Οι γυναίκες θα περιμένουν για πάντα

Οι γυναίκες θα περιμένουν για πάντα


Δυο μπατζανάκηδες κλείνουν το μαγαζί. Οι γείτονες τους αποχαιρετάνε, καθώς μπαίνουν στο αμάξι για να πάρουν το δρόμο για τη Θασο για να βρουν τις γυναίκες τους. Οι ίδιοι τους καταριόνται να μείνουν στη Θεσσαλονίκη και να λειώσουν καλοκαιριάτικα. Κάπως έτσι αναπάντεχα αρχίζει το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» - μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Και το ίδιο αναπάντεχα, σήμερα Τρίτη 23 Ιουλίου του 2019, πάλι καλοκαιριάτικα, έφυγε από τη ζωή ο δημιουργός της, ο Σταύρος Τσιώλης. Ισως γιατί οι γυναίκες του καιρού μας δεν μπορούν να περιμένουν πια.  

Οι αληθινοί άνθρωποι

Ο Τσιώλης θα ήταν τεράστιος δημιουργός ακόμα κι αν είχε γυρίσει μόνο το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γυρίσει μόνο αυτό. Η ταινία είναι απόσταγμα μιας πορείας περίπου δέκα χρόνων – θεωρητικά το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας για τις γυναίκες, ουσιαστικά όμως ένα ψηφιδωτό από χαρακτήρες που ο Τσιώλης έπλαθε για χρόνια γεμάτο από  ατάκες, που ο δημιουργός και η παρέα του έψαχναν για καιρό. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι προϊόν παρατήρησης και επεξεργασίας μιας εποχής. Μια ταινία μυθοπλασίας με αληθινούς ανθρώπους – μια ταινία του Τσιώλη δηλαδή. Διότι τέτοιες ήταν όλες οι ταινίες που γύρισε μετά την επιστροφή του στο σινεμά το 2015: περιείχαν ιστορίες που θα μπορούσες να διηγηθείς σε τρεις γραμμές και που αποτελούσαν απλά τον καμβά που του επέτρεπε για να μιλήσει για τους ανθρώπους, τις συμπεριφορές, τα κολλήματα τους, τις ιδιοτροπίες τους – όλα αυτά τα μικρά πράγματα που τους κάνουν να ξεχωρίζουν.

Ο Τσιώλης δεν ήταν απλά σκηνοθέτης ηθοποιών – ήταν σκηνοθέτης ανθρώπων. Στο μυαλό του είχε πάντα χαρακτηριστικές φιγούρες ανθρώπων καθημερινών, που ο ίδιος πίστευε πως θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο του σινεμά του για προβολή και για μελέτη. Ο κόσμος γνώρισε χάρη στην μεγάλη επιτυχία του «Ας περιμένουν οι γυναίκες», τον Αντώνη, τον Πάνο και τον Μιχάλη, αλλά το σινεμά του Τσιώλη είναι γεμάτο από ανθρώπους που τράβηξαν την προσοχή του και τα φώτα του γιατί κάτι ψάχνουν. Η Αγγελική που βγάζει την αδερφή της από το ψυχιατρείο. Ο Βασίλης που ψάχνει μια κοπέλα μόνο με μια φωτογραφία της. Οι δραπέτες που αναζητούν τον θησαυρό του Χουρσίτ Πασά. Οι αγιογράφοι, που παρακολουθούν τον ουρανό με τηλεσκόπιο ψάχνοντας την έμπνευση. Δυο φίλοι, χτυπημένοι από έρωτα, που ψάχνουν μια Χουρμαδιά στην Πελοπόννησο πιστεύοντας πως αυτή είναι η απόδειξη μιας απιστίας ή μιας αθωότητας. Στο σινεμά του Τσιώλη τα μοτίβα είναι συχνά επαναλαμβανόμενα: οι αναζητήσεις γίνονται στην Πελοπόννησο γιατί αυτός είναι από εκεί, οι φίλοι είναι συνήθως δυο, οι ηθοποιοί συχνά οι ίδιοι, οι γυναίκες κινούν την ιστορία ακόμα και εν τη απουσία τους, οι προβληματισμοί είναι μεγάλοι αλλά και υπόγειοι και μπορεί να αφορούν τον έρωτα ή το Θεό. Και το χιούμορ είναι το χιούμορ των ανθρώπων που διηγούνται υπερβάλοντας ή χειρονομώντας ή παραληρώντας. Ο Τσιώλης ήταν ένας συλλέκτης συμπεριφορών – πάντα είχα την εντύπωση ότι αγαπούσε τους ήρωές του γιατί τους έβλεπε πιο κανονικούς από τους κανονικούς ανθρώπους.

Μια αληθινή ιστορία

Η ίδια η ζωή του Τσιώλη, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του, θα μπορούσαν να αποτελούν τη βάση μιας ελληνικής ταινίας, αν τον ελληνικό κινηματογράφο απασχολούσαν αληθινές ιστορίες. Ο Τσιώλης γεννιέται μέσα στο σινεμά, δουλεύει για τη Φίνος Φίλμ, φτάνει να κάνει με το «Μικρό Δραπέτη», το 1968, μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Σε όλο αυτό το πρώτο διάστημα της επαγγελματικής του εκτόξευσης ερωτεύεται το απολύτως τεχνικό κομμάτι του σινεμά: η «Κατάχρηση Εξουσίας» είναι μια ταινία σχεδόν αμερικάνικη – φτιαγμένη από κάποιον που ξέρει τεχνικά το σινεμά όσο λίγοι, εκείνο τον καιρό, στην Ελλάδα. Και ξαφνικά ο τύπος τα παρατάει όλα και χάνεται για δεκαπέντε χρόνια, αποφασίζοντας πως το σινεμά δεν μπορεί να είναι δουλειά, αλλά κατάθεση ψυχής. Από το 1985, όταν και επιστρέφει μετά από δεκαπέντε χρόνια απραξίας, (όχι τυχαία η επιστροφή του γίνεται με μια ταινία που λέγεται «Μια τόσο μακρινή απουσία»), ασχολείται μόνο με όσα τον ενδιαφέρουν γνωρίζοντας πως οι ταινίες του δεν θα κόψουν ποτέ τα εισιτήρια του «Πανικού», που υπήρξε κι αυτός εμπορική επιτυχία. Αλλά δεν τον νοιάζει καθόλου αυτό: τον νοιάζει μόνο να πει τα πολλά που κουβαλάει μέσα του. Από το 1985 μέχρι το 1998 που γυρίζει το «Ας περιμένουν γυναίκες» κάνει επτά ταινίες σε δεκατρία χρόνια. Κι αν μετά φρενάρει, αυτό κάπου οφείλεται και στο ότι έχει φύγει από τη ζωή ο Χρήστος Βακαλόπουλος με τον οποίο συνεργάστηκε με ένα τρόπο που μου θύμιζε πατέρα και γιό: ο Τσιώλης ήταν ο μπαμπάς που γνώριζε το μέσο κι ο Χρήστος ο γιός που τον ενθάρρυνε να πει δημόσια όσα ωραία του έλεγε στις ιδιωτικές τους στιγμές. Παραδόξως στη δική τους ιστορία ο παρακινητής ήταν ο μικρότερος.

Το 2003 ομολογώ δείλιασα

Ο Τσιώλης ήταν κέρβερος την ώρα της δουλειάς – έβγαζε σε αυτή όλη του την ενεργητικότητα. Ο κατά τα άλλα ήρεμος αυτός άνθρωπος, που μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά και είχε πάντα μια συμβουλή να σου δώσει, ακόμα κι αν δεν σε γνώριζε καλά, στο σετ ήταν σκληρός και ευθύς, ίσως γιατί είχε πάντα στο μυαλό του το πλάνο: το έχτιζε στο θυμικό του, πριν το κάνει πραγματικότητα κι αλίμονο σε όποιον δεν πρόσεχε τις οδηγίες του. Εχω κάνει ένα γύρισμα μαζί του κι ακόμα θυμάμαι τις οδηγίες του: «θα μετρήσεις αργά μέχρι το δέκα και θα περάσεις πίσω από το ζευγάρι που συζητάει, όταν φτάσεις ακριβώς στο οκτώ – αν περάσεις στο έξι δεν θα φανείς καθόλου, αν περάσεις στο εννιά θα σε κόψω στο μοντάζ». Το 2003 μου ζήτησε να πάω να παίξω ένα ρόλο στο «Φτάσαμε…» - θα ήμουν ο μάνατζερ κάποιων λαϊκών τραγουδιστών. «Ελα και θα γυρίσουμε το Γούντστοκ του σκυλάδικου» μου έλεγε, με γλύκα όμως, γιατί αγαπούσε πολύ τα λαϊκά, έγραφε και τραγούδια. Επρεπε να μείνουμε ένα μήνα κάπου εκτός Αθήνας, δεν είχα το χρόνο, αλλά ομολογώ ότι δείλιασα. Μου άρεσε να παρακολουθώ τις ταινίες του, να τον ακούω να μιλάει για τον Οζου ή ακόμα και για το ποδόσφαιρο, αλλά αν περνούσα ένα μήνα μαζί του μετά θα έπρεπε να τρέχουμε στην Αρκαδία για να βρούμε τις γυναίκες που περιμένουν – αυτός μόνο μπορούσε να τα κάνει αυτά.     

Η απόδειξη ότι είχε δίκιο

«Ποτέ δεν ξέρει πότε μια ταινία θα γίνει επιτυχία. Οφείλεις μόνο να την γυρίσεις και να είναι αληθινή. Ισως το κοινό την ανακαλύψει για τους δικούς του λόγους μετά από δέκα ή είκοσι ή τριάντα χρόνια – αυτό δεν είναι δική σου δουλειά» έλεγε σε μια συνέντευξή του στον Αντώνη Κόκκινο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», που έγινε cult επιτυχία πολλά χρόνια μετά την αρχική του προβολή, είναι η απόδειξη πως είχε δίκιο. Οι ταινίες δεν καταναλώνονται, δεν έχουν ημερομηνία λήξης, δεν πεθαίνουν. Και η ύπαρξή τους επιτρέπει στον δημιουργό τους μια σταλιά αθανασίας. Ο Τσιώλης έφυγε καλοκαιριάτικα αφήνοντας τις γυναίκες να τον περιμένουν για πάντα. Εκανε και στο φινάλε αυτό που ήθελε…