Ο μεγάλος δαίμονας

Ο μεγάλος δαίμονας


Ο θάνατος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αποτέλεσμα μιας μορφής λευχαιμίας που βρέθηκε να αντιμετωπίζει από τον περασμένο Απρίλιο, μου θύμισε μια παλιά ιστορία. Το 1996, ένα περίπου χρόνο μετά την ίδρυση του κόμματος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με το ποδοσφαιρικό όνομα Forza Italia, ένας Ιταλός έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα Corriere Della Serra. Σε αυτή την επιστολή, είχε συγκεντρώσει το σύνολο των χαρακτηρισμών που είχαν αποδώσει στον Μπερλουσκόνι οι άνθρωποι και οι εφημερίδες της ιταλικής Αριστεράς: ήταν συνολικά 298 σε λιγότερο από ένα χρόνο! Ο αναγνώστης αναρωτιόταν μήπως κάποια στιγμή θα πρεπε η ιταλική Αριστερά να σταματήσει να ψάχνει αφοριστικούς χαρακτηρισμούς και να ασχοληθεί με το να του απαντήσει πολιτικά. Αργότερα έγινε γνωστό πως ο αναγνώστης αυτός ήταν ο σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι. Ο προβληματισμός πάντως του δεν έπιασε τόπο.

Απρίλης και κριτικές

Όποιος θέλει να καταλάβει τι ήταν ο πολιτικός Μπερλουσκόνι και γιατί κέρδιζε εκλογές θα πρέπει να δει την ταινία του Νάνι Μορέτι «Απρίλης». Διαπραγματεύεται όχι τόσο την άνοδό του στην εξουσία, όσο την αμηχανία στην αντιμετώπισή του. Η ιταλική Αριστερά έβλεπε πάντα στον Μπερλουσκόνι ένα δαίμονα που έφερε την χρεοκοπία του πολιτικού λόγου – αρχικά τον απειλούσε με φυλακίσεις και καταδίκες, αφού οι εταιρίες του τελούσαν υπό μόνιμη δικαστική έρευνα, έπειτα προσπάθησε να τον απαξιώσει, στη συνέχεια τον παρουσίασε ως συνομιλητή και υπερασπιστή των συμφερόντων της Μαφία - πάντα τον αντιμετώπιζε συγχυσμένα μολονότι η κριτική της δεν ήταν εντελώς άδικη.

Κυρίως έπεσε θύμα της πρακτικής του: οδηγήθηκε σε ένα δρόμο υπερβολών, τον δρόμο που ο ίδιος ο «Καβαλιέρε» γνώριζε καλύτερα. Γιατί μπέρδευε τόσο την ιταλική Αριστερά ο μακαρίτης; Γιατί ήταν η περίπτωση του αντιπάλου την ύπαρξη του οποίου δεν είχε προβλέψει ποτέ της. Για να καταλάβετε τι συνέβη σκεφτείτε κάτι απλό. Ας πούμε πως αύριο το πρωί καταρρέουν εξαιτίας απερίγραπτων σκανδάλων στην Ελλάδα η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και οποιοδήποτε κόμμα της Κεντροδεξιάς υπάρχει. Δεν θα ήταν λογικό αρχικά τουλάχιστον ο ΣΥΡΙΖΑ πχ να κυβερνήσει για δυο – τρεις τετραετίες, μέχρι δηλαδή οι άλλοι να αναδιοργανωθούν; Θα ήταν δεδομένο. Αυτό θα συνέβαινε και το 1994 στην Ιταλία, αν ο Μπερλουσκόνι δεν έφτιαχνε ένα κόμμα από το πουθενά σε δυο περίπου μήνες! Με το οποίο πρώτευσε μάλιστα στις πρώτες εκλογές που πήρε μέρος.    

https://www.autotypos.gr/wp-content/uploads/2023/06/ascscsac.png

Παρουσία που δεν προβλεπόταν

Μετά από εκείνη την πρώτη του νίκη η ιταλική Αριστερά δαιμονοποίησε την παρουσία του, την ίδια ώρα που ο Μπερλουσκόνι έχτιζε επικοινωνιακά ένα προφίλ κυβερνήτη – πράγμα που μετρούσε πιο πολύ από μια ξεκάθαρη πολιτική πρόταση. Η μοναδική άλλωστε πρόταση του Μπερλουσκόνι ήταν ο αντικομουνισμός. Τον διαφήμιζε πάντα, φωνάζοντας ήδη από το 1994 ότι η Ιταλία και οι αξίες της κινδυνεύουν, όχι απλά για να σπείρει τον πανικό σε ένα εκλογικό σώμα που δυσκολεύονταν να καταλάβει τι μέλλει γενέσθαι μετά την κατάρρευση των Χριστιανοδημοκρατών που κυβέρνησαν με λογιών λογιών συμμάχους για 50 χρόνια, αλλά και για να δημιουργήσει στην Αριστερά την ανάγκη να απολογηθεί για την ιστορική ύπαρξή της: έλεγε πχ πως οι ηγέτες της, κι όχι αυτός, ήταν έτοιμοι να χτίσουν ένα καθεστώς ανελευθερίας.

Η Αριστερά προσπαθούσε να τον παρουσιάσει ως απατεώνα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι ο Μπερλουσκόνι δεν είχε πρόβλημα με το ρόλο, αφού ανέκαθεν γνώριζε ότι ο απατεώνας της διπλανής πόρτας μπορεί να είναι και συμπαθής και χρήσιμος ειδικά για τον ιταλικό επιχειρηματικό κόσμο που με τους απατεώνες μπορούσε να συνδιαλλαγεί ευκολότερα από όσο με τους δογματικούς. Για χρόνια στην Ιταλία (κι όχι μόνο) έγινε κυρίαρχο θέμα συζήτησης το γιατί ο Μπερλουσκόνι κερδίζει κι όχι το πως θα υπάρξει μια σοβαρή πολιτική απάντηση στις πρωτοβουλίες του: ο Ρομάνο Πρόντι ήταν ο πρώτος ίσως που την έδωσε, οι άλλοι έψαχναν τα γιατί της επιτυχίας του. Η εξήγηση ήταν ότι οι νίκες του οφείλονταν στα κανάλια του: ήταν μια εξήγηση επιδερμική. Τα κανάλια του Μπερλουσκόνι άλλωστε μέχρι το 1993 δεν είχαν καν δελτία ειδήσεων! Κι όταν απέκτησαν δελτία και πολιτικές εκπομπές ήταν αρκετά πολυφωνικά. Ο Μπερλουσκόνι είχε πάντα ανθρώπους που ήξεραν από τηλεόραση.      

https://www.onalert.gr/wp-content/uploads/2023/06/BERLUSCONI-PUTIN-750x375.jpg

Μεγάλος λαϊκιστής  

Ο Μπερλουσκόνι έριχνε λαδάκι στο καντήλι της δαιμονοποίησής του: πρόβαλε τον αριβισμό του θυμίζοντας ότι ξεκίνησε την καριέρα του κάνοντας τον κονφερανσιέ σε κρουαζιέρες, δεχόταν την κατηγορία του υποκριτή ηθικολόγου γνωρίζοντας ότι η πατριδοκαπηλική ηθικολογία του θα επιστρέψει στην πανίσχυρη καθολική εκκλησία να συστρατευτεί μαζί του, αφού με τα ψέματα δεν είχε πρόβλημα. Ήθελε να τον εμφανίζουν ως ένα ρηχό άνθρωπο που ασχολείται με το ποδόσφαιρο, τις γυναίκες και την τηλεόραση, γιατί γνώριζε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών του θα θελε να κάνει το ίδιο. Χαιρόταν επίσης όταν η ιταλική Αριστερά τον κατηγορούσε για πολιτική σύγχυση και ένδεια πολιτικής ιδεολογίας, γιατί έτσι μπορούσε να συνθηματολογεί και να δείχνει πως δεν έρχεται από κανένα παρελθόν. Ο ρηχός του πολιτικός λόγος έγινε οικείος. Και παραδόξως φρέσκος.

Ο Μπερλουσκόνι πόνταρε πάντα σε ένα είδος λαϊκισμού της υπεραπλούστευσης: ήθελε πάντα όλα να φαίνονται για αυτόν εύκολα, την ώρα που η ιταλική κεντροαριστερά έψαχνε λέξεις για να κάνει κατανοητές τις σύνθετες λύσεις που πρότεινε.  Κυρίως ο Μπερλουσκόνι πόνταρε πάντα στο γεγονός ότι ήταν επιχειρηματίας και μιλούσε για ένα «Κράτος επιχείρηση» με διοικητή αυτόν, που τόσο αγαπούσε τα αποτελέσματα. Ως τέτοιος ένωσε την ιταλική δεξιά που ήταν διαχωρισμένη ανάμεσα σε εκείνους, που νοσταλγώντας την κληρονομιά του Μουσολίνι ονειρεύονταν ένα πανίσχυρο κεντρικό Κράτος, και σε εκείνους που ήθελαν μια Ιταλία πολύδιασπασμένη και φεντεραλιστική, ώστε «οι Βόρειοι να μην πληρώνουν για τους Νότιους».

Η Μίλαν κορυφαία επιτυχία  

Περιττό να πω ότι ένα από τα κορυφαία ατού του πολιτικού Μπερλουσκόνι υπήρξε η Μίλαν. Ευθύς μόλις την απέκτησε το 1987, και μολονότι την βρήκε σε κακή κατάσταση, πρόταξε ως στόχο την διεθνή της καταξίωση: οκτώ τελικοί του Τσάμπιονς λιγκ  σε 17 χρόνια, και πέντε κατακτήσεις του, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ως αποδείξεις του πόσο η ομάδα, δηλαδή ο ίδιος, ξέρει να κερδίζει. Ο Μπερλουσκόνι δεν απέκτησε για αυτό την Μίλαν, μολονότι το αφήγημα της ιταλική Αριστερά έλεγε το αντίθετο: το 1987 ήταν ο πλούσιος κουμπάρος του Μπετίνο Κράξι – δεν είχε πολιτικές φιλοδοξίες αφού άλλωστε οι Σοσιαλιστές, κυρίως, του έκαναν όλα τα γούστα.  Αλλά φυσικά όταν ασχολήθηκε με την πολιτική η Μίλαν ήταν ένα παράδειγμα της αποτελεσματικότητας του. Κι επίσης σίγουρα τον βοήθησε πολύ ότι ως ιδιοκτήτης της ομάδας είχε γίνει εξαιρετικά συμπαθείς στους Ιταλούς ποδοσφαιρόφιλους για δυο λόγους: πρώτον γιατί πάντα στόχευε στην ευρωπαϊκή διάκριση της ομάδας και ξόδεψε για αυτή πολύ σωστά τα ωραία του χρήματα και δεύτερον γιατί απαιτούσε να βλέπει από την ομάδα παραγωγικό, θεαματικό και μοντέρνο ποδόσφαιρο.

https://www.lefkadatoday.gr/wp-content/uploads/2023/06/silvio-mperloyskoni-o-istorikos-proedros-tis-milan-erga-kai-imeres-toy_6486f71db0e51.webp

Ενας άριστος γνώστης  

Η Μίλαν του δεν είχε ποτέ διαιτητικές βοήθειες, οι συνεργάτες του δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την ιταλική ομοσπονδία, η ποδοσφαιρική του κριτική έδειχνε ότι ήταν ένας άριστος γνώστης του αντικειμένου: ακόμα και οι επιθέσεις του σε προπονητές, μέσω σκληρών δημόσιων τοποθετήσεων, είχαν πάντα κάτι το ακριβοδίκαιο. Ως πρόεδρος της Μίλαν ήταν ζηλευτός από όλους πολύ πριν ασχοληθεί με την πολιτική. Ηταν νικητής, μισούσε το κατενάτσιο, αγόραζε μεγάλους παίκτες. Και κέρδιζε. Και ό,τι ήταν να πει το έλεγε χωρίς περιστροφές. Δυο παρεμβάσεις του πχ για αποτυχίες της Εθνικής Ιταλίας υπήρξαν ιστορικές. Το 1990 μετά τον αποκλεισμό των Ιταλών από την Αργεντινή του Μαραντόνα είχε πει πως ο Αντζέλιο Βιτσίνι δεν είναι ένας ξεπερασμένος προπονητής, αλλά ένας κακός προπονητής «διότι πρόδωσε ακόμα και το παλιό ιταλικό ποδόσφαιρο στο οποίο πιστεύει». «Ο Μπέαρζοτ θα έβαζε μισή ώρα τον Βιερκβουντ παλιομοδίτικα πάνω στον Ντιέγκο και θα είχε τελειώσει το ματς» είχε πει. Και το 2000 όταν οι Ιταλοί έκλαιγαν μαζί με τον ομοσπονδιακό προπονητή Ντίνο Τζοφ μετά την ήττα από την Γαλλία στα τελικά του Euro, ο Μπερλουσκόνι είχε πει πως ο Τζοφ «είναι τόσο κακός προπονητής ώστε δεν έχει εξήγηση για το πώς χάθηκε το ματς». Κι ο Τζοφ παραιτήθηκε.    

Το μόνιμο αβαντάζ    

Οι πολιτικές του νίκες βασίστηκαν είναι αλήθεια περισσότερο στην επικοινωνία και λιγότερο στην όποια πρόταση. Ο Μπερλουσκόνι δυσκολευόταν πάντα να καταλάβει ότι το «κερδίζω» δεν είναι συνώνυμο του «κυβερνάω καλά». Η ιταλική κεντροαριστερά δυσκολευόταν να καταλάβει ότι είναι αδύνατο να κυβερνήσεις χωρίς να κερδίζεις. Οι μάχες της ιταλικής Αριστεράς με τον Μπερλουσκόνι υπήρξαν καταπληκτικές, αλλά ο Μπερλουσκόνι είχε πάντα το αβαντάζ των ασταμάτητων πολιτικών του μεταμορφώσεων. Όταν εμφανίστηκε παρίστανε τον φιλελεύθερο κεντροδεξιό, υπερασπιζόταν την ελεύθερη οικονομία, στη δεύτερη κυβερνητική του θητεία έφερε στην Ιταλία ανάπτυξη πριν αρχίσει τα «μπούγκα μπούγκα πάρτι» για τα οποία πέρασε στην ιστορία. Στην Ιταλία των πολλών μικρών επιχειρήσεων ο Σίλβιο ήταν ο εχθρός των φόρων – ο καλός κρατιστής πατερούλης. Μετά την κρίση του 2011, έγινε αντιευρωπαϊστής, φίλος του Πούτιν, προφήτης του Τραμπισμού, «αντιμνημονιακός». Ο κάποτε αντίπαλός του Βάλτερ Βελτρόνι είχε πει πως δεν ήταν πιστός σε τίποτα: ούτε σε γυναίκα, ούτε σε ιδεολογία, ούτε καν στους φίλους του. Ίσως ήταν στη Μίλαν. Την οποία βέβαια και πούλησε κάποια στιγμή…