Αν υποθέσουμε ότι το καλοκαίρι είναι η σεζόν των πανηγυριών, κάτι αντίστοιχο με το Τσάμπιονς λιγκ π.χ στο ποδόσφαιρο, ο Δεκαπενταύγουστος είναι η μέρα του τελικού: δεν υπάρχει περιοχή στην Ελλάδα, που να μην έχει σήμερα πανηγύρι. Βέβαια όλα τα πανηγύρια δεν είναι ίδια, μολονότι όλοι είμαστε για τα πανηγύρια. Σημειολογώντας έχω καταλήξει ότι υπάρχουν τριών λογιών πανηγύρια: το πολυτελείας, το παραδοσιακό και το αυτοσχέδιο. Εχουν διαφορετικό χαρακτήρα και φυσικά διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Με το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο
Το «πανηγύρι πολυτελείας» άνθισε κυρίως τη δεκαετία του ’80 και σωστά συνδέεται με το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο. Ηταν η μετεξέλιξη του παραδοσιακού πανηγυριού. Σε αυτό, η γιορτή της τοπικής εκκλησίας ήταν απλώς το πρόσχημα: ο σκοπός ήταν να μεταμορφωθεί η εκάστοτε πλατεία για ένα συνήθως βράδυ σε σκυλάδικο – αν όχι και πολυτελείας. Διοργανώνεται ακόμα και τώρα από τα καταστήματα της πλατείας – ένα αρκεί, όρεξη να υπάρχει. Τραγουδάει σε αυτό μια φίρμα, όχι τοπική, αλλά πανελλήνια, με το ανάλογο για την περίσταση ρεπερτόριο: η Εφη Θώδη, η Στανίση, οι Κονοτοπουλαίοι και άλλοι πολλοί σε τέτοια πανηγύρια έγραψαν ιστορία.
Το πανηγύρι αυτό ξεκινάει στις 11.30 το βράδυ (αφού έχει προηγηθεί κούρδισμα των οργάνων, αλλά και sound check, όπου κάποιος από μικροφώνου φωνάζει «ένα, ένα, ένα…) και συνήθως πριν τη φίρμα υπάρχει και κάποιος τοπικός ήρωας, που ανοίγει το πρόγραμμα. Γίνονται κανονικά παραγγελιές, το χορό σέρνουν πεθερές και νιόπαντρες, καμιά φορά υπάρχει και πίστα και συχνά στήνεται ένα είδος πάλκου, όπου ανεβαίνει η ορχήστρα κι ο τραγουδιστής, που πάντα θα πει ένα ευχαριστώ για το χωριό και θα ορκιστεί ότι η βραδιά ήταν υπέροχη. Αν μιλάμε για κάτι που γίνεται χρόνια, στην περιοχή καταφθάνουν καντίνες και συχνά στήνεται στα πέριξ κι ένα είδος λαϊκής αγοράς, με κιλίμια, καλοκαιρινά μπλουζάκια, γυναικείες τσάντες κτλ. Το «ουίσκι – μπόμπα» ρέει άφθονο, οι κυρίες φοράνε τα καλά τους και συχνά υπάρχει και πολύ κάπνα, όχι γιατί λειτουργεί μηχανή για σπέσιαλ εφέ, αλλά γιατί κάπου ψήνουν σουβλάκια. Να σημειώσω ότι ο τραγουδιστής ως καλός επαγγελματίας θα πει ένα – δυο τραγούδια για τις Μαρίες: συνήθως το «Μαρία με τα κίτρινα, ποιόν αγαπάς καλύτερα». Τον άντρα ή το γείτονα παραμένει χρόνια τώρα διαχρονικό μυστήριο.
Στης εκκλησιάς την πόρτα
Το παραδοσιακό πανηγύρι έχει αρκετές ομοιότητες και αρκετές διαφορές. Πρώτα από όλα κρατάει συνήθως δυο μέρες – σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και τρεις. Φίρμα πανελλήνια δεν υπάρχει και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στα μεσάνυχτα για να ξεκινήσει το σόου. Τραγουδάει μια φίρμα της περιοχής, που έχει φάει τα πανηγύρια με το κουτάλι – σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει κάνει και εμφανίσεις σε τοπικό νυχτερινό κέντρο, αλλά δεν είναι και κανόνας. Επίσης ο όρος φίρμα δεν αποδίδεται στον τραγουδιστή απαραίτητα – μπορεί η πραγματική φίρμα να είναι κάποιος που παίζει κλαρίνο ή ακόμα και ντραμς. Ο χώρος, που όλα διαδραματίζονται είναι σχεδόν αποκλειστικά το προαύλιο της εκκλησίας, όπου έχουν τοποθετηθεί από την προηγούμενη καρέκλες και τραπέζια – μαγαζί δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει και κάποιος έχει πάρει τη δουλειά μετά από δημοπρασία, που έκανε η τοπική εκκλησία. Δεν υπάρχουν πάγκοι μικροπωλητών, ούτε ψήνονται σουβλάκια, το ουίσκι δεν είναι για όλους (αλλά υπάρχει καβάντζα…) και συνήθως σερβίρεται κρασί (συνήθως ρετσίνα), μπύρες βέβαια και «ψητό»: έμαθα να μη ρωτάω τι είναι το «ψητό», μου αρκεί να μην έχω φάει τίποτα γάτες.
Το ρεπερτόριο της ορχήστρας έχει να κάνει με το που βρισκόμαστε: μπορεί να έχει περισσότερο τσάμικο αν είμαστε στην Ηπειρο ή περισσότερο καλαματιανό αν είμαστε στην Πελοπόννησο, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ομογενοποίηση και ακούς παντού αυτό που αποκαλείται «συρτό». Το χορό ανοίγει ο τοπικός άρχοντας αλλά μπορεί να προηγηθούν και παραδοσιακοί χοροί από το τοπικό χορευτικό συγκρότημα. Όλα καταλήγουν στα Νησιώτικα του Γιάννη του Πάριου, με τον τοπικό τραγουδιστή συχνά να μιμείται τον Πάριο κάνοντας προσωπικές αναφορές σε παρευρισκόμενους πανηγυρτζήδες με τους οποίους έχει μια οικειότητα: ακούς εκφράσεις του τύπου «Κόρη καραβοκύρη Σπυριδούλα μου» ή «Ποιος, ποιος, ποιος μωρό μου ποιος Βαγγέλη μου». Τραγούδι για την εορτάζουσα υπάρχει μόνο ένα: το «Πω πω ποπό Μαρία» είναι διαχρονικό σουξέ. Το γλέντι κρατάει όσο υπάρχει «χαρτούρα» - τα παλιά χρόνια το χιλιάρικο και το πεντακοσάρικο έπεφτε σύννεφο, ενώ ο τραγουδιστής προετοίμαζε τον κόσμο αναφέροντας από μικροφώνου τη σειρά: «χορεύει τώρα η οικογένεια Σπύρου Μπαρμπάτσικου και να ετοιμάζεται η οικογένεια Χριστόφορου Τσιριμπέ, που κάθεται στο επτά». Βέβαια οι αναφορές είχαν σχέση μόνο με το ποιος έσερνε το χορό, γιατί κατά τα άλλα σηκωνόταν να χορέψει το σύμπαν.
Αυτοσχέδιο ντούρου ντούρου
Το αυτοσχέδιο πανηγύρι είναι μάλλον το πιο δύσκολο να πετύχεις: σιγά σιγά οδηγείται δυστυχώς σε εξαφάνιση. Και αυτού τα δρώμενα διαδραματίζονταν στο προαύλιο της εκκλησίας, αλλά δεν υπήρχε καμία σχεδόν οργάνωση. Οι οργανοπαίχτες παίζανε ο καθένας ό,τι ήθελε, συνήθως τον τόνο έδινε το κλαρίνο – μερικές φορές δεν υπήρχε ούτε καν τραγουδιστής. Το σκηνικό θύμιζε περισσότερο γάμο παρά πανηγύρι – υπήρχε ένα ατελείωτο «ντούρου ντούρου», το οποίο χαιρόντουσαν συνήθως αλλοδαποί τουρίστες που χόρευαν πιωμένοι τα δικά τους, ειδικά αν το δέντρο που είχαν καπνίσει προηγουμένως ήταν καλό. Εχω δει μερικά τέτοια event σε νησιά κυρίως, ( στην Κρήτη π.χ όλα αυτά έχουν και αρκετή λύρα και μαντινάδες), και αν κάτι ήταν εντυπωσιακό, πέρα από το να βλέπεις διάφορους σουρωμένους Αγγλους και Γερμανούς να χορεύουν σαν να πατάνε κάρβουνα που δεν υπάρχουν, ήταν η εντυπωσιακή οργάνωση της ανοργανωσιάς: όλο αυτό το φολκλόρ βασιζόταν σε μια σειρά, που όφειλες να καταλάβεις, τουλάχιστον μέχρι να σε χτυπήσει και σένα η ρακί βραδιάτικα. Το ότι παρόλα αυτά ξυπνούσες την επόμενη μέρα, μολονότι είχες πιεί το Βόσπορο (και για να αντέξεις τη μουσική…) συμπεριλαμβάνεται στα θαύματα της Παναγίας.
Οι γριές νίντζα για κλαμπινγκ
Ο όρος «πανηγύρι» χρησιμοποιείται για πολλά πλέον – γεγονός που δείχνει πόσο ριζωμένο είναι στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Κανονικό πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου ήταν κάποτε η κάθοδος της γριάς στην Τήνο – όχι κάθε γιαγιάς, προς Θεού, αλλά ενός συγκεκριμένου είδους μαυροφορεμένης «γριάς – νίντζα», που νόμιζες ότι το σκασε από ταινία καράτε ή από κάποιο μοναστήρι, που είναι γεμάτο με τέτοιες «γριές σαολίν», που πριν κατέβουν στην Τήνο το Δεκαπενταύγουστο, έπαιρναν κρυφά μέρος σε άλλες πολεμικές επιχειρήσεις. Χοντρή ή κοντή και νευρική, αυτή η δαιμόνια γριά έδινε για χρόνια ραντεβού με άλλες γριές στον Πειραιά, ανέβαιναν στο «Τήνος – Μύκονος» κι έφταναν στην Τήνο για να προσευχηθούν στην τοπική Παναγία, ενίοτε μπουσουλώντας όλη την ανηφόρα, που σε βγάζει στο προαύλιο της γοητευτικής πασίγνωστης εκκλησίας. Ντυμένες υποχρεωτικά με μαύρα και με τσεμπέρια παρά τη ζέστη, οι γριές ήταν ένα καταπληκτικό θέαμα, που πάντα πίστευα ότι τρόμαζαν τους τουρίστες, που τις έβλεπαν να καταφθάνουν στο νησί συνήθως την παραμονή. Λένε ότι το βράδυ άλλαζαν και πήγαιναν για κλάμπινγκ στη Μύκονο. Δεν είναι απίθανο…