Τι κατάλαβα εγώ από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης; Ότι η χώρα γυρίζει σελίδα. Το τι θα πετύχει τελικά η κυβέρνηση αυτή είναι κάτι που θα πρέπει να περιμένουμε για να το δούμε. Αλλά είναι η πρώτη πραγματικά μεταμνημονιακή κυβέρνηση. Κι αυτό το καταλαβαίνεις από τις προτεραιότητες και τις δεσμεύσεις της: για πρώτη φορά μετά το 2009 η δημοσιονομική πολιτική δεν ήταν το βασικό θέμα συζήτησης. Η χώρα θα αργήσει να βγάλει τον κορσέ γιατί η χρεοκοπία είναι πρόσφατη και το χρέος ακόμα πάρα πολύ υψηλό. Αλλά το πλαίσιο είναι ολότελα διαφορετικό πλέον κι αυτό το καταλαβαίνεις.
Στο κέντρο της διακυβέρνησης
Τα προηγούμενα χρόνια έγινε μεγάλη συζήτηση για το μνημόνιο κι όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεγάλες συζητήσεις τα πιο πολλά από όσα ειπώθηκαν αποδείχτηκαν λόγια του αέρα. Συζητήθηκε πολύ η θεραπεία, δηλαδή το μνημόνιο, και λιγότερο η ασθένεια, δηλαδή όλα όσα έφεραν την χρεωκοπία. Αυτό που αρκετός κόσμος δεν κατάλαβε είναι ότι το μνημόνιο τελικά υπήρξε στο κέντρο της διακυβέρνησης ποικιλοτρόπως. Πρώτα από όλα υπήρξε ο μοναδικός επί της ουσίας εφαρμόσιμος δημοσιονομικός δρόμος: όλες οι υπόλοιπες ιδέες που έπεσαν στο τραπέζι (είτε από τον Σαμαρά, είτε από τον Τσίπρα) δεν εφαρμόστηκαν διότι το κόστος τους ήταν τόσο μεγάλο, που δεν το άντεχε κανείς. Επειτα η ίδια η ανάγκη της τήρησής του, αλλά και της συνεχούς διαπραγμάτευσής του, είχε επιπτώσεις σε ένα γενικότερο τρόπο διακυβέρνησης: η δική μου βεβαιότητα είναι ότι σχεδόν τα πάντα επηρεάστηκαν από την ύπαρξή του. Ανάπτυξη δεν υπήρξε γιατί η στρατηγική επιλογή ήταν η υπερφορολόγιση, ώστε να βρεθούν τα χρήματα που απαιτούσαν η εξυπηρέτηση του χρέους και τα πλεονάσματα. Η χαλαρότητα της λειτουργεία του ίδιου του Κράτους ήρθε ως αποτέλεσμα του καθηλώματος των μισθών: αφού λεφτά για αυξήσεις δεν υπήρχαν κανείς δεν τραβούσε τα λουριά στο δημόσιο. Το περίφημο «προσφυγικό» χρησιμοποιήθηκε για να χαλαρώσει κάπως η επιτήρηση – και έτσι έγινε. Κάτι ανάλογο πιστεύω συνέβη και με την Συμφωνία των Πρεσπών: μοιάζει αρκετά πιθανό να έγινε μια εθνική υποχώρηση για να μην κουτσουρευτούν κι άλλο οι συντάξεις, αλλά κι αυτό να μην ήταν η αρχική επιλογή, η Συμφωνία για αυτό και μόνο αξιοποιήθηκε.
Η πιο φανερή ωστόσο επιρροή του μνημονίου στην ίδια την πολιτική ζωή και στην διακυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση που προέκυψε ανάμεσα στον Τσίπρα και στον Καμμένο: μια ετερόκλητη συμμαχία που φώναζε από μακριά ότι η ύπαρξή της βασίζεται στην διατήρηση της εξουσίας και μόνο. Όταν αργότερα έφυγε ο Καμμένος η συνέχεια της διακυβέρνησης έμοιαζε να είναι από την πλευρά του Τσίπρα ακόμα περισσότερο ευκαιριακή κι ακόμα περισσότερο θνησιγενής: η τελευταία κυβέρνηση του Τσίπρα, αυτή που προέκυψε μετά το τέλος του μνημονίου, αντί να είναι μια κυβέρνηση εθνικής αντεπίθεσης, έμοιαζε να έχει ημερομηνία λήξης. Και έληξε.
Το τέλος του μνημονίου
Αν η εφαρμογή του μνημονίου στέρησε από τον Τσίπρα αρκετή αξιοπιστία (στο τέλος όλο και λιγότεροι άκουγαν οτιδήποτε έταζε…), το τέλος του μνημονίου τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο – κι αυτό στην πορεία προς τις εκλογές αποδείχτηκε ό,τι χειρότερο. Η φθορά της προηγούμενης κυβέρνησης υπήρξε τελικά τεράστια: η σύμπραξη του Τσίπρα με τους ΑΝΕΛ το 2015 έφτανε το 40% του εκλογικού σώματος. Στις τελευταίες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ απορροφώντας και μέρος των ΑΝΕΛ που δεν κατέβηκαν καν στις εκλογές έφτασε το 31,5% - χάθηκαν 8,5 περίπου μονάδες, φθορά αρκετά μεγάλη. Και σε αυτό το μνημόνιο έπαιξε το ρόλο του. Η απουσία του από το κέντρο της πολιτικής συζήτησης στις δυο προεκλογικές περιόδους (πριν και μετά τις ευρωεκλογές) κατέδειξε μια έλλειψη πολιτικής πρότασης – γεγονός που ήταν από τα μεγάλα προβλήματα του Τσίπρα. Ο Μητσοτάκης καθησύχασε τη μεσαία τάξη, υποσχέθηκε μια καλύτερη και φθηνότερη λειτουργία του κράτους, μίλησε τελικά, ίσως μόνος αυτός, για μια Ελλάδα χωρίς μνημονιακές υποχρεώσεις. Η αλλαγή της αντζέντας τον βοήθησε περισσότερο από την σκανδαλολογία ή την παραχολογία. Για μια Ελλάδα εκτός μνημονίου μίλησε και στις προγραμματικές του δηλώσεις. Επιβάλλοντας μάλιστα στην αντιπολίτευση να κάνει το ίδιο: η όποια κριτική του έγινε αφορά τις πρώτες του πολιτικές αποφάσεις – όχι τυχαία δεν ακούστηκε σχεδόν τίποτα που να έχει να κάνει με το παρελθόν.
Μετά την έξοδο από αυτό
Οι πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονταν (στην κακιά μοίρα;) προεκλογικά ότι δεν είχαν αρκετό χρόνο για να διοικήσουν μια Ελλάδα χωρίς μνημόνιο. Μπορεί να έχουν και δίκιο. Μόνο που ακριβώς επειδή το μνημόνιο το τήρησαν υποδειγματικά, θα πρεπε να είναι και καλύτερα προετοιμασμένοι για το τι θα κάνουν μετά την έξοδο από αυτό: οι κωμικές σκηνές με τις γραβάτες, δεν ήταν προετοιμασία, ήταν καρναβάλι.
Στην προεκλογική περίοδο των Ευρωεκλογών κυρίως, φάνηκε ότι πρόταση για την επόμενη μέρα δεν υπήρχε. Η όποια παραχολογία δεν αφορούσε σχεδόν καθόλου τη μεσαία τάξη, τα δε σποτ με τους ευτυχισμένους συνταξιούχους αποδείκνυαν μόνο μια πολιτική αμηχανία: σχεδόν κανένας δεν κατάλαβε τι θα έκανε ο Τσίπρας αν έμενε μέχρι τον Οκτώβριο – αυτό ήταν που επί της ουσίας ζήτησε στις ευρωεκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ τα πήγε συνολικά καλύτερα μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, όταν αντιμετώπισε τη Νέα Δημοκρατία περίπου ως κυβέρνηση, παίζοντας και το χαρτί της κινδυνολογίας που τον συσπείρωσε: αλλά το ματς είχε κριθεί. Τώρα ο Τσίπρας θα πρέπει να βρει πέρα από αντιπολιτευτικό πάθος (που είναι θέμα χρόνου να αποκτήσει) και μια κυβερνητική πρόταση, που δεν θα έχει καθόλου να κάνει με το μνημόνιο. Το οποίο μνημόνιο κατά κάποιο τρόπο τον εκδικήθηκε, όχι μόνο γιατί το εφάρμοσε, αλλά και γιατί κατέδειξε την αδυναμία του να προτείνει οτιδήποτε σοβαρό μετά το τέλος του. Δεν μπορούσε καν να υπερασπιστεί τα δημοσιονομικά αποτελέσματα που προκάλεσε η εφαρμογή του μνημονίου γιατί θα έμοιαζε ακόμα πιο ανακόλουθος: θα ήταν σαν να παραδέχεται πως αν το είχε εφαρμόσει από την πρώτη στιγμή θα είχε κερδίσει χρόνο για να κυβερνήσει χωρίς σφιχτή επιτήρηση με ό,τι καλό αυτό συνεπάγεται για την ίδια τη χώρα.
Οποτε κι αν γίνονταν
Πολλοί απόρησαν με την ετοιμότητα του Μητσοτάκη, όπως αυτή φάνηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις και στην στελέχωση των Υπουργείων – κακώς απόρησαν. Ο Μητσοτάκης είχε τον χρόνο για να προβληματιστεί για το τι θα πρέπει να γίνει μετά το μνημόνιο διότι ήξερε πως αυτό δεν θα υπήρχε στην επόμενη προεκλογική αντζέντα, όποτε κι αν γίνονταν οι εκλογές. Η ουσία των προγραμματικών του δηλώσεων είναι η συνέχεια της προεκλογικής του καμπάνιας: καιρός να πάμε παρακάτω. Αρκεί αυτό; Μολονότι δημιουργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας, εγώ λέω όχι. Η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της, να γίνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα πρώτα πρώτα – η πολιτική αντζέντα είναι χρήσιμη κυρίως για να κερδίσεις εκλογές, η διακυβέρνηση είναι κάτι άλλο. Όλα θα κριθούν στο κατά πόσο οι εξαγγελίες θα γίνουν πραγματικότητα – οι ψήφοι είναι δανεικοί.
Η κρίση δεν τελείωσε παρά το φθηνό δανεισμό – μπήκαμε ωστόσο σε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ τους. Κι εμείς μαζί τους. Ενω το 2015, πιστεύαμε βάσιμα ότι δουλεύει εναντίον τους…