Το Final 4 του Αμπου Ντάμπι ολοκληρώθηκε με θριαμβευτή τον Σάρας Γιασκεβίτσιους. Η Φενέρ του κέρδισε στον τελικό την Μονακό του Βασίλη Σπανούλη όχι τόσο εύκολα όσο δείχνει το τελικό 81-70, αλλά δίκαια. Διότι ήταν καλύτερη στο μεγαλύτερο διάστημα του παιγνιδιού. Και γιατί ο προπονητής της απέδειξε πως μετά από πέντε χαμένες ευκαιρίες είχε πλέον την ωριμότητα και την γνώση για να δώσει σε μια ομάδα που τον έχει στον πάγκο της το μεγάλο τρόπαιο. Η γνώση του μπάσκετ δεν του έλειπε ποτέ.
Η ωριμότητα του Γιασκεβίτσιους
Οι άνθρωποι αλλάζουν μεγαλώνοντας και η περίπτωση του Σάρας είναι η πιο χαρακτηριστική απόδειξη: βέβαια πρέπει να θέλουν και να αφήσουν στην άκρη δογματισμούς και αλλαζονικές συμπεριφορές. Πέρα από το κοουτσάρισμα, τις σωστές επιλογές, το σαφέστατο όσο και απλό σχέδιο που ακολούθησε και στα δυο ματς στο Final 4, υπάρχουν δυο εικόνες του Γιασκεβίτσιους που δείχνουν πόσο, ως άνθρωπος πρώτα από όλα, έχει προχωρήσει φέτος μπροστά. Δευτερόλεπτα πριν το τέλος του παιγνιδιού αποδίδοντάς δημοσίως τα εύσημα της νίκης στον Γκούντουριτς, μετά από ένα μεγάλο τρίποντο που ο άτυπος αλλά σπουδαίος αυτός Σέρβος point γκάρντ έχει πετύχει σουτάροντας στο πρόσωπο του Τάις ο Σάρας τον πήρε αγκαλιά. Και λίγο μετά όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Νικολό Μέλι κλαίει μόνος στον πάγκο βλέποντας την επιτυχία μιας ομάδας που έχει τιμήσει και τον έχει τιμήσει θα τον πάρει αυθόρμητα αγκαλιά και θα κλάψει κι αυτός μαζί του. Τίποτα τέτοιο δεν μπορούσες να περιμένεις από αυτόν μέχρι πριν δυο τρία χρόνια, όταν έδινε την εντύπωση πως το μπάσκετ είναι αυτός και απέναντί του βρίσκονται όλοι οι άλλοι. Οι αποτυχίες βοηθάνε ώστε να πάει στην άκρη το υπερεγώ. Κι αυτό κάνει μόνο καλό στους προπονητές και στα σπορ και στη ζωή γενικότερα: ποτέ δεν κερδίζεις μόνος. Αντιθέτως πολλές φορές όταν θες να μένεις μόνος χάνεις.
Ο Γιασκεβίτσιους του Αμπου Ντάμπι ήταν ένας κανονικός άνθρωπος: στις συνεντεύξεις Τύπου έκανε πλάκα, είχε ένα καλό λόγο για όλους – κυρίως άφησε τους παίκτες του να παίξουν μπάσκετ χωρίς να ζητά όλο το βράδυ εμμονικά να πάει η μπάλα στο post και όλοι να ανοιχτούν περιμένοντας την πάσα βγάζοντας στο παρκέ μόνο κομπίνες δουλεμένες στην προπόνηση. Η Φενέρ του δεν είναι το κομψοτέχημα μιας ιδιοφυίας και σίγουρα δεν είναι η ακριβότερη ομάδα στην Ευρώπη, όπως άλλες ομάδες που είχε υπό τις οδηγίες του και με τις οποίες απέτυχε. Αλλά είναι μια ομάδα με κανονικούς περιφερειακούς που δεν φοβούνται την ευθύνη, με πολλούς αθλητικότατους παίκτες έτοιμους να παίξουν και άμυνα την βραδιά που αυτό χρειάζεται και με λίγους αλλά χρήσιμους ψηλούς που θα βοηθήσουν το σχέδιο: χθες ο Γιασκεβίτσιους επιστράτευσε για 21 λεπτά τον συνήθως αόρατο Κεν Μπιρτς, όχι για να παίζει σαν play maker της ρακέτας όπως ζητούσε κάποτε να κάνει ο Βέσελι, αλλά για να χρησιμοποιήσει τους αγκώνες του κόντρα στον Τζαϊτέ και τον Τάις που οι παίκτες του Σπανούλη έψαχναν για σχεδόν 35 λεπτά ως λύσεις απέναντι στην πίεση των γκαρντ του Σάρας.
Γκαρντ για κούπα
Ο Γιασκεβίτσιους εμφανίστηκε στο Αμπου Ντάμπι μια ομάδα με τέσσερα γκαρντ έτοιμα να σηκώσουν το βάρος της ευθύνης διότι ο ίδιος με όλους είχε κάνει και στη διάρκεια της σεζόν πολλή καλή δουλειά, αλλά σίγουρα και στην προετοιμασία του Final 4.
Τον Μπόλντγουιν τον ήθελε από την Μακάμπι – όπως και τον Κόλσον. Τον δεύτερο τον άφησε στην άκρη όταν είδε πως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην πιεστική άμυνα που ζητούσε, τον Μπόλντγουιν όμως τον στήριξε και μετά τον τραυματισμό του. Όταν αυτός χτύπησε, για να έχει η ομάδα την πρέπουσα ισορροπία, έφερε όχι ένα σκληρό αμυντικό, αλλά ένα βετεράνο σκόρερ όπως ο Ερικ Μάκολουμ που του έδωσε πολλά.
Με τον Ντέμον Χολ έκανε μια καταπληκτική δουλειά. Τον απέκτησε από την Αρμάνι όπου ο Μεσίνα τον είχε τρελάνει και τον μετέτρεψε από ρολίστα σε σολίστα απαιτώντας από αυτόν να σουτάρει και να μην κρύβεται: ο Γιασκεβίτσιους πόνταρε πως και στα δυο παιγνίδια τακτικής που η Φενέρ θα έδινε στο Αμπου Ντάμπι οι αντίπαλοι προπονητές θα διάλεγαν να αφήσουν σουτ στον Χολ και τον εμφάνισε έτοιμο να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία. Ο Αταμάν στον ημιτελικό αιφνιδιάστηκε από την καλή επιθετική απόδοση του Αμερικάνου, ο Σπανούλης απλά δεν είχε λύση απέναντί του. Το κουαρτέτο των γκαρντ συμπλήρωσε φυσικά ο Γκούντουριτς: από αυτόν ο Σάρας ήθελε πάντα προσωπικές ενέργειες και σουτ – χωρίς τον τραυματία Γουιλμπέκιν ο ρόλος του Σέρβου μεγάλωσε υποχρεωτικά.
Το γεγονός ότι και οι τέσσερις είχαν το δικαίωμα στην πρωτοβουλία είχε την εξής θετική επίδραση στο Αμπου Ντάμπι: και στα δυο ματς δεν χρειάστηκε να είναι όλοι καλοί – ένας μπορούσε να είναι εκτός ματς χωρίς επίπτωση. Κόντρα στον ΠΑΟ καθάρισαν ο Χολ κι ο Μακόλουμ. Στον τελικό απέναντι στην Μονακό ο Χολ ήταν η σταθερή αξία, ο Μπόλτγουιν έδωσε λύσεις μέχρι την άδικη αποβολή του και ο Γκούντουριτς πήρε το ματς στο τέλος. Ο γερόλυκος Μακόλουμ δεν μπόρεσε να βγάλει ένα δεύτερο σκληρό ματς σε 48 ώρες. Αλλά υπήρχαν οι άλλοι.
Ο πραγματικός ΜVP της σεζόν Χάις Ντέιβις
Το μακρύ του κορμί του Γκούντουριτς ήταν χρήσιμο και στην άμυνα – αυτός είναι που έδωσε την δυνατότητα στον Γιασκεβίτσιους να παίζει συχνά με τέσσερις παίκτες στην πεντάδα πάνω από δυο μέτρα. Συγχρόνως όλοι αυτοί πλαισίωσαν τον καταπληκτικό άνθρωπο ορχήστρα που λέγεται Χάις Ντέιβις. Ψηφίστηκε MVP του Final 4 για τις πολλές δουλειές που έκανε –πιθανότατα να είναι κι ο αληθινός MVP της εφετινής Ευρωλίγκας καθώς είναι ένας παίκτης που γύρω του μπορεί να χτιστεί μια ομάδα. Δεν είναι ο σταθερός σκόρερ, αλλά αναμφίβολα είναι αυτός που έκανε την Φενέρ κάτι παραπάνω από λειτουργική. Ωστόσο ο Σάρας ήταν αυτός που είχε καθοριστικότερη ίσως παρουσία από τους παίκτες του.
Πέρα από την αξιοποίηση του κουαρτέτου των γκαρντ και την χρησιμοποίηση στα δυο ματς και των δώδεκα παικτών του ο Σάρας πιστώνεται το γεγονός ότι η ομάδα του περιόρισε τους δυο πιο μεγάλους μπελάδες που βρήκε μπροστά της: τον Ναν την Παρασκευή και τον Μάικ Τζέιμς στον τελικό. Και τους δυο η Φενέρ τους παρέσυρε στην ασταμάτητη αναζήτηση της προσωπικής ενέργειας κάνοντας τους μη λειτουργικούς. Το κόλπο ήταν απλό: δεν τους άφησε να πασάρουν όσο και όπως θέλουν, αλλά τους ανάγκασε να ψάχνουν πολύ τα ένας εναντίον ενός, που είναι χρήσιμα και απαραίτητα, αλλά δεν μπορεί να αποτελούν την μόνη επιθετική λύση. Το κόστος αυτής της στρατηγικής ήταν δυο «φτερά» των αντιπάλων, ο Οσμάν και ο Ντιαλό να κάνουν μεγάλα ματς – αλλά είναι απίθανο τέτοιοι παίκτες να κρίνουν το Final 4.
Ο Σπανούλης ξέμεινε από παίκτες
Ο Βασίλης Σπανούλης στον τελικό είχε λίγους τέτοιους παίκτες. Ο Τζέιμς δεν είχε αυτή την φορά απέναντί του τα φοβισμένα γκαρντ του Ολυμπιακού: έπρεπε να κυνηγάει και πολύ στην άμυνα και κουράστηκε. Ο Οκόμπο και ο Λόιντ έδειξαν τα όρια τους: όταν η μπάλα έκαιγε χάθηκαν. Η Μονακό δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει ένα τελικό χάρη στην παραγωγικότητα του Καλάθη ή του Στραζελ. Ο Μπλόσονγκέιμ δεν είχε στον τελικό ένα Βεζένκοφ να συγκεντρωθεί πάνω του: έπαιξε καλά τον Χάις Ντέιβις αλλά αυτός μπορεί να είναι χρήσιμος και κάνοντας κι άλλα πέρα από το να τιμωρεί άμυνες που παίζουν αλλαγές. Ο Σπανούλης που είδε τον σταθερότατο Ντιαλό να κάνει στο δεύτερο ημίχρονο νωρίς το πέμπτο του φάουλ περίμενε σαφώς πιο πολλά από τον Τάις και τον Τζαϊτέ καθώς πίστευε κι αυτός – όπως και πολλοί άλλοι προπονητές στην διάρκεια της σεζόν – πως τα σέντερ της Φενέρ δεν είναι σπουδαίοι παίκτες. Ίσως και να μην είναι: αλλά σε μια ομάδα που σουτάρει πάνω από 40% στο τρίποντο δεν χρειάζονται στην επίθεση και πάρα πολύ.
Η Φενέρ πέρασε και στα δυο ματς του Final 4 τους 80 πόντους: οι αντίπαλοί της όχι. Η Μονακό έπαιξε καλή άμυνα για 30 λεπτά, πίεσε τους χειριστές του Σάρας στο μέτρο του δυνατού, έβγαλε από το ματς τον Μπιμπέροβιτς, επέτρεψε λίγες προσπάθειες στον Χάις Ντέιβις (που είχε μόλις 4 εύστοχα σουτ και έφτασε τους 23 πόντους χτυπώντας στο τέλος συνεχώς βολές όταν όλα είχαν κριθεί), αλλά έχασε γιατί δεν είχε ένα πραγματικό συμπαραστάτη του Ντιαλό στην επίθεση: κάποιον που να σκοράρει με συνέπεια. Ο Τζέιμς για 17 πόντους χρειάστηκε αυτή την φορά 19 σουτ (!) – πάρα πολλά.
Η Φενέρ κέρδισε για δεύτερη φορά το τρόπαιο. Ο Γιασκεβίτσιους τίμησε στο Αμπου Ντάμπι την ανάδειξή του ως προπονητής της χρονιάς. Κέρδισε χάρη στην ωριμότητα του και δείχνοντας γνώση της παράξενης διοργάνωσης που λέγεται Final 4 και που μικρή σχέση έχει με όσα προηγούνται στην χρονιά. Απαιτεί ειδική στρατηγική, διαχείριση της πίεσης και ad hoc σχέδιο. Φυσικά και τους κατάλληλους πρωταγωνιστές, δηλαδή παίκτες που δεν κρύβονται από την ευθύνη.
Πιο πολύ και από θρίαμβος αυτό που ο Σάρας έζησε είναι μια δικαίωση. Μπράβο του.