Ο Ντιέγκο Σιμεόνε, ένας Θεός...

Ο Ντιέγκο Σιμεόνε, ένας Θεός...


Η Ατλέτικο Μαδρίτης στραπατσάρισε την δύστυχη Μαρσέιγ, που βρέθηκε απέναντί της στον τελικό του Γιουρόπα λιγκ και την κέρδισε εύκολα με 3-0. Αποδείχτηκε ότι ο πραγματικός τελικός της διοργάνωσης ήταν τα ματς της Ατλέτικο με την Αρσεναλ: η ομάδα του Ντιέγκο Σιμεόνε χρειάστηκε τότε όλη την τακτική της σοφία και την κυνικότητα της για να τα καταφέρει να προκριθεί - χθες καθάρισε την Μαρσέιγ για πλάκα ο Γριεζμάν. Όσοι συχνά με διαβάζετε τη γνώμη μου για το ποδόσφαιρο της Ατλέτικο Μαδρίτης την γνωρίζετε: τρέμω από φόβο στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει μόδα και το γιατί το έχω εξηγήσει. Ωστόσο παραδέχομαι ότι ο Ντιέγκο Σιμεόνε είναι άξιος θαυμασμού – ίσως μάλιστα να είναι και ο πιο σημαντικός προπονητής του καιρού μας. Πέντε ευρωπαϊκούς τελικούς, τρία ευρωπαϊκά τρόπαια και έξι τίτλους σε οκτώ χρόνια δεν ξέρω αν έχει κανένας άλλος.  

Κατ΄ εικόνα και ομοίωση

Οι πραγματικά μεγάλες ομάδες δεν εμφανίζονται με κληρονομικό χάρισμα: είναι αυτές που αποκτούν το χαρακτήρα ενός εμβληματικού ηγέτη τους. Αυτός ο ηγέτης μπορεί να είναι ο πρόεδρος της ομάδας, ή το πιο μεγάλο της αστέρι, ή πολύ συχνά απλώς ο προπονητής της. Η Ατλέτικο Μαδρίτης στα χρόνια του Σιμεόνε μεγάλωσε χάρη στον προπονητή της κι αυτό είναι σπάνιο στον καιρό ματς, που οι προπονητές έχουν λιγότερη εξουσία από αυτή που είχαν στα 80’ς ή στα 90’ς. Υπάρχουν και σήμερα πολλές ομάδες προπονητών, καμία όμως στον κόσμο ολόκληρο δεν κουβαλάει τόσο τον χαρακτήρα του προπονητή της όσο η Ατλέτικο. Η Ατλέτικο είναι φτιαγμένη, κατ’ εικόνα και ομοίωση του Σιμεόνε από τον ίδιο τον Σιμεόνε, που στην προκειμένη περίπτωση, περισσότερο και από ένας καλός προπονητής, μοιάζει να είναι ένας Θεός και ίσως για αυτό επαναλαμβάνει χρονιές γεμάτες θαύματα. Όλα τα χαρακτηριστικά που είχε ο Σιμεόνε ως παίκτης (επιμονή, μαχητικότητα, τσαμπουκά, ξεροκεφαλιά, πίστη στο σκοπό και στη νίκη, πονηριά και γενναιοψυχία) τα έχει και η ομάδα του.  

 

Το αναγκαίο κριτήριο

Η ερώτηση ποιος τελικά είναι μεγάλος προπονητής και πως αποδεικνύεται ή ορίζεται η αξία του, πέφτει συχνά στα τραπέζια των ποδοσφαιρικών συζητήσεων. Η απάντηση δεν είναι απλή, καθώς στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχουν υπάρξει αληθινά μεγάλοι προπονητές με διαφορετικά βιογραφικά, διαφορετική μεθοδολογία, διαφορετική νοοτροπία και διαφορετικά μυαλά. Η συγκεκριμένη συζήτηση δεν μπορεί να γίνει, αν προηγουμένως δεν υπάρχει ένα κριτήριο. Αν το κριτήριο είναι πχ η κατάκτηση των τίτλων, ο Κάρλο Αντσελότι, που συχνά ξεχνάμε, είναι σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους του καιρού μας, αφού έχει κερδίσει τίτλους όπου έχει δουλέψει. Αν στην αξιολόγηση των ικανοτήτων μετράει το κατά πόσο ο προπονητής δημιούργησε μια σχολή, βοηθώντας το ποδόσφαιρο να εξελιχτεί, τότε προπονητές όπως ο Μίχελς ή ο μακαρίτης ο Κρόιφ μοιάζουν αξεπέραστοι. Αν τέλος αυτό που κάνει έναν προπονητή μεγάλο, είναι η μεθοδολογία του (όχι μόνο ο τρόπος που παρεμβαίνει στο παιχνίδι, αλλά και οι μέθοδοι προπόνησης πχ), τότε πρέπει να δεχτούμε πως προπονητές όπως ο Αρίγκο Σάκι, που άλλαξε το ιταλικό ποδόσφαιρο ή ο Αρσέν Βενγκέρ, που έμαθε στους Αγγλους την αξία της προπόνησης, είναι μοναδικοί. Αν όμως καλός προπονητής είναι τελικά αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει σε μια ομάδα ταυτότητα, πείθοντας τους ποδοσφαιριστές του να ακολουθήσουν το πλάνο του χωρίς δισταγμούς, τότε ο Σιμεόνε είναι από τους καλύτερους όλων των εποχών γιατί για να ακολουθήσεις το δικό του πλάνο δεν αρκεί να παίζεις όπως θέλει, αλλά πρέπει να δίνεις και την ψυχή σου. Ο Σιμεόνε πριν φτιάξει μια ομάδα, φτιάχνει ποδοσφαιριστές: τους μπολιάζει με κάτι δικό του. Πάρτε τον Γκριεζμάν: είναι ταχύτατος και εύστροφος, γκολτζής και σπουδαίος τεχνίτης, αλλά στα χέρια του Σιμεόνε έμαθε να μάχεται, να παλεύει, να παίζει μόνος με τρεις και τέσσερις αμυντικούς, όπως έκανε κόντρα στην Αρσεναλ. Αν δεν τον είχε βρει, θα ήταν το αλέγκρο παιδί που ποτέ δεν μεγαλώνει: ένας ακόμα υπέροχος Γάλλος φιγουρατζής.      

Δημιουργήματα δικά του

Παρακολουθώντας ένα οποιοδήποτε παιχνίδι της Ατλέτικο καταλαβαίνεις ότι η ομάδα αυτή είναι αποκλειστικό δημιούργημα του προπονητή της: χωρίς τον Σιμεόνε τίποτα δεν θα ήταν ίδιο. Στην Ατλέτικο υπάρχει ένας προπονητής που νοιώθεις πως μπορεί να δείρει και το βοηθό του τη στιγμή μιας αλλαγής: ίσως να τον έχει εκεί δίπλα του μόνο για αυτό το λόγο. Η διοίκηση της ομάδας δεν υπάρχει περίπτωση να αγοράσει κάποιον, αν ο Σιμεόνε δεν εγκρίνει αυτή την επιλογή. Δεν υπάρχει επίσης καμία πιθανότητα στη διάρκεια μιας σεζόν κάποιος από τους παίκτες να μετεξελιχθεί αναλαμβάνοντας περισσότερες ηγετικές πρωτοβουλίες από όσους του αρμόζουν. Στην Ατλέτικο υπάρχει μόνο ένας ηγέτης: αυτός στον πάγκο. Αυτός διαλέγει, αυτός αποφασίζει, αυτός χάνει κι αυτός κερδίζει: οι ποδοσφαιριστές του είναι οι μαχητές του, οι μαθητές του, οι ορκισμένοι υποστηρικτές του. Μερικοί μακριά του δεν μπορούν: ο Φαλκάο χάθηκε μολονότι εξακολουθεί να σκοράρει, ο Ντιέγκο Κόστα έφυγε και ξαναγύρισε.

 

Κάποιος θα πει ότι τις ίδιες υπερεξουσίες έχουν κι άλλοι - ο Βενγκέρ πχ τις είχε. Το θέμα είναι τι κάνεις όταν τις έχεις: οι πιο πολλοί προπονητές, όπου υπήρξαν απόλυτα αφεντικά, κατέληξαν να ψάχνουν χαρισματικούς παίκτες που να παίζουν για χάρη τους ξοδεύοντας εκατομμύρια - ο Σιμεόνε ψάχνει τους κλώνους του κι αυτούς που θα ήθελε συμπαίκτες του. Ο Σιμεόνε παρουσιάζει κάθε χρόνο μια ομάδα που δεν χαρίζει τίποτα σε κανέναν, όπως ακριβώς και ο ίδιος δεν χάριζε τίποτα σε κανέναν, όταν ήταν ποδοσφαιριστής. Κάθε σεζόν της Ατλέτικο είναι μια επανάληψη της καριέρας του: δεν ήταν σούπερ ταλέντο, αλλά ένας σκληρός εργάτης, δεν τον έφερε στην Ευρώπη η Ρεάλ, στην Πίζα (!) εμφανίστηκε. Ιδρώνοντας τα κατάφερε και το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι ποδοσφαιριστές του: είναι ο μόνος δρόμος. Η πίστη των ποδοσφαιριστών του στον ίδιο και στο ποδόσφαιρο του είναι απόλυτη: ακόμα και η μπαλαρίνα που λέγεται Τόρες, δουλεύοντας με τον Σιμεόνε, σε έπειθε ότι μπορούσε να αποβληθεί σε παιχνίδι του Τσάμπιονς Λίγκ κάνοντας σκληρά μαρκαρίσματα

Ισως μόνο αυτός

Ο Σιμεόνε πάντα παίζει και ο ίδιος και χθες που δεν ήταν στον πάγκο μου έλειψε. Η όλη του συμπεριφορά στον πάγκο αποτελεί βασικό στοιχείο του παιχνιδιού της Ατλέτικο. Οι εκρήξεις του, οι καβγάδες του, οι πανηγυρισμοί του, το πάθος του, βοηθάνε τους ποδοσφαιριστές να μην ξεχνούν ποτέ ποιόν διοικητή έχουν. Ο Σιμεόνε δεν είναι καθηγητής, όπως ο Πέπ Γκουαρντιόλα. Δεν είναι προπαρασκευαστής αγώνων, όπως ο Μουρίνιο. Δεν ξέρει να χειρίζεται προσωπικότητες, όπως ο Αντσελότι ή ο Ζιντάν. Ο Σιμεόνε είναι πολεμιστής και μάλιστα το είδος του πολεμιστή που δεν νιώθει ηθικούς φραγμούς. Στην περίπτωση του ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα αγιάζουν τον σκοπό. 

Κάποιος θα πει ότι το παιγνίδι της Ατλέτικο είναι στριφνό, βασίζεται στην καταστροφή των αντιπάλων, θυμίζει προηγούμενες δεκαετίες – τις δεκαετίες του Σιμεόνε: χθες έπαιξε 4-4-2 με τον τρόπο που το έκαναν οι Αργεντίνοι τη δεκαετία του ‘90. Σωστά είναι αυτά. Όμως ποιος δεν θα ήθελε προπονητή στην ομάδα του κάποιον που εγγυάται ότι η ομάδα θα δίνει και την ψυχή της, θα παλεύει όσο μπορεί κάθε ματς, θα πεθαίνει για μια νίκη με δέκα παίκτες, θα τα δίνει όλα από φόβο μήπως ο προπονητής της θυμώσει; Ποιος δεν θα ήθελε να έχει προπονητή κάποιον, που όταν απλά κοιτάζει τους παίκτες του, η γη τρέμει κάτω από τα πόδια τους;

Αναρωτιέμαι αν τελικά καλός προπονητής είναι μόνο ένας τέτοιος…