Οι Ιταλοί αποχαιρετούν σήμερα μια ντίβα του κινηματογράφου τους: η Κλαούντια Καρντινάλε περνά στην αιωνιότητα την οποία έχει κερδίσει έχοντας συμμετοχή σε περισσότερες από 150 ταινίες κι έχοντας ζήσει μια ζωή με ένα εκπληκτικό σενάριο που κανείς ποτέ δεν έγραψε για κάποια ταινία της. Η Καρντινάλε ίσως να ήταν η πιο όμορφη Ιταλίδα ηθοποιός όλων των εποχών – ίσως και να μην ήταν. Αλλά καμία άλλη δεν είχε την δική της ιστορία: κάποια ανάλογη δεν θα υπάρξει ποτέ. Γιατί η Καρντινάλε ήταν η ίδια η εποχή της. Η καθολική σεμνοτυφία και η περιφρόνησή της. Η ομορφιά που ανοίγει πόρτες και η ομορφιά που κλείνει σπίτια. Η ελευθερία και η ελευθεριότητα που δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Η λάμψη ως έμπνευση, αλλά και ως βάρος. Η γλύκα της δεκαετίας του ‘60 και η έκρηξη της δεκαετίας του ΄70.
Όταν είχα δει το «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι είχα εντυπωσιαστεί από αυτή την σπάνια ομορφιά της. Επαιζε μια Ιταλίδα κλεισμένη σπίτι, που ο καλός αδερφός της έπρεπε να της βρει γαμπρό αλλά που η ίδια είχε άλλα σχέδια. Η Καρντινάλε δεν ήταν απλά όμορφη: όταν εμφανιζόταν νόμιζες πως μαγνήτιζε και τους ηθοποιούς. Μιλούσε δε ελάχιστα, πράγμα παράξενο για ιταλίδα. Νόμιζα πως ο Μονιτσέλι της το είχε ζητήσει αυτό γιατί ήθελε ο θεατής να επικεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά στην εικόνα της – το τι έλεγε δεν είχε καμία σημασία. Δεν ήταν έτσι και η πραγματικότητα μου χάλασε μια ωραία ιστορία, πανάθεμά την. Ο λόγος που η Καρντινάλε δεν μιλούσε πολύ ήταν ότι ακόμα δεν ήξερε καλά ιταλικά. Είχε μάλιστα μια βραχνή φωνή αταίριαστη με το ρόλο της πιτσιρίκας – κάποια Ιταλίδα την ντουμπλάριζε.
Η Ιταλίδα από την Τυνησία
Η Καρντινάλε γεννήθηκε στην Τυνησία από Σικελούς γονείς. Μιλούσε γαλλικά, γιατί η Τυνησία ήταν γαλλική αποικία, και σιτσιλιάνικα, γιατί αυτή ήταν η γλώσσα των παππούδων. Ο παππούς της είχε του κόσμου τα χρήματα: το Καρντινάλε (το καρδινάλιος δηλαδή) είναι ένα προσωνύμιο που αντικατέστησε το επίθετο – ήταν σημάδι πλούτου. Μόνο που η Κλαούντια αυτό τον πλούτο δεν τον γνώρισε ποτέ: ο παππούς ζώντας μια μεγάλη ζωή δεν άφησε πίσω του τίποτα – οι γονείς άλλαζαν πόλεις, ο πατέρας της δούλευε σε σιδηροδρομικούς σταθμούς. Η μαμά ήξερε ότι το κορίτσι της ήταν όμορφο και της έδωσε την δυνατότητα να πάρει μέρος τα καλλιστεία: η μικρή κέρδισε και το βραβείο της ήταν μια εκδρομή στη Βενετία τις μέρες του φεστιβάλ κινηματογράφου. Εκεί η 17χρονη Κλαούντια εμφανίστηκε με μπικίνι, που τον καιρό εκείνο στην καθολική Ιταλία δεν είχε φτάσει – είμαστε ακόμα στα τέλη της δεκαετίας του 50. Γυρνά στην Τυνησία με ένα πλήθος από παραγωγούς και σκηνοθέτες να την πολιορκούν: δεν θέλει να παίξει στο σινεμά. Επιστρέφει ωστόσο στην Βενετία δυο χρόνια αργότερα πάλι ως ωραία του φεστιβάλ και εκεί αρχίζει η καριέρα της με τον πιο παράδοξο τρόπο: μένει έγκυος. Δεν αποκαλύπτει το όνομα του πατέρα του παιδιού της και δεν το έκανε ποτέ. Δεν ανακοινώνει την εγκυμοσύνη της ούτε καν στους γονείς της. Ο Ιταλός παραγωγός Φράνκο Κριστάλντι την στέλνει στην Αγγλία για να ζήσει και να γεννήσει, με τον όρο ότι θα τον ακούει και θα δουλέψει στο σινεμά. Όταν παίζει στην ταινία του Μονιτσέλι είναι πέντε μηνών έγκυος. Μεγαλώνει το παιδί λέγοντας του ότι είναι αδερφή του και θα του αποκαλύψει ότι είναι μητέρα του δυο δεκαετίες αργότερα. Εχει πει πως μετάνιωσε για την επιλογή της.
Μια ομορφιά που αναστατώνει
Αν η ομορφιά είναι ένα κλειδί που ανοίγει πόρτες το κλειδί της Καρντινάλε ανοίγει όλες τις πόρτες της εποχής. Δουλεύει με όλους τους μεγάλους Ιταλούς σκηνοθέτες του καιρού εκείνου και συμμετέχει σε αριστουργήματα. Δεν θέλει να είναι πρωταγωνίστρια, θέλει απλά να είναι παρούσα σαν ένα παράξενο ένστικτο να την ειδοποιεί ότι πιο πολύ από το να κερδίζει ρόλους, έχε υποχρέωση να εμφανίζεται σε ταινίες που γράφουν την ιστορία του σινεμά. Παίζει στο «Οκτώμισι» του Φελίνι, στο «Γατοπαρδο» του Βισκόντι, στο «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε, στο «Κορίτσι με τη βαλίτσα», του Βαλέριο Ζουρλίνι, στο «Μπελ Αντόνιο» του Μπολονίνι, συνεργάζεται με τον Παζολίνι, τον Τζέρμι, τον Μπλέικ Εντουαρντς, - παίζει παντού. Και είναι συνεχώς και πιο όμορφη: «αν οι Γάλλοι έχουν την ΒΒ (την Μπριζίτ Μπαρντό) οι Ιταλοί έχουν την CC» γράφει το περιοδικό Paris Mats που της χαρίζει το πρώτο της διεθνείς εξώφυλλο.
Η ομορφιά της αναστατώνει πρώτα από όλα σκηνοθέτες και συμπρωταγωνιστές. Ο Φελίνι λέει πως είναι δύσκολο να δουλέψεις μαζί της γιατί εισβάλουν στο σετ για να την δουν όλοι συνεχώς. Ο Μαστρογιάνι την ερωτεύεται, τα φιλιά στον Γατόπαρδο είναι αληθινά – η Καρδινάλε λέει ότι είναι ένας Ιταλός στον οποίο δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη. Ο Ζακ Περέν ομολογεί πως του χρειάστηκε ένας χρόνος για να συνέρθει αφού την γνώρισε – ήταν και πολύ μικρότερός της. Ο Κομεντσίνι τσακώνεται με την γυναίκα του που αρνείται να δεχτεί ότι η σχέση τους είναι αμιγώς επαγγελματική – μάλλον δεν ήταν, οι γυναίκες σπάνια κάνουν λάθη. Ο Μπελμοντό επίσης την πολιορκεί. Όπως κι ο Πολ Νιούμαν όταν αυτή αποφασίζει να δοκιμάσει στο Χόλυγουντ. Το καταπληκτικό στην ιστορία είναι ότι η Καρντινάλε δεν συμπεριφέρεται σαν μια «γυναίκα σκάνδαλο». Προσπαθεί να κρατήσει την ιδιωτική της ζωή μακριά από την δημοσιότητα, δεν θέλει να προκαλεί. Είναι συμπονετική: για ένα διάστημα παριστάνει πως είναι ζευγάρι με τον Ροκ Χάντσον – «αυτός με χρειάζεται για να μην συζητιούνται οι σεξουαλικές του προτιμήσεις κι εγώ για να έχω την ησυχία μου» γράφει στην βιογραφία της. Αλλά αρκεί που υπάρχει για να αναστατώνει τον κόσμο για δυόμισι τουλάχιστον δεκαετίες. Στο τέλος την κερδίζει ο παραγωγός Πασκουάλε Σκουτιέρι – θα μείνουν μαζί 27 χρόνια και θα κάνει κι ένα κορίτσι που ονομάζεται κι αυτό Κλάουντια. Όταν την ρώτησαν γιατί τελικά προτίμησε αυτόν είπε ότι έβλεπε στην ίδια μια γυναίκα κι όχι μια ηθοποιό.
Ο ένας και μόνος ρόλος
Ισως αυτό να ήταν το μυστικό της επιτυχίας της. Από όλες τις Ιταλίδες κι όχι μόνο σταρ της εποχής η Καρντινάλε ήταν η πιο γυναίκα. Αινιγματική και επιθετική, σέξι και μοναχική, ακατμάχητη και ευάλωτη, κούκλα και καταραμένη, πανταχού παρούσα αλλά και μακριά από όλους. Ένα κορίτσι που δεν ήθελε να κάνει σινεμά και που ίσως και να μην έγινε ποτέ ηθοποιός, δηλαδή ερμηνεύτρια ρόλων: ήξερε το ρόλο της γυναίκας, τον έμαθε με τα καλά του και τα άσχημα του και της ήταν αρκετός. Και χάρη σε αυτόν γύρισε πάνω από 150 ταινίες γιατί το σινεμά δεν μπορούσε να υπάρχει μακριά της…