Το στοίχημα του Μπλατ

Το στοίχημα του Μπλατ


Ο Παναθηναϊκός κέρδισε το ντέρμπι του μπάσκετ με τον Ολυμπιακό στην Ευρωλίγκα κι αυτό δεν συνιστά έκπληξη: είναι πιο μπροστά από τον Ολυμπιακό αυτή τη στιγμή κι ας έχει κι αυτός πολλά να διορθώσει και πολλά να περιμένει. Η μεγάλη διαφορά του ΠΑΟ από τον Ολυμπιακό είναι ότι έχει ένα προπονητή που ξέρει πολύ καλά αυτό το ματς. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Τσάβι Πασκουάλ είχε βρει ένα Παναθηναϊκό που στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό για περίπου μια διετία ζοριζόταν: ανέστρεψε το πράγμα σε χρόνο ρεκόρ.  Όταν κάποτε θα γυρίσει στην Ισπανία, θα πρέπει να αφήσει στον επόμενο προπονητή του ΠΑΟ ένα εγχειρίδιο για το πώς πρέπει να παίζει κανείς αυτά τα παιγνίδια. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του είναι ότι καταφέρνει να κερδίσει τον Ολυμπιακό σχεδόν πάντα με διαφορετικούς πρωταγωνιστές: το χει κάνει με ξένους παίκτες σαν τον Γκάμπριελ ή τον Ρίβερς on fire, το χει κάνει με το Τζέιμς να παίζει στην επίθεση μόνος του, το χει κάνει με τον Μήτογλου πέρυσι, ένα παίκτη που εναντίον του Ολυμπιακού έχει κάνει το πρώτο καλό  ματς της καριέρας του, το κανε και χθες με βασικούς στην αντεπίθεση του δευτέρου ημιχρόνου τον Θανάση Αντετοκούνμπο και τον Λεκαβίτσιους – με τον οποίο, ως πρωταγωνιστή, έχει κερδίσει ματς και πέρυσι στο ΣΕΦ. Μπορεί ο Πασκουάλ ακόμα να μην έχει λύσει το μεγάλο πρόβλημα του ΠΑΟ, που είναι η διαφορά της απόδοσής της ομάδας εντός και εκτός έδρας, αλλά με τον Ολυμπιακό για την ώρα μια χαρά τα πάει. Και αν δεν αλλάξει κάτι στον Ολυμπιακό, δεν θα έχει πρόβλημα και ολόκληρη τη χρονιά – το πολύ πολύ να χάσει κάποιο ασήμαντο ματς: άλλωστε οι δυο ομάδες μπορεί να παίξουν καμιά δεκαριά φορές.

 

Ο Πασκουάλ από τη μέρα που ήρθε στον ΠΑΟ κάνει σωστά όλα όσα εξαρτιόνται από τον ίδιο: δεν μπορεί μόνος του να αποκλείσει ούτε τη Φενέρ, ούτε τη Ρεάλ Μαδρίτης από το Final 4 –  το υπογραμμίζω γιατί αυτό του καταλογίζουν. Ο άνθρωπος αποκλείστηκε δυο χρόνια από τις ομάδες που κέρδισαν την Ευρωλίγκα: η προσφορά ενός προπονητή έχει όρια. Κατά τα άλλα η δουλειά του είναι μπροστά στα μάτια όλων: είναι σοβαρή και σημαντική. Το μυστήριο ήταν από την αρχή της σεζόν ο Ολυμπιακός.    

Μια ομάδα ημιτελής

Νομίζω πως όσο η σεζόν προχωρά φαίνεται κάτι βασικό, που καλό θα ήταν να οδηγήσει σε προβληματισμούς και τον Ντέιβιντ Μπλάτ  και τους αδερφούς Αγγελόπουλους. Ο Ολυμπιακός δεν είναι ούτε κακός, ούτε καλός: είναι απλά ημιτελής. Από την ομάδα λείπει και ένας περιφερειακός, αλλά και ένας ψηλός με αθλητικά προσόντα, και γιατί ο Μάντζαρης και ο Μπόγρης παίζουν ολοένα και λιγότερο. Ο Μπλατ δεν τους αδικεί: και οι δυο δεν μπορούν να παίξουν το μπάσκετ που ο ίδιος θέλει. Η συνέπεια αυτού του πράγματος είναι αυτό που στα παιγνίδια βλέπουμε: ο Ολυμπιακός εναλλάσσει καλά και άσχημα ημίχρονα – για την ακρίβεια στα πιο πολλά ματς (είτε παίζει με τον Αρη και την Κύμη, είτε με την Αρμάνι και τον ΠΑΟ) το κακό του ημίχρονο είναι πάντα το δεύτερο. Αυτό στο οποίο πρώτα από όλα κουράζεται ο Βασίλης Σπανούλης.  

Το περασμένο καλοκαίρι ο Ολυμπιακός έκανε μια ανάλυση της περσινής σεζόν του και κατέληξε ότι θα πρεπε ν αλλάξει προπονητή. Η επιλογή του Μπλατ φανέρωσε και ένα είδος συνειδητοποίησης ότι με το μπάσκετ της άμυνας και των 60 πόντων πλέον δεν πας πουθενά. Η περίοδος του Γιάννη Σφαιρόπουλου έκλεισε με κάμποσα τραύματα. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ότι η περσινή σεζόν στην Ευρωλίγκα τελείωσε άσχημα, (το ελληνικό πρωτάθλημα δεν το συζητάω καν…), αλλά ότι η ομάδα έδειξε σημάδια μεγάλης στασιμότητας: σκεφτείτε μόνο ότι τα τρία τελευταία χρόνια κέρδισε μόνο ένα παίκτη, τον Μιλουντίνοφ – είναι ο μόνος που βελτιώθηκε. Η λογική του «παίζω άμυνα γιατί μόνο αυτό ξέρω καλά» είχε ως αποτέλεσμα πολλές και μεγάλες εποποιίες, αλλά και ένα χωρίς προηγούμενο ξόδεμα δυνάμεων που πληρωνόταν πάντα με τραυματισμούς και ντεφορμαρίσματα στο φινάλε. Ο Ολυμπιακός χρειαζόταν μια νέα λογική, αλλά και μια νέα ομάδα. Αν μπορούσαν να πάνε το χρόνο πίσω και να αναλάβει ο Μπλατ μετά τον Μπαρτζώκα ίσως το πράγμα θα ήταν ιδανικό. Κυρίως γιατί ο Πρίντεζης και ο Σπανούλης θα ήταν τρία χρόνια νεότεροι.   

Με δυο στόχους

Η εφετινή σεζόν ξεκίνησε με δυο στόχους: ο ένας ήταν να παίξει η ομάδα καλύτερα στην επίθεση – η φράση του Μπλατ ότι «στα κλειστά ματς μπορεί να κερδίσει ο καθένας, αλλά λίγοι μπορεί να πάνε πάνω από 90 πόντους» ήταν σαν διακήρυξη προγραμματικών θέσεων μιας νέας μπασκετικής κυβέρνησης. Το δεύτερο που ψιθυριζόταν, χωρίς ποτέ να το πει ο προπονητής, είναι ότι φέτος ο Σπανούλης θα έπαιζε λιγότερο και διαφορετικά: θα προσπαθούσε κυρίως να κατευθύνει με τη δημιουργική σοφία του τους νεοφερμένους. Αλλά για να συμβεί αυτό κάποιος θα πρεπε να κάνει τη δουλειά του Σπανούλη, δηλαδή να φορτώνει με πόντους το αντίπαλο καλάθι όταν η μπάλα καίει. Και τέτοιος δεν υπάρχει, οπότε τη δουλειά την ανέλαβε πάλι ο Σπανούλης. Όχι γιατί είναι εγωιστής και θέλει τη μπάλα: αυτά είναι βλακείες. Το κάνει γιατί άλλος περιφερειακός, που να βγει μπροστά με σταθερότητα και προσωπικότητα, δεν υπάρχει.

 

Το πλάνο του Ντέιβιντ Μπλατ προϋποθέσει περισσότερη συμμετοχή κι αν αυτό δεν υπάρχει, τα θαύματα του Σπανούλη δεν αρκούν ακόμα κι αν ο Ολυμπιακός κρατήσει μια επιθετική μηχανή όπως η ΤΣΣΚΑ κάτω από τους 70 πόντους π.χ. Πρέπει να παίξουν και οι άλλοι και μάλιστα να το κάνουν ακόμα και στα λεπτά που ο αρχηγός του Ολυμπιακού κάθεται στον πάγκο. Πρέπει να το κάνουν όχι γιατί ο Σπανούλης μεγάλωσε, αλλά γιατί αυτό απαιτεί το παιγνίδι του προπονητή. Αλλιώς δεν έχει νόημα ο Ολυμπακός να έχει τον Μπλατ: μπορεί να πάρει όποιον Έλληνα προπονητή είναι διαθέσιμος και να παίζει ηρωϊκές άμυνες και το σύστημα «ο Θεός βοηθός» στην επίθεση.

Όταν ήρθε ο Μπλατ τον παρουσίαζαν σαν κάποιο που θα χαλάσει ό,τι βρήκε. Ο Αμερικάνος δεν είναι κουτός: είναι ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που κυκλοφορούν στο παγκόσμιο μπάσκετ: ακούστε τη συνέντευξη που έδωσε στο Τζο Αρλούκας και θα το καταλάβετε αν έχετε αμφιβολίες. Ο άνθρωπος δεν ήρθε να καταστρέψει το αμυντικό DNA της ομάδας: ίσα ίσα που πάνω σε αυτό θα επενδύσει. Ηρθε όμως για να βοηθήσει τον Ολυμπιακό να κάνει ένα βήμα μπροστά, να παίξει πιο επιθετικά, πιο γρήγορα, πιο πιεστικά και κυρίως πιο οργανωμένα στην επίθεση. Για την ώρα αυτό το πλάνο του Μπλατ φαίνεται μόνο όταν έχει δυνάμεις ο Σπανούλης: αυτός που, υποτίθεται θα ήταν πιο περιορισμένος και θα έπαιζε λιγότερο, παίζει πιο πολύ. Αλλά δεν είναι πλέον ούτε 28, ούτε 32 χρονών. Και τον κυνηγάνε όλοι στην επίθεση, και τον «χτυπάνε» όλοι στην άμυνα: από τον Νέντοβιτς μέχρι το Λεκαβίτσιους. Κι όταν αυτός κουράζεται, φρακάρει και ο Ολυμπιακός.

Τον καιρό του Ντούσαν

Η χρονιά του Ολυμπιακού μου θυμίζει σε κάποια πράγματα την πρώτη του Ντούσαν Ιβκοβιτς. Υπάρχουν πολλοί νέοι κι άγουροι παίκτες, υπάρχει μια κεντρική ιδέα, αλλά υπάρχουν ανάγκες μεγάλες σε επίπεδο παικτών. Εκείνη η ομάδα άλλαξε όταν στην πορεία βρέθηκαν ο Εϊ Σι Λο και ο Ντόρσεϊ: ό,τι ακριβώς θα είχε ανάγκη ο Ολυμπιακός και τώρα. Όχι για να κερδίσει τον ΠΑΟ, αλλά για να μάθει κάτι που αγνοεί: να μπορεί να παίζει χωρίς τον Σπανούλη.