Τρεις μέρες τώρα το διαδίκτυο έχει πλημμυρίσει από αφιερώματα στον Ντούσαν Ιβκοβιτς, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 χρονών. Από ότι είδα όλοι σχεδόν είχαν ένα δικό τους Ιβκοβιτς να διηγηθούν – κι αυτό ήταν ωραίο. Αλλά ίσως πιο ωραίο είναι ότι από τα πολλά αντίο που γράφτηκαν σχηματοποιήθηκε η ίδια η εικόνα του εκλιπόντος στα μάτια όλων: ο Ιβκοβιτς θα καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως αυτό που ήθελε τελικά να είναι. Δηλαδή ένας δάσκαλος. Σπουδαίος.
Ο ρόλος και ο δάσκαλος
Το επάγγελμα του προπονητή έχει από τη φύση του κάτι απροσδιόριστο: ο προπονητής είναι πολλά – καμιά φορά είναι και πολλά που δεν είναι, θέλω να πω ότι ολοένα και συχνότερα αποδίδονται στους προπονητές ικανότητες που δεν έχουν ή επιτυχίες στις οποίες η συμβολή τους είναι μικρή ή αποτυχίες που δεν έχουν να κάνουν παρά ελάχιστα με τους ίδιους. Γιατί; Γιατί με τον καιρό ο προπονητής γίνεται ολοένα και περισσότερο «ρόλος». Ενας ρόλος απαραίτητος ίσως, αλλά όπως όλοι οι ρόλοι κομμάτι σκηνοθετημένος, αν όχι και ψεύτικος.
Ο προπονητής στους καιρούς μας πρέπει να είναι ολοένα και περισσότερο διοικητής (δηλαδή διοικητικός παράγοντας), ολοένα και περισσότερο «στρατηγός» (δηλαδή βασικός υπεύθυνος για νίκες και ήττες στο φαντασιακό μας), ολοένα και περισσότερο σχεδιαστής ομάδων ή ηγέτης ή άλλα τέτοια μεγαλεπήβολα. Και συγχρόνως γίνεται ολοένα και λιγότερο δάσκαλος. Αυτό δηλαδή που ήταν ο Ντούντα.
Με απτά αποτελέσματα
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η φυγή του Ιβκοβιτς και οι ατελείωτες ιστορίες που γράφονται αυτές τις μέρες για αυτόν το κάνει φανερό: ο δάσκαλος δεν είναι ρόλος, είναι δουλειά πραγματική που μετριέται με απτά αποτελέσματα. Ο δάσκαλος διδάσκει, δηλαδή διαμορφώνει ανθρώπους – στην προκειμένη περίπτωση αθλητές. Ο δάσκαλος δεν φλυαρεί στα τηλέφωνα με δημοσιογράφους, δεν συζητάει με αντζέντηδες (για να του φέρουν «τον παίκτη τον καλό»), δεν περνάει τον καιρό του προσπαθώντας να πείσει για το πόσο καθοριστικός ήταν στην κατάκτηση ενός αποτελέσματος: αφήνει τον κόσμο και τους δημοσιογράφους να κάνουν κρίσεις (κατά κανόνα επιπόλαιες) για την όποια συμβολή του, γιατί πιστεύει ακράδαντα πως η δική του δουλειά, δηλαδή η διδασκαλία, είναι ακατανόητη από όσους απλά παρακολουθούν νίκες και ήττες.
Ο δάσκαλος δεν είναι ρόλος: είναι κανονικό επάγγελμα. Η επιτυχία του δεν βασίζεται στο πορτοφόλι των προέδρων και στα συνθήματα της εξέδρας, αλλά στην πρόοδο των αθλητών του. Και οι τρόποι του δασκάλου, (η σκληρότητα του ή οι απαιτήσεις του, η ικανότητα του να επιβραβεύει αλλά και να τιμωρεί, η πίεση που ασκεί ακόμα και καυγαδίζοντας) δεν μπορεί ποτέ να είναι αντικείμενο ρεπορτάζ ή πρώτη ύλη για τηλεοπτικές αναλύσεις και δημοσιογραφικές παρλάτες. Ο δάσκαλος είναι ένας διαμορφωτής της πραγματικότητας – μας υποχρεώνει να τρέχουμε πίσω από αυτή. Και για αυτό και είναι σπάνιος. Όπως ήταν ο Ντούντα.
Ευθύνη και βελτίωση
Ο Ιβκοβιτς έζησε σε μια εποχή που το να είσαι προπονητής ήταν σχεδόν συνώνυμο του να είσαι δάσκαλος. Η κοσμοθεωρία του διαμορφώθηκε σε μια χώρα σκληρή, όπου τα σπορ ήταν διέξοδος. Ο προπονητής όφειλε να πάρει τον αθλητή από το χέρι και να του δώσει τη δυνατότητα να ξεφύγει - να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, σε ένα άλλο κόσμο. Ο Τζαμάλ Γκόρντον θυμήθηκε ότι ο Ιβκοβιτς του έλεγε «θα σε κάνω εκατομμυριούχο» - όχι απλά νικητή. Ο Καλ Χάινς είπε πως ο Ιβκοβιτς του έμαθε τι πρέπει να κάνει για να γίνει πρωταθλητής. Χρησιμοποιώ επίτηδες τι δήλωσαν οι δυο Αμερικάνοι για να γίνει σαφές πως αυτό που οι ίδιοι εκτίμησαν σε ένα άνθρωπο, του οποίου την ύπαρξη δεν γνώριζαν πιθανότατα πριν να ‘ρθουν στην Ευρώπη, είναι αυτή ακριβώς η διδασκαλική του παρεμβατικότητα στην ίδια την καριέρα τους, δηλαδή στη ζωή τους – μια παρεμβατικότητα που δεν είναι θεωρία, αλλά στόχευση: χρήματα και πρωταθληματισμός.
Ο Ιβκοβιτς έφτιαξε καταπληκτικές ομάδες και είναι αλήθεια πως χάρη σε αυτόν είδαμε τον καλύτερο ΠΑΟΚ (με Φασούλα, Μπάρλοου, Μπάνε, Κόρφα, Λίβινγκστον κτλ), τον καλύτερο Ολυμπιακό δυο φορές πρωταθλητή Ευρώπης, τον καλύτερο Πανιώνιο, την καλύτερη ΑΕΚ, αλλά και την σαφώς θεαματικότερη ΤΣΣΚΑ – ωστόσο η ειδικότητα του ήταν πάντα η βελτίωση των παικτών του: η διδασκαλική του ευθύνη. Για αυτό έφευγε συνεχώς και γυρνούσε τον κόσμο – δεν ήθελε να γίνει διαχειριστής, ούτε παράγοντας, αλλά να βελτιώσει ομάδες κι ανθρώπους. Αυτή ήταν η δουλειά του Ντούντα.
Διαμάντια και σμίλευμα
Είναι απλό να φτιάξεις μια καλή ομάδα όταν έχεις χρήματα για ξόδεμα – σχεδόν σε όλα τα σπορ - αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αυτό σε κάνει και μεγάλο προπονητή. Είμαι, όμως, βέβαιος ότι μεγάλο προπονητή σε κάνει να βρεις ένα παιδί στη Σιμπένκα, που λεγόταν Ντράζεν Πέρτοβιτς και όχι απλά να καταλάβεις ότι πρόκειται για διαμάντι ακατέργαστο, αλλά να σμιλεύσεις το ταλέντο του. Είμαι βέβαιος πως μεγάλο προπονητή σε κάνει να μάθεις στο Βασίλη Σπανούλη πολλά και υπέροχα, όταν τα βρίσκεις σε μια στιγμή που έχει κερδίσει τα πάντα – και λογικά πιστεύει πως ξέρει και τα πάντα. Είμαι βέβαιος πως μεγάλο προπονητή σε κάνει να στήσεις μια ΑΕΚ πάνω σε παιδάκια που λεγόταν τότε Ζήσης, Ντικούδης, Μπουρούσης, Κακιούζης, Χατζής. Είμαι βέβαιος πως μεγάλο προπονητή σε κάνει να εξελίξεις τον Παπαλουκά και να τον κάνεις ηγέτη μιας ΤΣΣΚΑ που είχε ένα γαλαξία αστεριών (Μάρκους Μπράουν, Γκρέιντζερ, Χόλντεν, Άντερσεν, Λάνγκντον κτλ) που έπρεπε να σέβονται τις επιλογές του. Είμαι βέβαιος ότι προπονητή σε κάνει να πάρεις στην Ντιναμό Μόσχας τον Φώτση και τον Λάζαρο Παπαδόπουλο και να τους κάνεις πρωταγωνιστές. Και φυσικά είμαι βέβαιος ότι προπονητή σε κάνει να φτιάξεις ένα Ολυμπιακό με πιτσιρικάδες (Παπανικολάου, Μάντζαρη, Κατσίβελη κτλ), άγνωστους Αμερικάνους (Χάινς, Ντόρσεϊ, Λο) και με τον καλύτερο Σπανούλη και τον καλύτερο Πρίντεζη να κάνεις το θαύμα της Κωνσταντινούπολης. Όχι χάρη σε χρήματα που ξοδεύονται αλόγιστα, αλλά χάρη σε μια δουλειά που μεταβάλει θεαματικά την ίδια την πραγματικότητα. Χάρη δηλαδή σε μια διδασκαλία που έχει ως αποτέλεσμα άνθρωποι να ωριμάζουν και αθλητές να εξελίσσονται. Αυτό έκανε ο Ντούντα.
Διαγώνισμα και εκδρομή
Είχα ζήσει από κοντά τον Ιβκοβιτς τέσσερις μέρες στη Ρώμη, στην πρώτη μεγάλη κούπα του Ολυμπιακού. Στην προπόνηση πριν τον ημιτελικό με την Ολίμπια Λουμπλιάνας έπεφταν κορμιά. Η προπόνηση πριν τον τελικό με τη Μπαρτσελόνα δεν έγινε ποτέ: πήρε την ομάδα και την πήγε βόλτα στην παραλία της Οστια. Ο δάσκαλος τη μια μέρα βάζει διαγώνισμα και την άλλη, όταν κρίνει ότι είναι απαραίτητο, σε πάει εκδρομή. Το γιατί το ξέρει αυτός και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Το αποτέλεσμα του Ιβικοβιτς δεν είναι οι Ευρωκούπες με τον Ολυμπιακό, την Παρτιζάν, την ΑΕΚ, τη Δυναμό Μόσχας, ούτε τα πρωταθλήματα που παντού κατέκτησε, ούτε καν είναι τα χρυσά με την Γιουγκοσλαβία: όλα αυτά ήταν απλά η επιβράβευση του κόπου των μαθητών του. Ο Ιβκοβιτς ήθελε και νίκες και τίτλους, αλλά αν αυτά δεν ήταν αποτέλεσμα δουλειάς και προόδου δεν είχαν νόημα. Στην πρώτη του χρονιά ως προπονητής αρνήθηκε να παίξει ένα τελικό με την Σιμπένκα κόντρα στην Μπόσνα γιατί έκρινε πως κακώς η ομοσπονδία αποφάσισε την επανάληψή του: χάρισε ένα πρωτάθλημα. Τα αληθινά αποτελέσματα του σοφού είναι ο Σπανούλης, ο Πρίντεζης, ο Τόμιτς, ο Τάρλατς, ο Ντράζεν, ο Παπαλουκάς, ο Φώτσης, ο Παπαδόπουλος, ο Μπουρούσης, ο Ζήσης, ο Ντικούδης, ο Χάινς, ο Παπανικολάου, ο Ντίνκινς και δεκάδες άλλα παιδιά που είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο. Κι αν τέτοια παιδιά τώρα δεν βγαίνουν, είναι γιατί έχουμε γεμίσει σπουδαίους προπονητές που κατά τους δημοσιογράφους κερδίζουν συνεχώς ως μεγαλοφυίες, αλλά έχουν ξεμείνει εντελώς από δάσκαλους – ο Ντούντα ήταν ο τελευταίος.
«Α ρε Ντούντα, δάσκαλε, ηγέτη, άρχοντα. Οι λέξεις είναι μικρές, λίγες, μπροστά στο μεγαλείο σου…Σε ευχαριστώ για όσα μου δίδαξες…Σε ευχαριστώ που υπήρξες μέντοράς μου και ήσουν πάντα δίπλα μου! Ήσουν το ίδιο το μπάσκετ!» έγραψε ο Σπανούλης στο αντίο του. Σοφός, σκληρός, ατακαδόρος, καυγατζής και ιδιοφυής, ο Ντούντα σημάδεψε την εποχή του. Μας λείπει καιρό τώρα. Απλά η φυγή του ήταν μια ευκαιρία να καταλάβουμε το γιατί…