Κάποτε δεν θα γυρίσω...

Κάποτε δεν θα γυρίσω...


Το ελληνικό Πάσχα είναι μια διαδικασία επιστροφής στον τόπο σου – πρέπει να το περνάς εκεί που ανήκεις. Για πολλούς η φυγή από την μεγάλη πόλη αυτές τις μέρες είναι κάτι σαν διαδικασία ιατρικής ανάρρωσης – αισθάνονται ότι μπαίνουν στην εντατική με τη βεβαιότητα ότι σε λίγες μέρες θα βγουν σιδερένιοι. Το Πάσχα είναι άνοιξη κι ανάσταση – το ένα χρειάζεται το άλλο. Η άνοιξη είναι η λαμπρότερη εκπρόσωπος του ελληνικού τοπίου – η ανάσταση της φύσης του. Η άνοιξη δημιουργεί ένα παράξενο ζωντανό καρτ ποστάλ γεμάτο με χρώματα: η δυνατότητα που έχεις να παρακολουθείς τη φύση να ομορφαίνει, παραμένει ένα μεγάλο θείο δώρο. Εντός αυτής της διαδικασίας έχει τοποθετηθεί η μεγάλη γιορτή της Λαμπρής – η λαμπρότητα είναι πάντα το μυστικό. Οποιος έχει ανάγκη να βρει αυτή τη χαμένη λαμπρότητα κατευθύνεται προς τον τόπο του για να γιορτάσει, δηλαδή για να βρει και την άνοιξη και την ανάσταση. Η ανάσταση, η δική του πρώτα από όλα, συντελείται τη στιγμή που διαπιστώνει ότι το θαύμα επαναλαμβάνεται: η φύση ξανανθίζει, ο ήλιος λάμπει, το τοπίο στα μάτια του αποκτά και πάλι χρώματα. Αφού περάσει το Γολγοθά του, που για άλλους είναι μια Εθνική οδός και για άλλους ένα ταξίδι με πλοίο που μοιάζει ατελείωτο, ο τυχερός που έχει αποδράσει από την πόλη με προορισμό τη γενέθλια γη μπορεί επιτέλους να χαρεί την Ανάσταση: το ανοιξιάτικο τοπίο μεταβάλει μέσα του τα πάντα – τον γαληνεύει, σβήνει τους θυμούς του, μαλακώνει τους πόνους του, τονώνει τους ενθουσιασμούς του, τον ανασταίνει. Οι πιο πολλοί από μας που φεύγουμε από τις πόλεις το Πάσχα δεν νοιώθουμε τουρίστες που πάμε ταξίδι για διακοπές, αλλά ερωτευμένοι που βρήκαν τη δύναμη της αυτοκριτικής για να παραδεχτούν το μεγάλο τους λάθος: δεν έπρεπε να χωρίσουν με τον τόπο τους ποτέ τους.   

Ένα ήσυχο τέλος

Ένα από τα λίγα πράγματα που έχω καταλάβει στη ζωή μου είναι ότι κάθε χωρισμός, μετά από ένα διάστημα, αποκτά ένα ήσυχο τέλος – ακόμα και ο χειρότερος τελειώνει πρώτα από όλα μέσα σου, σβήνει. Είτε αφήνεις κάποιον, είτε σε παρατάει, μετά από καιρό το μόνο που μένει είναι κάτι φωτογραφίες κρυμμένες στη μνήμη – ίσως και καμιά ιστορία, αν τις ιστορίες της αγαπάς. Τίποτα άλλο. Αν τον αγαπάς τον άλλο, παρά το παράπονο ή την πίκρα σου, κατά κάποιο τρόπο μετά από καιρό τον καταλαβαίνεις. Αν είσαι εσύ που έφυγες όλα είναι ακόμα πιο απλά: δεν χρειάζεται ούτε καν αυτοκριτική. Δεν μιλάω μόνο για σχέσεις ερωτικές – χάνεσαι και από φίλους, αλλάζεις ή παρατάς δουλειές, μπορεί και να σε διώξουν από κάπου που νόμιζες ότι έχεις βγάλει ρίζες: όλα αυτά είναι διαδικασίες χωρισμού – μερικές μάλιστα μπορεί να είναι και οδυνηρές, αλλά συνήθως έχουν πάντα το ίδιο φινάλε. Ο,τι κι αν συμβεί έρχεται ο χρόνος να μειώσει την ένταση του αντίο και να σβήσει ό,τι εύκολα ή δύσκολα γράφτηκε. Ο χρόνος δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση κριτής, αλλά είναι λυτρωτής και παντοδύναμος, σαν τον αέρα που φυσά και σηκώνει την άμμο στην οποία έχεις γράψει το όνομα της, που λέει κι ο ποιητής – μετά στην ίδια άμμο μπορείς να ξαναγράψεις ό,τι θες έχοντας βρει την ησυχία σου. Ο μόνος χωρισμός που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις είναι ο χωρισμός με τον τόπο σου.

Ακόμα κι αυτός παραδίνεται

Είναι παράξενο αλλά όσο πιο πολύς καιρός περνά από την μέρα που τον άφησες πίσω σου τον τόπο σου, τόσο περισσότερο νοιώθεις πως δένεσαι με αυτόν. Εδώ ο χρόνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα απέναντι στην αγάπη – ακόμα κι αυτός παραδίνεται. Στην αρχή ο χωρισμός από τον τόπο σου δεν έχει τίποτα το βαρύ – σε κάποιες περιπτώσεις αφήνοντάς τον πίσω νοιώθεις ότι έχεις αποκτήσει φτερά – ότι απαλλάχτηκες από μια αλυσίδα. Σου παίρνει καιρό να καταλάβεις ότι την αλυσίδα δεν την έσπασες, και συχνά χρειάζεσαι ακόμα περισσότερο χρόνο για να διαπιστώσεις ότι την έχεις ανάγκη. Αλλά το καταλαβαίνεις και κάθε φορά που σε αυτόν γυρνάς αυτή η σχέση γίνεται ολοένα και περισσότερο απαραίτητη για σένα. Στο φινάλε ο τόπος σου δεν σε έχει αφήσει ποτέ: αν πρέπει να απολογηθείς για κάτι στον εαυτό σου είσαι εσύ και μόνο.

Για πάντα στο βουνό μου

Κάθε φορά που επιστρέφω στο Πήλιο για Πάσχα σκέφτομαι πως μια μέρα δεν θα γυρίσω πίσω – μπορεί να το σκέφτεσαι κι εσύ για τον τόπο σου, αν τον αγαπάς κι ελπίζω πως με καταλαβαίνεις. Πιστεύω πως θα βρω το κουράγιο που μου λείπει για να μείνω για πάντα εδώ, μπας και καταφέρω να αναπληρώσω το χρόνο που έχασα μακριά του. Κάπως έτσι, βλέποντας τη νύχτα τα φώτα των χωριών σαν αστεράκια που κατέβηκαν στη γη και αναπνέοντας το πρωί το γαλαζοπράσινο τοπίο του, ελπίζω  μια μέρα να εξαφανιστώ και να σας απαλλάξω από την παρουσία μου. Να επιστρέψω εδώ για ένα Πάσχα και να αναστηθώ πραγματικά, δηλαδή να μείνω για πάντα στο βουνό μου, και να βρω κι εγώ τη μυθολογία μου σαν τους Κένταυρους. Να μην με απασχολεί πότε θα γυρίσω, αλλά το πώς δεν θα επιστρέψω ποτέ. Να με νοιάζει μόνο που έχει ωραίο τσίπουρο κι αν ζέστανε η θάλασσα και μπορούμε ν αρχίσουμε τις βουτιές. Να περιμένω να φύγουν όλοι όσοι έχουν έρθει μόνο για το Πάσχα για να μεγαλώσει το δικό μου μερίδιο στην απόλαυση έχοντας αποφασίσει να μην ξανακάνω πίσω. Να ρωτάνε κάποιοι που είμαι και που διάολο χάθηκα και να απαντάνε όσοι με ξέρουν ότι τρελάθηκα οριστικά κι αποφάσισα να φύγω από όλους και όλα. Κι όσοι με ξέρουν καλύτερα να συμπληρώνουν πόσο καλά έκανα…