την ομάδα, την έστειλε στο γήπεδο με τρομερό ηθικό, την έπεισε ότι μπορεί να τα καταφέρει – σίγουρα η βεβαιότητα του φανάτισε με τον καλύτερο τρόπο και το κοινό της ομάδας που στο ματς με τους Μπλαουγκράνα ήταν φανταστικό. Από την άλλη μεριά ο Ποκετίνο έθεσε σε εφαρμογή ένα καταπληκτικό σχέδιο αντίδρασης μετά το 0-2 του Αγιαξ – σχέδιο που βασίστηκε σε μια τρομακτική μελέτη των δεδομένων του ματς στη διάρκειά του. Άλλος, μετά από αυτό που συνέβη στην Αρένα του Άμστερνταμ στο πρώτο ημίχρονο, θα είχε χάσει την ψυχραιμία του: ο Ποκετίνο όχι. Η Τότεναμ του δευτέρου ημιχρόνου κόντρα στον Αγιαξ, ξεκινώντας με το βαρύ 0-3 στην πλάτη, ήξερε που πρέπει να χτυπήσει και είχε την σιγουριά ότι μπορεί να τα καταφέρει να προκριθεί, μόνο και μόνο γιατί ο προπονητής της εξήγησε καταπληκτικά στους παίκτες του το τι πρέπει να κάνουν στην ανάπαυλα. Κατά κάποιο τρόπο όλα αυτά έπαιξαν χθες το ρόλο τους. Στην περίπτωση του Κλοπ, για μια ακόμα φορά, η ψυχολογική προετοιμασία είχε μεγαλύτερη σημασία από την τακτική, ενώ από την άλλη πλευρά υπήρξε κυρίως υπερανάλυση. Αλλά η υπερανάλυση έχει ένα κακό: βασίζεται τόσο πολύ στη λογική, που καμιά φορά οδηγεί σε αποφάσεις ανυπόφορα άδικες – όπως ήταν ο αποκλεισμός από τη βασική ενδεκάδα του Λούκας Μόουρα, του ανθρώπου που έδωσε στην Τότεναμ την πρόκριση στο Αμστερνταμ.

Καταστράφηκε η δουλειά

Στο τέλος του ματς ο Ποκετίνο είπε πως «μια δουλειά τριών εβδομάδων» (η τακτική προετοιμασία του αγώνα δηλαδή) «καταστράφηκε από ένα πέναλτι που δόθηκε μετά από εικοσιπέντε δευτερόλεπτα». Ως «εξήγηση απάντηση» στα γιατί μιας ήττας αυτή είναι εξαιρετική – όμως η ίδια η αρχική εμφάνιση της Τότεναμ δεν ήταν τέτοια ώστε να πει κάποιος ότι «η δουλειά των τριών εβδομάδων» υπήρξε σπουδαία. Ο Ποκετίνο έδειξε να προβληματίζεται για δυο τουλάχιστον πράγματα. Το πρώτο για το πώς θα κρατήσει κολλημένα στην άμυνα τους τα δυο υπέροχα ακραία μπακ του Κλοπ, δηλαδή τον Αλεξάντερ Αρλοντ και τον Ρόμπερτσον. Για να το κάνει επέλεξε ένα 4-3-3 με τους Ερικσεν και Ντελε Αλι (εναλλάξ με τον Σον) στις πλάγιες γραμμές για να τρομάξουν – τρόπο τινά – τα δυο «καθαρόαιμα» του Κλοπ. Η δεύτερη επιλογή ήταν η εμπιστοσύνη στον Χάρι Κέιν, τον απόντα στις μεγάλες προκρίσεις, αλλά πάντα εμβληματικό αρχηγό. Για να παίξει αυτός στην κορυφή της επίθεσης, βρέθηκε (στα πέριξ της περιοχής) σε ένα ελεύθερο ρόλο ο Σον και κυρίως έμεινε στον πάγκο ο Λούκας – ο ήρωας του Αμστερνταμ. Το πέναλτι στο πρώτο λεπτό, αυστηρό αλλά όχι ανύπαρκτο αφού στην εποχή του VAR ο Σισοκό σηκώνει τα χέρια σαν πιτσαδώρος στη Νάπολι, δεν μας επέτρεψε να δούμε σε εφαρμογή το σχέδιο του Ποκετίνο, αφού η Τότεναμ ήταν υποχρεωμένη να παίξει επιθετικότερα μετά το 1-0. Αλλά η απουσία του Λούκας από την ενδεκάδα έμοιαζε από την αρχή σαν μια γιγάντια πράξη αχαριστίας κι αυτές πληρώνονται.

Ο Ποκετίνο, με την ικανότητα του να παρεμβαίνει από τον πάγκο σαν προπονητής μπάσκετ, άλλαξε πολλά στο δεύτερο ημίχρονο: η ομάδα του άφησε στα αποδυτήρια το 4-3-3, για ένα ευμετάβλητο 4-2-3-1, όπου ο Ερικσεν έπαιζε «δεκάρι», ο Λούκας μπήκε και παίζοντας πάλι πίσω από το φορ ανέβασε την επικινδυνότητα της ομάδας, που για εξήντα λεπτά ήταν ανύπαρκτη, ο Σον βρήκε βοήθειες και ο Τρίπερ με τον Ρόουζ μπήκαν στο ματς περισσότερο. Αλλά οι διορθώσεις, ειδικά σε ένα τελικό, δεν αρκούν πάντα γιατί η ένταση του αγώνα είναι έτσι κι αλλιώς μεγάλη και το μυαλό δεν είναι όσο πρέπει καθαρό. Δυο τρεις επεμβάσεις του Αλισον αρκούσαν στη Λίβερπουλ για να διατηρήσει το αβαντάζ και το γκολ του Οριγκί, κόντρα στη ροή του ματς, αλλά αποτέλεσμα μιας στημένης φάσης (δηλαδή μιας σπεσιαλιτέ της Λίβερπουλ) έδωσε στον τελικό το προβλεπόμενο τέλος. Όπως πάντα στις αναμετρήσεις μεταξύ των ομάδων από την ίδια χώρα κέρδισε αυτή που έχει ιστορικά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις καλύτερα αποτελέσματα, και κόσμο που μπορεί να δημιουργεί και στους διαιτητές μια κάποια συστολή – το «είμαστε η Λίβερπουλ και θα μας σέβεστε» ήταν η γενική αίσθηση που υπήρχε τρεις μέρες στην υπό κατάληψη από τους οπαδούς της ισπανική πρωτεύουσα. Οι Μadred στη Madrid, για να το πω όπως πρέπει.

Θεός των απλών πραγμάτων

Ο Γιούργκεν Κλοπ απέδειξε σε ένα ακόμα ματς ότι είναι ένας Θεός των απλών πραγμάτων. Δεν έκανε πειράματα, παρουσίασε μια ομάδα σοβαρή και ψυχωμένη και με ένα τουλάχιστον πρωταγωνιστή σε κάθε γραμμή του γηπέδου: στην άμυνα δέσποζε ο ΜVP Βαν Ντάικ που κάνει τους πάντες να μοιάζουν καλύτεροι, στη μεσαία γραμμή ξεχώρισε με το ουσιαστικό παιγνίδι του ο απαραίτητος Φαμπίνιο και στην επίθεση η ταχύτητα και οι εμπνεύσεις του Μανέ τρόμαζαν τα αργά στόπερ του Ποκετίνο. Αυτοί, συνεπικουρούμενοι από τους Ρόμπερτσον και Αλεξάντερ Αρλοντ αρκούσαν: ο τελικός ήταν αυτή τη φορά ένα τόσο κακό ματς, που όποια ομάδα είχε πέντε διακριθέντες ήταν αδύνατο να μην τον κερδίσει.

Κυρίως η Λίβερπουλ είχε την καθοριστική και απαραίτητη βοήθεια από το κοινό της, που αντιμετωπίζεται ως σταρ της διοργάνωσης. Οι διοργανωτές, για μια ακόμα φορά, βοήθησαν τους οπαδούς της Λίβερπουλ να μετατρέψουν σε κοντσέρτο τον τελικό, με τα ηχογραφημένα κομμάτια του Never Walk Alone, που τους πρότρεπαν να τραγουδήσουν σαν να βρίσκονται στο Ανφιλντ. «Ο θρίαμβος της μουσικής σε βάρος του ποδοσφαίρου» που είπε και ένας οπαδός της Τότεναμ στο φινάλε, θεωρώντας, και με το δίκιο του, ότι η ομάδα του ήταν απλά προσκεκλημένη στο μεγάλο πάρτι της Λίβερπουλ. Που πανηγυρίζει το έκτο μεγάλο κύπελλο της ιστορίας της, αποδεικνύοντας πως είναι πιο εύκολο για αυτή από το αγγλικό πρωτάθλημα…