Ενας Σέρβος...

Ενας Σέρβος...


Η Μελβούρνη στην ιστορία του Νόβακ Τζόκοβιτς είναι τόπος θαυμάτων, αλλά και μαρτυρίων. Εδώ το 2008 κερδίζει σε ηλικία 21 χρονών το πρώτο του Γκραν Σλαμ τουρνουά κερδίζοντας στον τελικό τον Τσονγκά – το θαύμα το έχει κάνει στον ημιτελικό όμως αποκλείοντας τον ανίκητο τότε Ρότζερ Φέντερερ. Και στο ίδιο τουρνουά, εννέα χρόνια αργότερα, το 2017, μολονότι είναι στο μεταξύ κάτοχος δώδεκα τουρνουά  Γκραν Σλάμ αποκλείεται στον δεύτερο γύρο του τουρνουά από τον Ντένις Ιστόμιν, νούμερο119 της παγκόσμιας κατάταξης. Ο Τζόκοβιτς έχασε τότε με 3-2 από τον τενίστα από το Ουζμπεκιστάν σε ένα ματς που κράτησε πέντε ώρες - «πέντε ώρες αδυναμίας» είχε πει ο τότε προπονητής του Μπόρις Μπέκερ. O Ιστόμιν είχε γίνει τότε ο πρώτος τενίστας μετά το 2008, που είχε αφήσει εκτός τόσο νωρίς σε ένα Γραν Σλαμ τουρνουά το Σέρβο κι ο πρώτος, που τον απέκλεισε το Σέρβο, ενώ βρισκόταν εκτός του top 100. Και ο μοναδικός.

Περίληψη μιας καριέρας

Το κυριακάτικο παιγνίδι του με τον Ντομινίκ Τιμ, τον σπουδαίο αυτό παίκτη που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει ο πρώτος που θα κερδίσει ένα Γκραν Σλαμ τουρνουά μετά την κυριαρχία των τριών «τεράτων» που δυόμισι χρόνια τώρα τα έχουν μοιραστεί όλα, ήταν κάτι σαν περίληψη της καριέρας του. Εντυπωσιακό ξεκίνημα στο πρώτο σετ, δυσκολίες στο δεύτερο, κατάρρευση στο τρίτο, επιστροφή στο τέταρτο, θρίαμβος στο πέμπτο. Όλα αυτά εν μέσω γκρίνιας για τον διαιτητή και ιατρικής βοήθειας: ο φυσικοθεραπευτής του μπήκε δυο φορές στο γήπεδο για να τον βοηθήσει. Ο Τιμ έπαιξε καταπληκτικά, κέρδιζε όλα τα μεγάλα ραλί μέχρι και τα μισά του τέταρτου σετ, είχε φρεσκάδα, μολονότι τις προηγούμενες μέρες χρειάστηκε να παίξει 4 ώρες και 10 λεπτά για να αποκλείσει τον Ναδάλ και περισσότερο από 3,5 ώρες για να σταματήσει τον Ζβέρεφ. Ο ακούραστος αυστριακός μαραθωνοδρόμος στο τέλος λύγισε: ο Τζόκοβιτς μπορεί να βρέθηκε να χάνει με 1-2 δεν τον άφησε όμως να πλησιάσει τη νίκη ποτέ – μια μπάλα μπρέικ σε δυο ολόκληρα σετ μαρτυρά την συγκέντρωσή του.

Πέντε κινήσεις μπροστά

Στα 32 του ο Τζόκοβιτς έχει μπροστά του την μεγάλη αποστολή της ζωής του: να δικαιώσει το προγνωστικό όποιων των είδαν το 2008 και είπαν πως αυτός θα γίνει ο απόλυτος αυτοκράτορας του παγκόσμιου τένις κερδίζοντας στο τέλος της καριέρας του περισσότερα τουρνουά του Γκραν Σλαμ από οποιονδήποτε άλλο και μένοντας στην κορυφή του κόσμου όσο κανείς. Στη Μελβούρνη φάνηκε πως το αν θα δικαιώσει αυτό το προγνωστικό εξαρτάται από τον ίδιο και μόνο: είναι πολύ νεότερος του Φέντερτερ (τον οποίο πλέον κερδίζει παντού και πάντα) και πολύ πιο ανθεκτικός από τον Ναδάλ (που όσο περισσότερο παίζει, τόσο πιο πολύ πονάει). Κυρίως όμως σε σχέση με αυτούς τους δυο ο Τζόκοβιτς έχει τη δύναμη του ανθρώπου που έπεσε και σηκώθηκε – έχει την επίγνωση της καταστροφής κι έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι τι σημαίνει κατάρρευση. Από το 2016 μέχρι το 2018 περιφερόταν στα τουρνουά (μικρά και μεγάλα) συλλέγοντας ήττες πικρές και δυστυχώς όχι ανεξήγητες: ό,τι χειρότερο δηλαδή. Η θεαματική του νίκη απέναντι στον μεγαλύτερό αντίπαλό του, δηλαδή τον εαυτό του, τον καθιστά σήμερα άτρωτο: στο ματς με τον Τιμ, ακόμα και όποιος έβλεπε την τεράστια δυσκολία του να βρει απαντήσεις απέναντι στους πυραύλους εδάφος εδάφους του Αυστριακού στο τρίτο σετ, περίμενε την επιστροφή του. Γιατί αυτός είναι ο Τζόκοβιτς: όχι μόνο ένας τύπος που σχεδιάζει πόντους στο μυαλό του όπως ο σκακιστής που «βλέπει» πέντε κινήσεις μπροστά, αλλά κι ένας Σέρβος μαχητής. Ενας εκπρόσωπος μιας ράτσας σπάνιας.       

Το πώς επέστρεψε

Περισσότερο και από το γιατί κερδίζει ο Τζόκοβιτς, έχει σημασία να δει κανείς το πώς επέστρεψε. Τον Ιούνιο του 2018, μετά τον αποκλεισμό του στο Ρολάν Γκαρός από τον μετεωρίτη Μάρκο Τσεκινάτο αποφασίζει να κάνει μια γενική αναθεώρηση στη ζωή του και στην καριέρα του κάνοντας κάτι απλό: γυρίζοντας πίσω. Γυρίζει στη γυναίκα του και στα παιδιά του, βάζοντας τέλος σε ιστορίες που τον ήθελαν να κυνηγάει στάρλετ του Χόλυγουντ και κυρίως ζητά ξανά τη βοήθεια του πρώτου προπονητή του Μαριάν Βάιντα, του ανθρώπου που τον βοήθησε να φτάσει από το πουθενά στο νούμερο ένα του κόσμου. Ο Τζόκοβιτς πέρασε ένα διάστημα που λάτρεψε γκουρού του τένις που του υπόσχονταν πως θα μειώσουν την προπόνησή του και την ένταση της (όπως ο Πέπε Ιμάζ, που έλεγε ότι θα τον βελτιώσει χάρη στη γιόγκα!). Δούλεψε επίσης και με παλιούς μεγάλους παίκτες που στο μεταξύ έγιναν προπονητές (όπως ο Μπέκερ, ο Αγκασι και ο Στέπανεκ) και τους οποίους μάλλον ήθελε να γνωρίσει από μικρός. Όταν κατάλαβε πως έχει μεγάλες ανάγκες σαν άνθρωπος (κι όχι μόνο σαν αθλητής) γύρισε στον παλιό δάσκαλο με κατεβασμένο κεφάλι, όπως δηλαδή γύρισε και στο σπίτι. Συγχρόνως, φέρνοντας στο μυαλό του το πώς έφτασε στην καταξίωση, θυμήθηκε ότι αυτό που τον ξεχώριζε πάντα από τον Ναδάλ και τον Φέντερερ ήταν η προσοχή στις λεπτομέρειες και η ικανότητα του να είναι απρόβλεπτος. Και φώναξε στο τιμ του τον Γκόραν Ιβανίσεβιτς, ένα Κροάτη που στη Σερβία δεν είδαν με καλό μάτι, αλλά που στον Νόλε ήταν απαραίτητος για να τον βοηθήσει σταδιακά να διαφοροποιήσει το στυλ παιγνιδιού του. Ο Τζόκοβιτς είναι ο μόνος παίκτης στον κόσμο που δουλεύει με δυο προπονητές – μάλιστα τους εναλλάσσει ανάλογα με τις ανάγκες του τουρνουά που έχει μπροστά του. Στην ηρεμία και την προσήλωση του φαίνεται η δουλειά του Βάιντα. Στο παιγνίδι καταλαβαίνεις τον Ιβανίσεσβιτς: στον τελικό με τον Τιμ κατέβηκε τόσες φορές στο φιλέ ώστε στο τέλος ειδικά ο Αυστριακός πελάγωσε – όταν κι αυτός κουράστηκε η επιθετική πίεση του Τζόκοβιτς τον λύγισε. Ένα σετ όπως το πέμπτο (με τόσο πολύ σερβίς – βολέ) θα έκανε ακόμα και τον Ιβανίσεβιτς να ζηλέψει.

Μεγάλωσα μαζί με το λαό μου

Ο Βάιντα υποστηρίζει ότι ο Τζόκοβιτς έπαιξε την καριέρα του σε ένα ματς: στον ημιτελικό του Γουίμπλετον το 2018, όταν και κέρδισε τον Ναδάλ πριν κατακτήσει το πρώτο του τρόπαιο μετά από δυο χρόνια: «αν εκεί έχανε, μπορεί να τα παρατούσε οριστικά γιατί ψυχολογικά ήταν ένα αληθινό ερείπιο όταν τον ξαναβρήκα» λέει. Ο Τζόκοβιτς διαφωνεί με τον γέρο σοφό δάσκαλό του και μετά την απαραίτητη αφιέρωση του νέου του τίτλου στον αδικοχαμένο Κόμπι Μπράιντ εξήγησε το γιατί της επικράτησης του με τον τρόπο του. «Θέλετε να μάθετε γιατί δεν τα παρατάω; Γιατί έρχομαι από τη Σερβία. Μεγάλωσα στη Σερβία εν μέσω  πολέμου, στης δεκαετία του '90. Σκληρά χρόνια, η χώρα σε εμπάργκο, έπρεπε να τρέχουμε για ψωμί, γάλα, νερό, βασικά πράγματα στη ζωή. Αυτά είναι πράγματα που σε κάνουν πιο δυνατό, πιο πεινασμένο για ό, τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις. Κυριολεκτικά ήρθα στον κόσμο του τένις από το πουθενά. Μεγάλωσα μαζί με το λαό μου. Νομίζω η χώρα μου με εμπνέει, με ενθαρρύνει, με ωθεί μπροστά. Με κάνει καλύτερο η ιστορία της. Παίζω για να κερδίζω αντιπροσωπεύοντας ανθρώπους που νοιώθω ότι με βοηθούν να μείνω ψηλά και να κερδίζω για να αναδείξω την ψυχική δύναμη που απαιτείται για να ξεπεραστούν ορισμένες προκλήσεις. Δεν τα παρατάω ποτέ, γιατί είμαι Σέρβος», είπε μετά το τέλος του ματς στη Μελβούρνη υπονοώντας ότι ο νέος στόχος είναι να ξεπεράσει τον Φέντερερ και τον Ναδάλ στην μεγαλύτερη κούρσα της ιστορίας.

Εγώ πιστεύω στον Τζόκοβιτς. Γιατί είναι Σέρβος…