Ας τσακωθούμε με όλους…

Ας τσακωθούμε με όλους…


Το κείμενο το έγραψα ένα μήνα πριν. Η μη πτώση των κρουσμάτων το κάνει κομμάτι προφητικό. Αλλά η εκτίμηση ήταν εύκολη. Λέω δυστυχώς, βλέποντας καθημερινά τον αριθμό των θανάτων και των διασωληνωμένων. Το δημοσιεύω σαν οδηγίες χρήσης για τα παράξενα Χριστούγεννα που έρχονται.

Από τους λίγους στους πολλούς

«Το προηγούμενο lockdown η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνων το αντιμετώπισε με την ίδια ψυχοσύνθεση. Φοβόμασταν να μην δούμε στην Ελλάδα τις σκηνές που βλέπαμε να διαδραματίζονται στη Βόρειο Ιταλία, στη Γαλλία και λίγο αργότερα στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ακούγαμε κάθε απόγευμα την ενημέρωση από τον κ. Νίκο Χαρδαλία και τον κ. Σωτήρη Τσιόδρα, σαν καλοί μαθητές που θα έγραφαν διαγώνισμα. Ψάχναμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη ρουτίνα της κλεισούρας: ήμασταν διατεθειμένοι να βγάλουμε βόλτα και το σκύλο του γείτονα. Κάποιοι αρχίσαμε να περπατάμε χιλιόμετρα – βοηθούσε κι ο ανοιξιάτικος καιρός. Άλλοι ασχολήθηκαν με τη μαγειρική, τη ζαχαροπλαστική – οι πιο πολλοί «έλιωσαν» μπροστά στην τηλεόραση. Αυτοί που δήλωναν πως δεν υπάρχει ο ιός και αυτοί που έσκουζαν στο διαδίκτυο ότι θα πάνε το Πάσχα ν’ ανοίξουν τις εκκλησίες ήταν λίγοι. Ελάχιστοι. Εκπρόσωποι μιας γραφικότητας που δεν επέτρεπε σε κανένα να τους πάρει στα σοβαρά.

Στο δεύτερο lockdown δεν (θα) είναι έτσι τα πράγματα. Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας που είναι αποφασισμένος να επαναλάβει όσα έκανε τον περασμένο Μάρτη έχοντας την βεβαιότητα ότι ο κίνδυνος που τώρα διατρέχουμε είναι ίσως μεγαλύτερος: όλοι αυτοί περίμεναν τις κυβερνητικές αποφάσεις ήδη από το καλοκαίρι, βλέποντας την αύξηση των κρουσμάτων. Πρόκειται κυρίως για ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, που ήδη είχαν περιορίσει τις δημόσιες εμφανίσεις τους καιρό τώρα. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι πολλοί. Υπάρχουν οι περίφημοι «αρνητές»: πιτσιρικάδες που ψάχνουν ευκαιρία να πλακωθούν με την αστυνομία, «ψεκασμένοι» που πιστεύουν πως «ψεκασμένοι» είμαστε εμείς οι υπόλοιποι, οπαδοί (και δημιουργοί) θεωριών συνομωσίας ή απλά άνθρωποι που το κλείσιμο της αγοράς το νιώθουν στην τσέπη και στο πορτοφόλι τους και αντιδρούν. Είναι πολλοί περισσότεροι από τον περασμένο Μάρτη και είναι επικίνδυνοι γιατί έχουν όρεξη για καυγάδες.

https://www.athina984.gr/wp-content/uploads/2020/11/12-1068x713.jpg

Αλλά ακόμα πιο επικίνδυνοι κι από δαύτους είναι όσοι ανήκουν σε μια μεγάλη πλειοψηφία, που από την αρχή σκεφτόμαστε πως αυτό το lockdown θα το ζήσουμε αλλιώς: μιλάω για όλους εμάς που ακόμα κι αν κατανοούμε την ανάγκη των μέτρων, δεν θα θέλαμε το lockdown, κυρίως επειδή δεν νιώθουμε το φόβο του ιού, αφού κρούσμα στην οικογένειά μας δεν υπάρχει κι εμείς πιστεύουμε πως δεν θα πάθουμε και τίποτα. Δεν μας καθιστά επικίνδυνους η αισιοδοξία μας, αλλά η γενικότερη συμπεριφορά μας: η ανομολόγητη, αλλά υπαρκτή απόφασή μας αυτή τη φορά να ζήσουμε το lockdown ντριπλάροντας περιορισμούς και απαγορεύσεις.

«Τόση κλεισούρα…»

Εκτιμώ πως η κυβέρνηση αυτή τη φορά δεν θα επιβάλει σχεδόν τίποτα – θα περιοριστούν στο να ρίξουν κάποια πρόστιμα εκεί που το πράγμα θα αγγίζει τα όρια της πρόκλησης. Γιατί; Γιατί είμαστε πολλοί δυστυχώς αυτοί που έχουμε άλλα σχέδια. Μιλάω για μας που γνωρίζοντας το πόσο το lockdown μπορεί να βαρύνει τα σωθικά μας, έχουμε αποφασίσει τώρα να το ελαφρύνουμε, κι όπως οι μπεκρήδες Αμερικάνοι τον καιρό της ποτοαπαγόρευσης σχεδιάζουμε το πώς θα τα καταφέρουμε, παραβιάζοντας τον πρώτο και βασικότερο κανόνα του, δηλαδή τον περιορισμό των κοινωνικών επαφών μας.

Το λέω μετά λόγου γνώσεως: αν την προηγούμενη άνοιξη κανείς φίλος για εβδομάδες δεν μου χε ζητήσει να βρεθούμε, αυτή τη φορά οι προσκλήσεις που δέχομαι για επισκέψεις σε σπίτια είναι σχεδόν καθημερινές. Το μόνο που διαφέρει είναι το δέλεαρ: άλλοι μου υπόσχονται ένα τσιμπούσι υπέροχο, διότι κάποιος από την παρέα μαγειρεύει, άλλοι μου λένε ότι θα βρεθούμε για να παίξουμε χαρτιά, άλλοι με καλούν να δούμε ένα ματς στην τηλεόραση με πίτσες ή σουβλάκια, σαν να είναι καλοκαίρι και να πρέπει να δούμε μαζί το μουντιάλ κι άλλοι απλά μου δηλώνουν ότι τους έλειψα και θα θελαν να βρεθούμε για να πούμε καμιά ιστορία «γιατί βρε αδερφέ τόση κλεισούρα δεν αντέχεται». Κι όλοι έχουν να μου υποδείξουν δρόμους για να πάω σπίτι τους (που η αστυνομία δεν ξέρει…) ή κόλπα με τα sms για να ξεφύγω από τους ελέγχους: «πες ότι πας στο νοσοκομείο γιατί δεν αισθάνεσαι καλά και βήξε κιόλας. Δεν υπάρχει καλύτερο: μόλις το ακούσουν θα το βάλουν στα πόδια» μου λεγε ένας φίλος που προηγουμένως είχε φροντίσει να με δελεάσει λέγοντάς μου πως έχει έτοιμο ένα εκπληκτικό ριζότο με άγρια  μανιτάρια «που του έφεραν από το χωριό».         

Όπως οι Ιταλοί…

Δεν μας κλείσανε μέσα ούτε για να τεστάρουν τις αντοχές μας σε ένα παιγνίδι οικογενειακού εγκλεισμού, ούτε γιατί δεν θέλουν να πηγαίνουμε σε πάρτι, πορείες, διαδηλώσεις και εκκλησίες. Αυτό που μας ζητάνε, όπως ακριβώς τον περασμένο Μάρτιο, είναι να μείνουμε σπίτι και να απαρνηθούμε για λίγο καιρό φίλους και γνωστούς. Αλλά ακριβώς επειδή έχουμε πάψει να νιώθουμε τον κίνδυνο, αυτή την παράκληση δεν την ακούμε: αυτό το lockdown το αντιλαμβανόμαστε ως κάτι το απαραίτητο για κάποιους άλλους, που δεν είμαστε εμείς. Για μας είναι ένα είδος τιμωρίας για κάποιο κακό που άλλοι έκαναν. Εμείς που δεν πήγαμε σε πάρτι, που δεν τα πίναμε νυχτιάτικα στις πλατείες, που φορούσαμε πάντα μάσκα, που ξοδέψαμε λίτρα από αντισηπτικό για να πλένουμε τα χέρια μας, έχουμε την συνείδησή μας ήσυχη: κι ως εκ τούτου το μόνο που προσπαθούμε είναι να ζήσουμε ένα lockdown όλοι παρέα. Σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν όλο αυτό να είναι απλά  η χρυσή ευκαιρία για να ξαναβρεθούμε σε σπίτια, να φάμε να πιούμε και να χορέψουμε, όπως λέει και το περίφημο δημοτικό τραγούδι με ήρωα τον Χαραλάμπη, που θέλουμε να τον παντρέψουμε.

Κάπως έτσι ακριβώς την πάτησαν οι Ιταλοί πέρυσι. Μόλις άρχισε η επέλαση του ιού και τους ζήτησαν να μείνουν σπίτι, ως καλοί καθολικοί το πρώτο που κάνανε είναι να θυμηθούν ότι ανήκουν όλοι στην ίδια φαμίλια. Κι αντί να απομακρυνθούν μάζεψαν στο ίδιο σπίτι παππούδες, γιαγιάδες, μανάδες και μπαμπάδες, εγγόνια και παιδιά κι ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη περιπέτεια με «καρμπονάρες», «αματριτσιάνες», «αραμπιάτες» και βίνο ρόσο. Κι αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο και πίνοντας και τραγουδώντας στις βεράντες ξεκληρίστηκαν. Με «μπάτσι» και «αμπράτσι». Κι ακόμα οι κακόμοιροι δεν έχουν καταλάβει καλά καλά τι λάθος έκαναν.

Θέλετε να περάσουν αυτές οι μέρες, όπως μας ζητάνε οι λοιμωξιολόγοι; Καν’ τε κάτι απλό: τσακωθείτε με όλους τους φίλους σας. «Σκοτωθείτε» μαζί τους, πείτε τους ότι σας έχουν πρήξει, ότι δεν τους αντέχετε άλλο. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην θέλει να σας δει κανείς. Δεν θα φάτε εκείνο το ριζότο με μανιτάρια, αλλά σύντομα θα ακούσετε ότι τα κρούσματα ξανάγιναν λίγα. Οι πόρτες θα ανοίξουν και οι φίλοι σας θα είναι εκεί. Κι αν είναι αληθινοί φίλοι θα σας καταλάβουν…          

(ΒΗΜΑγκαζίνο Νοέμβριος του 2020).