Αφού χθες μιλήσαμε για το δέντρο, δηλαδή για τα ματς των ημιτελικών του Final 4 του Αμπου Ντάμπι, σήμερα ας πούμε κάτι για το δάσος, δηλαδή για τις δομικές (και όχι μόνο) αδυναμίες του Ολυμπιακού και του ΠΑΟ που οι δυο πλήρωσαν ακριβά.
Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ απέτυχαν στο Final 4 του Ντουμπάι και δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τις λέξεις. Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ είχαν φέτος δυο σπουδαίες και ακριβές ομάδες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν δυο ομάδες που δεν μπορούσαν και να αποτύχουν. Τα σημάδια μιας πιθανής αποτυχίας δεν ήταν και λίγα για αυτό άλλωστε δεν τους έδινα πάνω απο 25% πιθανότητες τελικής επικράτησσης. Στο Αμπου Ντάμπι πλήρωσαν αδυναμίες που χτυπούσαν στο μάτι όλη την σεζόν. Αφού είδαμε το δέντρο, δηλαδή τα πικρά παιγνίδια της Παρασκευής, ας δούμε και το δάσος, δηλαδή τα δομικά και κατασκευαστικά προβλήματα των δυο.
Πολύ καλύτερος πέρυσι
Ο Εργκίν Αταμάν ξέρει αναμφίβολα την Ευρωλίγκα και το ό,τι πήγε τον ΠΑΟ στο Final 4 χωρίς τον ΛεΣόρ (και δευτερευόντος χωρίς και τον Γκριγκόνις) δεν το λες και λίγο. Όμως στήριξε τις εφετινές τύχες της ομάδας του υπερβολικά στον Ναν και δεν αντικατέστησε ως όφειλε τον Λεσόρ όταν τραυματίστηκε: ο Γκάμπριελ είναι καλός για τρίτος σέντερ, ενώ η απόκτηση του Πλάις έγινε απλά για να γίνει- ο Αταμάν βαρέθηκε να του επαναλαμβάνουν ότι χρειάζεται ένα ψηλό και τον πήρε για να σταματήσει η συζήτηση. Δεν ήταν όμως μόνο οι τραυματισμοί το πρόβλημα του ΠΑΟ. Η ομάδα του έχασε παίκτες στην πορεία καθώς οι Παπαπέτρου και Μπράουν σχεδόν εξαφανίστηκαν, ο Κώστας Αντετοκούνμπο απομακρύνθηκε και ο Καλαϊτζάκης έφτασε να παίζει λιγότερο και από πέρυσι. Κυρίως ο Αταμάν, κολλώντας κάποιες ελληνικές ασθένειες θέλησε να κερδίσει τα play off και τον ημιτελικό του Final 4 με την άμυνα και μόνο: το μπάσκετ που η ομάδα του έπαιξε κόντρα στην Εφές και την Φενέρ ήταν προβλέψιμο και υπερβολικά ηρωϊκό. Σε επίπεδο παιγνιδιού ο ΠΑΟ έκανε συνολικά βήματα προς τα πίσω σε σχέση με πέρυσι: η προσαρμογή του Τούρκου προπονητή στα ελληνικά μας χούγια έβγαζε μάτι. Ο ΠΑΟ ήταν φέτος μια καλή ομάδα έδρας που σχεδόν πάντα ανέτρεπε διαφορές στο τελευταίο δεκάλεπτο. Αλλά το Final 4 έγινε στο Αμπου Ντάμπι. Όχι στο ΟΑΚΑ. Και το να κερδίζεις πάντα με τον ίδιο τρόπο δεν σε κάνει ανίκητο: απλά μαρτυρά ότι προσπαθείς κάθε φορά να καλύψεις αδυναμίες που δεν μπορείς διαφορετικά να θεραπεύσεις.
Μια διαρκής αναζήτηση του περφεξιονισμού
Το πρόβλημα του Ολυμπιακού είναι χρόνια τώρα διαφορετικό: αφορά την προσέγγιση της σεζόν, τον σχεδιασμό της ομάδας, τα θέλω του κόουτς Μπαρτζώκα – ίσως και της ίδιας της ομάδας γενικότερα καθώς δημιούργημά του είναι και κουβαλάει την νοοτροπία του.
Ο Μπαρτζώκας προσπαθεί να φτιάξει μια ομάδα που θα κερδίσει την Ευρωλίγκα κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα. Αγαπάει τους ρολίστες που τον ακούνε και σέβονται το απολύτως δογματικό μπάσκετ του με βάση το οποίο ο χρόνος πρέπει να μοιράζεται σε όλους, οι ασίστ είναι πιο χρήσιμες από την ικανότητα στο ένας εναντίον ενός και η αναζήτηση ενός ελεύθερου σουτ γίνεται εμμονικά ακόμα κι αν για αυτό χρειαστεί να καταναλωθεί ολόκληρος ο χρόνος της επίθεσης. Ο Μπαρτζώκας καμαρώνει γιατί ο Ολυμπιακός του παίζει διαφορετικά από τις άλλες ομάδες – και μπράβο του για την συνέπεια. Αλλά δεν δείχνει να λαμβάνει υπόψιν του μια βασική παράμετρο της ίδιας της διοργάνωσης: ότι στο τέλος αυτή καταλήγει σε δυο μόνο ματς και ότι τα ματς αυτά θέλουν παίκτες (ειδικά γκαρντ) με χαρακτήρα και προσωπικότητα – παίκτες ικανούς να βγουν από τα σχήματα. Δεν το καταλαβαίνει μάλιστα μολονότι τέτοιοι χρόνια τώρα του στερούν τίτλους και λέγονται Γιούλ, Μίσιτς, Λάρκιν και φέτος Μάικ Τζέιμς.
Η δογματικότητα του Μπαρτζώκα έφτασε στο σημείο να θεωρεί πέρσι ότι ο Σίκμα θα αντικαταστήσει τον Βεζένκοφ και ότι ο Γκος θα αποδειχτεί καλύτερος από τον Σλούκα, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε να περιμένει τον Ναν λέγοντας πως θέλει πάντα το σύνολο των παικτών του μέχρι τον Οκτώβριο – μετά βέβαια έκανε τρεις προσθήκες. Φέτος μετέτρεψε τον Φουρνιέ σε σούτινγκ γκαρντ και πίστεψε πως θα πάρει την Ευρωλίγκα χάρη σε ένα παραγωγικό «τεσσάρι» όπως ο Βεζένκοφ την ώρα που ο καλύτερος ανάλογος παίκτης που έχουμε δει σε ευρωπαϊκά γήπεδα, ο Μίροτιτς δηλαδή, την Ευρωλίγκα δεν την έχει πάρει ποτέ. Το μπάσκετ των μηχανισμών του Μπαρτζώκα δίνει πρωτιές στην κανονική διάρκεια, επιτρέπει στον κόσμο να χαρεί ωραία παιγνίδια παντού και όχι μόνο στο ΣΕΦ, βοηθά και τον ίδιο να χτίσει την υστεροφημία του: κάποτε θα μιλούν για αυτόν με θαυμασμό για αυτή του την διάθεσή του να πάει κόντρα στο ρεύμα και δεν αμφιβάλω ότι πολλούς από τους μηχανισμούς του σε άμυνα και επίθεση θα τις αντιγράψουν οι διάδοχοί του. Ο Μπαρτζώκας μπορεί να κερδίζει κάθε χρόνο το βραβείο του καλύτερου προπονητή στην Ευρώπη. Αλλά την Ευρωλίγκα θα την κερδίζουν παίκτες που μαζί του θα τα περνούσαν κομμάτι δύσκολα γιατί στο μυαλό του δεν κάνουν για το μπάσκετ του.
Από την άλλη ο ίδιος είναι μια συσπειρωτική παρουσία: χιλιάδες οπαδοί του Ολυμπιακού ορκίζονται στο όνομά του, ζουν για να πανηγυρίσουν την προσωπική του δικαίωση, πιστεύουν ότι ο δογματισμός του θα δικαιωθεί – μοιάζουν όχι οπαδοί μιας ομάδας αλλά οπαδοί μιας νέας θρησκείας στέλνοντας κατάρες σε όποιον τολμά να κάνει ένα μίνιμουμ κριτικής. Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να φανταστώ ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Μπαρτζώκα: το να κάτσει στον πάγκο του Ολυμπιακού θα είναι εύκολο, το να πείσει τον στρατό των οπαδών του κόουτς ότι το μπάσκετ του μπορεί να φέρει τις επιτυχίες που το μπάσκετ του Μπαρτζώκα δεν έφερε, μου μοιάζει αδύνατο. Η ελπίδα του Ολυμπιακού δεν είναι να αλλάξει τον Μπαρτζώκα: είναι να αλλάξει ο Μπαρτζώκας. Να καταλάβει πχ ότι το κουμάντο της ομάδας πρέπει να βρίσκεται στα χέρια ενός αληθινού ηγέτη, ότι δίπλα στον Φουρνιέ χρειάζεται ένα σκόρερ ράτσας, ότι δεν μπορεί ο Πετρούσεφ να βρίσκεται στο Βελιγράδι και στο «4» να υπάρχουν ο Βεζένκοφ και ο Πίτερς, δηλαδή δυο ίδιοι παίκτες και ότι δεν είναι λογικό για να υπάρχει στο παρκέ πάντα η ίδια ομάδα ανεξάρτητα με το ποια είναι τα ονόματα των παικτών που την αποτελούν να έχουν θέση στο ρόστερ και ο Φαλ και ο Μιλουτίνοφ που κάνουν την ίδια περίπου δουλειά, με το δεύτερο να είναι απλά καλύτερος, αλλά όχι διαφορετικός από τον πρώτο. Ο Ολυμπιακός πιο πολύ από ομάδα μοιάζει με εργαστηριακό πείραμα. Ενδιαφέρον. Αλλά για τρόπαια παίζουν οι ομάδες όχι για την αναζήτηση του περφεξιονισμού.
Και κάτι τελευταίο
Ο Παναθηναϊκός πέρυσι κέρδισε την Ευρωλίγκα για ένα απλό λόγο: γιατί έχτισε μια ομάδα από την αρχή με ένα προπονητή που την Ευρωλίγκα την έχει κερδίσει και το έκανε χωρίς να κοιτάζει τον Ολυμπιακό και μόνο όπως κάνει φέτος, όταν έφτασε να μιλά ακόμα και για τις διαιτησίες του αντιπάλου του. Η Ευρωλίγκα δεν είναι το ελληνικό πρωτάθλημα στο οποίο υπάρχουν μόνο δυο ομάδες και η μία ασχολείται με την άλλη: έχει πολλές καλές ομάδες και πρέπει να ασχολείσαι και με αυτές – όχι μόνο με τον Ολυμπιακό όπως ο ΠΑΟ κάνει φέτος. Η τοξική αντιμετώπιση της διοργάνωσης έφερε την εφετινή αποτυχία: ο Αταμάν φώναζε μόνος ότι πριν τον τελικό υπάρχει η Φενέρ αλλά στο μυαλό του Δημήτρη Γιαννακόπουλου το καταλάβαινες πως υπήρχαν μόνο τα post στο Instagram μετά την νίκη κόντρα στον Ολυμπιακό στο Αμπου Ντάμπι και η προσέγγιση αυτή, που ελάχιστα έχει να κάνει με τα αγωνιστικά, είναι λάθος.
Ο Ολυμπιακός ενδεχομένως θα μπορούσε να κερδίσει την Ευρωλίγκα με τον Μπαρτζώκα στον πάγκο αν η διοργανωτική της φόρμα ήταν διαφορετική – αν δεν υπήρχε Final 4 αλλά σειρά αγώνων όπως στα play off: σε μια τέτοια περίσταση όντως η προετοιμασία των αγώνων από τους προπονητές και η αναλυτική τους ικανότητα θα ήταν το μυστικό της επιτυχίας. Αλλά τα Final 4 δεν κερδίζονται με motion επιθέσεις, «κοψίματα» και spain Pick-and-Roll: θέλουν παίκτες που να μην φοβούνται την ευθύνη και που μπορούν να πάρουν ματς χωρίς να κοιτάζουν τον πάγκο. Είναι δυσεύρετοι παίκτες. Αλλά γράφουν την ιστορία των διοργανώσεων.
Ο ΠΑΟ και ο Ολυμπιακός είχαν φέτος δυο ομαδάρες. Ξέχασαν όμως ότι έχουν αντιπάλους που τους γνωρίζουν, τους αναλύουν, και μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα άγχη τους. Έχουν βάσεις για να είναι του χρόνου καλύτερες ομάδες. Ο ΠΑΟ χρειάζεται μια δυο προσθήκες με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι παίκτες που θα ρθουν θα έχουν και χρόνο συμμετοχής. Ο Ολυμπιακός χρειάζεται πιο πολύ αθλητικότητα. Και οι δυο πρέπει να δέχονται την κριτική και να έχουν λιγότερη έπαρση. Πλήρωσαν μεταξύ άλλων και αυτή. Πολύ ακριβά.
(Gazzeta.gr, Μάιος 2025)