Το σκισμένο συμβόλαιο

Το σκισμένο συμβόλαιο


Πήρα πολλά μηνύματα αυτή την εβδομάδα από φίλους για το Φως και το περίφημο πρωτοσέλιδο με τον Ντέιβιντ Μπλατ σωριασμένο μετά την σύγκρουσή του με ένα από τους διαιτητές του ματς. Το θεωρώ ένα κακό πρωτοσέλιδο – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δεν ήθελα να γράψω τίποτα για αυτό, διότι κακές στιγμές έχουμε πόλοι μας: οι δημοσιογράφοι σε κάποια πράγματα μοιάζουμε με τους τραγουδιστές ή ακόμα και με τους ηθοποιούς, που κι αυτοί έχουν κοινό – απλά το δικό μας συγχωράει δυσκολότερα. Μετά διάβασα την συγνώμη της εφημερίδας από τον Μπλατ και κατάλαβα κάτι: οι διάδοχοι του Θόδωρου Νικολαϊδη δεν έχουν κατανοήσει το είδος της σχέσης που έχει με την εφημερίδα ο κόσμος που την διαβάζει – κόσμος θίχτηκε με το πρωτοσέλιδο, πιο πολύ από τον προπονητή. Η έλλειψη κατανόησης της σχέσης με τον κόσμο είναι το πρόβλημα – όχι το πρωτοσέλιδο.

 

Επειδή έχω τεράστιο σεβασμό για την εφημερίδα, θα παραθέσω ένα παλιό κείμενο μου, που μιλά για τις εφημερίδες και τους αναγνώστες τους για να τους βοηθήσω. Γιατί το Φως το έχουμε ανάγκη: είχε πιστούς οπαδούς κι όχι απλά αναγνώστες. Και πρέπει να τους ξαναβρεί και να τους κρατήσει. Το παραθέτω με την ευχή μου να μην γίνουν άλλα λάθη.   

Το είδος της σχέσης

Ο φίλος μου διάβαζε από τον καιρό που τελείωσε με τις σπουδές κι άρχισε να δουλεύει μια και μόνη εφημερίδα – δεν έχει και τόση σημασία πια. Την αγόραζε όταν πήγαινε στο γραφείο του, κατά τις εννέα το πρωί, την άφηνε στην άκρη, της έριχνε μια ματιά στο διάλειμμα που έκανε για καφέ, ξεκινώντας πάντα πρώτα από τα αθλητικά. Μετά την έπαιρνε μαζί του φεύγοντας και όταν γύριζε σπίτι, μετά το φαγητό, την «ξεκοκάλιζε». Διάβαζε με πάθος τα διεθνή, τα μικροπολιτικά, τους αγαπημένους του αρθρογράφους – τους άλλους τους άφηνε στην άκρη. Η σχέση του με την εφημερίδα ήταν αληθινή σχέση πάθους. Μπορούσε και να θυμώσει μαζί της: η γυναίκα του μου είχε πει ότι μερικές φορές πάνω στα νεύρα του την είχε σκίσει κιόλας. Αλλά το επόμενο πρωί την αγόραζε πάλι κανονικά, λες και είχε υπογράψει κάποιο αιώνιο συμβόλαιο μαζί της και θα πλήρωνε πρόστιμο, αν δεν το έκανε. Και μετά ήρθε το Internet.

Ως άνθρωπος του γραφείου ανακάλυψε το διαδίκτυο νωρίς κι έμαθε γρήγορα να σερφάρει, ωστόσο την εφημερίδα άργησε να την κόψει. Το έκανε μετά το 2008 – μπορεί και μετά το 2010, δεν το θυμότανε, όταν μου διηγούταν το φινάλε της μακρινής σχέσης του. Η εφημερίδα είχε πλέον νέα που του έμοιαζαν μπαγιάτικα – τα σοβαρά τα είχε πληροφορηθεί πριν την ανοίξει. Οι αρθρογράφοι που του άρεσαν ξαφνικά εξαφανίστηκαν, μάλλον δεν τους πλήρωναν και βρήκαν δουλειά αλλού. Η δε ποδοσφαιρική ομάδα του είχε μπει σε ένα κύκλο παρακμής: ακόμα και όσα μπορούσε να διαβάσεις στις κάποτε ψυχαγωγικές αθλητικές σελίδες τον πλήγωναν. Την έκοψε την εφημερίδα, όπως έλεγε, «αργά, βασανιστικά  και δύσκολα», αλλά την έκοψε. Όταν, μάλιστα, μπορούσε πλέον να διαβάζει τις ενημερωτικές ιστοσελίδες και στο κινητό του, έσβησε και την ανάμνησή της ή έτσι νόμιζε. Οπως μου παραδέχτηκε, η παλιά σχέση δεν αντικαταστάθηκε από την καινούργια.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι ρε συ» μου είπε πίνοντας τον καφέ του ένα Σάββατο στην πλατεία. «Η δημοσιογραφία είχε πάντα τέτοιο χάλι ή αυτό το προκαλεί η φτώχεια του Ιντερνετ;». Τον κοίταξα απορημένος. «Το Ιντερνετ μου είπε είναι φτωχό, δύστυχο κι ας είναι γιγάντιο και μοδάτο. Είναι γεμάτο με ένα σωρό τιποτένιες προσφορές και ένα σωρό ανοησίες. Σου επιτρέπει να ξοδεύεις τον χρόνο σου, αλλά αν δεν το χρησιμοποιείς για κάποια δουλειά, περισσότερο σε μπλέκει παρά σε ενημερώνει και χρειάζεται γιατί εσύ του δίνεις υπόσταση και σημαντικότητα - για αυτό σου λέω ότι είναι φτωχό. Σε κάνει να ψάχνεις διαρκώς, μπας και κάτι βρεις. Δεν έχει πρόταση, δεν έχει δομή». Δεν το χα σκεφτεί ποτέ και περίμενα να δω που θα καταλήξει.

 

 

«Κάποτε διάβαζα καθημερινά την εφημερίδα μου και νόμιζα ότι γνώριζα τα πάντα» μου είπε. «Μπορεί αυτό να ήταν μια αυταπάτη, αλλά το τι νοιώθεις μετράει καμιά φορά περισσότερο από την πραγματικότητα – είναι το ίδιο πραγματικότητα. Ενοιωθα ενημερωμένος, πίστευα πως ό,τι γράφεται στην εφημερίδα είναι σπουδαίο, αφού κάποιος είχε κάνει την σημαντική δουλειά να ξεχωρίσει τα χρήσιμα από τα ασήμαντα. Σήμερα βομβαρδίζομαι με άχρηστες πληροφορίες, νοιώθω καμιά φορά ότι κολυμπάω μέσα σε ένα ωκεανό από σκουπίδια, δεν ξέρω ποια τι είναι και τι δεν είναι αλήθεια» μουρμούρισε. Του είπα ότι υπερβάλει και ότι σε τελική ανάλυση χάρη στο Ιντερνετ μπορεί να βρει πάλι τους αγαπημένους του αρθρογράφους, τους ανθρώπους που κάποτε διάβαζε και που κάποτε έχασε. «Αυτό ρε συ είναι το χειρότερο και για αυτό σε ρωτάω, αν τα πράγματα ήταν πάντα τόσο χάλια. Ολοι αυτοί που κάπου ξαναβρήκα, γράφουν πολύ βιαστικά, πολύ πρόχειρα, πολύ τσαπατσούλικα – λες και η φθήνια του μέσου χάλασε και το δικό τους γραπτό».

Δεν ήξερα τι να του πω. Σκέφτηκα απλά να του απαντήσω ότι η εφημερίδα του υπάρχει ακόμα, ότι τον περιμένει και ότι θα τον συγχωρούσε για την προδοσία του. Αλλά ήπια κι εγώ μια γουλιά από τον καφέ μου και δεν μίλησα. Ο άνθρωπος, για το γεγονός ότι έσκισε το συμβόλαιο συμβίωσης που είχε με την εφημερίδα του, εμφανώς ντρεπότανε…».

Το παρέθεσα ως τροφή για σκέψη που λένε. Γιατί ο φίλος μου μου θύμιζε τον αναγνώστη του Φωτός. Και το Φως έχει ανάγκη τους αναγνώστες του. Όπως όλες οι εφημερίδες, που ξεχνώντας το είδος της σχέσης που είχαν μαζί τους, αργοσβήνουν…