Η τραμπάλα του πέμπτου Μπιτλ

Η τραμπάλα του πέμπτου Μπιτλ


Τα καλά νέα είναι ότι ο Γιούργκεν Κλοπ οδήγησε την Λίβερπουλ στον όγδοο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στην ιστορία της. Τα κακά νέα είναι ότι αυτό το πέτυχε χάρη στην εντυπωσιακή δύναμη του υπέροχου Ανφιλντ. Επειδή ο τελικός γίνεται στο Κίεβο, αν ο Γερμανός δεν καταφέρει ν αλλάξει κάποια πράγματα στις μέρες που έχει μπροστά του, η Λίβερπουλ στο Κίεβο θα γίνει παιγνιδάκι στα χέρια της Ρεάλ κι αυτό είναι κρίμα: αν κρίνουμε από τη συνολική της παρουσία στη σεζόν, αξίζει το τρόπαιο περισσότερο από τους Μαδριλένους, οι οποίοι, όμως, βλέποντας τα δυο ματς της Λίβερπουλ με τη Ρόμα θα χουν αρχίσει τις πρόβες για την απονομή του 13ου μεγάλου τίτλου τους. Η Λίβερπουλ είναι άξια σεβασμού: η Ρεάλ σέβεται κάθε ομάδα. Είναι όμως και μια ομάδα της οποίας οι μεταπτώσεις στη διάρκεια ενός αγώνα είναι απερίγραπτες – κι αυτές τις μεταπτώσεις η Ρεάλ τις τιμωρεί.    

Ιδανική επιλογή και των δυο

Τον Οκτώβριο του 2015, όταν ο Κλοπ ανέλαβε την Λίβερπουλ είχα γράψει ότι η πρόσληψή του είναι η πιο ενδιαφέρουσα απόφαση των ανθρώπων της ιστορικής αγγλικής ομάδας τα τελευταία χρόνια. Ο Κλοπ έμοιαζε ιδανικός για τη Λίβερπουλ και η Λίβερπουλ ιδανική για τον Κλοπ. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ ιστορικά, και περισσότερο από τους οπαδούς οποιαδήποτε άλλης αγγλικής ομάδας, βλέπουν στο πρόσωπο κάθε νέου προπονητή ένα Μεσσία, που θα αποδειχτεί «νέος Πέισλι», «νέος Σάνκλεϊ», «νέος Νταλγκλίς» κτλ: μεγάλωσαν με ιστορίες προπονητών που αποδείχτηκαν θαυματοποιοί. Επίσης έχουν δει ότι τα τελευταία χρόνια οι ξένοι προπονητές, που πέρασαν από εκεί, είχαν καλύτερα αποτελέσματα από τους Αγγλους. Ο Ζεράρ Ουγιέ και ο Ράφα Μπενίτεθ κέρδισαν ευρωπαϊκούς τίτλους σχεδόν ανέλπιστα: δικαίως ειπώθηκε ότι έκαναν υπερβάσεις. Ο Κλοπ, που θεωρείται και καλύτερος από τους δυο, στο φαντασιακό ορίζοντα των οπαδών της Λίβερπουλ έμοιαζε αμέσως ικανός να φέρει το πρωτάθλημα στο Ανφιλντ. Δεν το έφερε ακόμα, όμως οδήγησε την ομάδα σε ένα τελικό του Τσάμπιονς λιγκ κι αυτό δεν είναι λίγο.

 

 

Και για τον Κλοπ ωστόσο η επιλογή ήταν ιδανική. Στο Λίβερπουλ ξετρελάθηκαν μαζί του: τον αποκαλούν «πέμπτο Μπιτλ» - πρόκειται για σπάνιο τίτλο τιμής. Ο ίδιος διάλεξε σωστά τη Λίβερπουλ καταλαβαίνοντας πόσο του ταιριάζει. Σε πολλά πράγματα ήταν σαν συνέχεια της Μπορούσια Ντόρτμουντ. Εχει κι αυτή εκδηλωτικούς οπαδούς που μπορεί να τον λατρέψουν, έχει μια διοίκηση που επενδύει σχεδόν αποκλειστικά σε νέους παίκτες, έχει παράγοντες με την καλή συνήθεια να δίνουν στον προπονητή πίστωση χρόνου, ειδικά αν το βιογραφικό του λέει πως αξίζει να ποντάρεις σε αυτόν. Ενας προπονητής εκτός από καλός διοικητής ή «σατανάς» του πάγκου, πρέπει να είναι κι ο κατάλληλος άνθρωπος, να ταιριάζει δηλαδή η ιδιοσυγκρασία του με την ομάδα. Τρία χρόνια μετά αυτό το βλέπουν όλοι. Αλλά δεν ξέρω αν φτάνει για να βγει η Λίβερπουλ πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Από προτελευταία, στην Ευρώπη

Στη Γερμανία, τον καιρό που διοικούσε την Μπορούσια Ντόρτμουντ ο Κλόπ είχε αποδείξει πως ακόμα κι αν το μπάτζετ μιας ομάδας δεν είναι μεγάλο, με οργάνωση και με άγια υπομονή, τίτλοι κερδίζονται. Όμως την μεγαλύτερη ικανότητα του ο Κλοπ την είχε δείξει το 2014, όταν δεν κέρδισε τίποτα. Εκείνη τη χρονιά, μετά τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ, είχε ένα καταστροφικό ξεκίνημα. Δεν κατάφερε αγωνιστικά να αντικαταστήσει τον Λεβαντόφσκι και είδε την ομάδα του να αποδεκατίζεται από τραυματισμούς. Η Μπορούσια τα Χριστούγεννα ήταν προτελευταία στη Μπουντεσλίγκα. Κι όμως ο ικανότατος Κλοπ την έβγαλε τελικά στην Ευρώπη συμμορφώνοντάς την θεαματικά στο δεύτερο γύρο: αν η Μπορούσια δεν είχε κάνει λάθος σε ένα ματς με τη Γιουβέντους εντός έδρας στον προημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ, μπορεί και να έκανε την Ευρώπη να παραμιλάει στη χειρότερη χρονιά του! Τον Απρίλιο και το Μάιο, όταν κρίνονται οι ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η Ντόρτμουντ του, έπαιζε πάλι τότε τρομερή μπάλα. Απλά είχε μείνει εκτός στόχων κι αυτό τον οδήγησε τελικά στο να φύγει.

Ο εργατικός αλαζόνας

Στην Λίβερπουλ ο Κλοπ έκανε κάτι απλό: αρχικά απελευθέρωσε την ομάδα από τις απαιτήσεις και τις ψυχώσεις του Ρότζερς, που δυο χρόνια παιδεύονταν να κάνει κάτι αδύνατο, δηλαδή να αποδείξει ότι η ομάδα μπορεί να πάρει τα γκολ του Σουάρες από όλους. Ο Γερμανός έχει την εξυπνάδα να  καταλάβει ότι μια ομάδα χρειάζεται κυνηγούς, που να κάνουν τη διαφορά και δεν έκανε το λάθος των ακριβοπληρωμένων προπονητών που  πιστεύουν πως το δικό τους «εγώ», αρκεί για να μεταμορφώσει ομάδες όπως η  Λίβερπουλ. Στη Γερμανία όλοι έλεγαν ότι είναι καλός προπονητής, αλλά έχει και μια τάση να γίνεται αλαζόνας - τάση κομμάτι μεγάλη. Στη Ντόρτμουντ οι επιτυχίες του βασίστηκαν πάρα πολύ στη συνύπαρξη κάποιων σπάνιων παικτών, που η μοίρα τα φερε να βρεθούν μαζί του. Όταν κατέκτησε το τελευταίο πρωτάθλημα η Ντόρτμουντ ήταν η ομάδα των άγνωστων πιτσιρικάδων που λέγονταν Ρόις, Γκέτσε, Λεβαντόφκσι, Χούμελς, Γκουϊντογάν: η εξέλιξη όλων αυτών απέδειξε πως ο Κλοπ είχε στα χέρια του μερικούς από τους καλύτερους παίκτες της δεκαετίας. Όταν τους έχασε, χάθηκαν και οι τίτλοι, παρά τη βελτίωση του Μικιταριάν, του Ομπαμεγιάν, του Καγκάβα, του Μπλατζικόφσκι.  Ο Κλοπ είναι ο άνθρωπος που έχει πει στους οπαδούς της Ντόρτμουντ ότι «αν θέλουν να πανηγυρίζουν τίτλους, δεν έχουν παρά να αλλάξουν ομάδα και ν αρχίσουν να υποστηρίζουν την Μπάγερν» κι ο φόβος ήταν μη μπει κάτι ανάλογο και στο Κοπ. Δεν το είπε και δούλεψε σε πολλά υποδειγματικά.

 

 

Με γνώμονα τη Μπαρτσελόνα του Ενρίκε (που πήγαινε και την έβλεπε στο Καμπ Νου ως οπαδός σε κάθε ευκαιρία) έφτιαξε φέτος μια ομάδα με την συμπληρωματικότερη επιθετική τριάδα στην Ευρώπη: ο Μανέ, ο Φιρμίνο κι ο Σαλάχ χαίρονται να παίζουν μαζί. Όμως η ομάδα του μοιάζει πολλές φορές εκτός από αυτούς τους τρεις να μην έχει τίποτα άλλο κι αυτό είναι παράδοξο, διότι η άμυνα, η ανασταλτική λειτουργεία και η δουλειά χωρίς τη μπάλα είναι πράγματα που διδάσκονται. Ο Κλοπ έχει πετύχει τα απολύτως δύσκολα (έχει δώσει στην ομάδα επιθετική νοοτροπία, την παρουσιάζει πάντα άφοβη κι ατρόμητη, την ενθαρρύνει να παίζει γρήγορα και σωστά, αντικατέστησε τον Κουτίνιο σε χρόνο ρεκόρ) και μοιάζει να δυσκολεύεται στα εύκολα (η Λίβερπουλ μοιάζει να μην ξέρει να αμυνθεί, παίζει χωρίς πάγκο, επιμηκύνεται χωρίς λόγο). Το να βλέπεις μια μεγάλη ομάδα να κάνει ένα κακό ματς μετά από ένα καλό, (συχνά χωρίς αγωνιστική εξήγηση) δεν είναι σπάνιο. Το να βλέπεις μια ομάδα στη διάρκεια του ίδιου παιγνιδιού να μοιάζει μισή ώρα εκπληκτική και μισή ώρα τελείως λάθος, σαν να κάνει τραμπάλα (!), είναι εντελώς ασυνήθιστο: αυτή τη σπάνια αγιάτρευτη αστάθεια την έχει η Λίβερπουλ από την αρχή της σεζόν.

Οι Μπιτλς δεν ήταν προπονητές

Συμπαθώ πολύ τον Κλοπ για την τρέλα του και την αγάπη του για το γρήγορο κι αληθινά επιθετικό του ποδόσφαιρο. Αλλά έχει μπροστά του είκοσι πέντε μέρες για να προετοιμάσει την ομάδα του να παίξει στο Κίεβο ένα κανονικό ματς ποδοσφαίρου. Αν έπαιζε στο Ανφιλντ θα είχα τη βεβαιότητα ότι θα τα καταφέρει, όμως στο Ανφιλντ αυτό είναι εύκολο. Μακριά από αυτό πρέπει η ομάδα του να δείξει προσωπικότητα, στιβαρότητα, προσοχή και συγκέντρωση. Και κυρίως πρέπει να διαχειριστεί τις δυνάμεις της. Διότι ένα ματς διαρκεί 90 λεπτά κι ο Κλοπ νομίζεις πως αυτό συχνά το ξεχνάει. Συμμετέχει στα 60 και μετά παρατηρεί, χειροκροτάει, ξεσηκώνει το πλήθος, σαν πέμπτος Μπιτλ. Κρίμα που οι Μπιτλς δεν ήταν προπονητές…