Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Λε Καρέ...

Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Λε Καρέ...


Μου έκανε ομολογώ μεγάλη εντύπωση το πλήθος των δημοσιευμάτων για το θάνατο του Τζον Λε Καρέ στην Ελλάδα – δεν περίμενα ότι ο βρετανός συγγραφέας είχε τόσους πολλούς και τόσο διαφορετικούς φίλους. Με έκπληξη διαπίστωσα πως υπήρξε μεταξύ άλλων και αγαπημένος συγγραφέας της Ντόρας Μπακογιάννη, του Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Ανδρέα Λοβέρδου – ο τελευταίος τον πρόδωσε μόνο για το Τζο Νέσμπο, τον καταλαβαίνω. Είναι αλήθεια ότι τα βιβλία του Λε Καρέ είχαν πάντα κάτι το πολιτικό – υπήρξε για χρόνια ο καλύτερος αφηγητής του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά ομολογώ πως δεν περίμενα πως η έντονη βρεταννικότητα που απέπνεαν θα είχε τόση πέραση στην Ελλάδα. Υπήρξε προφανώς μια «μόδα Λε Καρέ», ίσως κομμάτι υπόγεια. Εγώ πάντα τον θεωρούσα λίγο εστέτ και είχα την εντύπωση πως άρεσε σε λίγους – κυρίως σε όσους αναζητούσαν λίγη δράση, αλλά ήθελαν αυτή να είναι πασπαλισμένη με κάμποση λογοτεχνικότητα. Πόσοι τέτοιοι μερακλήδες αναγνώστες υπάρχουν; Εστω κι αργά κατάλαβα ότι ήταν τελικά και στην Ελλάδα πολλοί.

Η αφήγηση της ατμόσφαιρας

Τη Δευτέρα το βράδυ έβλεπα, μετά την είδηση του θανάτου του, τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο» - ταινία που είχα αγαπήσει κάποτε κυρίως για την επιβλητική παρουσία του Ρίτσαρντ Μπάρτον. Παρακολουθώντας την κατάλαβα κάτι. Μου έχουν αρέσει όλες οι ταινίες και οι σειρές που έχουν γυριστεί πάνω σε βιβλία του Λε Καρέ: ομολογώ μάλιστα ότι μου άρεσαν περισσότερο από τα βιβλία του. Μερικές καταλάβαινα ότι είναι στηριγμένες σε βιβλία του χωρίς να το ξέρω. Μου συνέβη π.χ παρακολουθώντας χρόνια πριν, τις μέρες του Πάσχα, το The night manager. Στο τέλος του πρώτου επεισοδίου ήμουν βέβαιος ότι ή ήταν στηριγμένο σε βιβλίο του Λε Καρέ ή ο σεναριογράφος είχε κλέψει πολλά από τον Αγγλο συγγραφέα: το φώναζε η ατμόσφαιρα της σειράς ότι υπήρχε κάτι δικό του. Η «ατμόσφαιρα» υπήρξε νομίζω το μυστικό της επιτυχίας του μεγάλου βρετανού.

https://www.naftemporiki.gr/fu/p/1669430/638/10000/0x00000000019903c8/1/tzon-le-kare.jpg

Στα δικά μου μάτια δεν ήταν ούτε ένας καταπληκτικός συγγραφέας χαρακτήρων, (μολονότι οι ήρωές του δεν είναι μονοδιάστατοι), ούτε ένας τρομερός αφηγητής ιστοριών δράσης. Αλλά ως κατασκευαστής, αναλυτής, παρουσιαστής και δημιουργός ατμόσφαιρας πρέπει να ήταν από τους καλύτερους. Και ίσως για αυτό να μου αρέσουν τόσο οι ταινίες και οι σειρές που βασίζονται σε βιβλία του: όποιος δούλεψε για αυτές, μαγεμένος από την ικανότητα του Λε Καρέ να δημιουργεί ατμόσφαιρα προσπάθησε αυτή την ατμόσφαιρα να την μεταφέρει. Ο Λε Καρέ έδινε το μπούσουλα της προσέγγισης των βιβλίων του μεγαλόψυχα. Κι αυτό το κάνουν λίγοι συγγραφείς.

Καμία σχέση με τον Σμάιλι

Σε όλες τις μεταφορές βιβλίων του Λε Καρέ στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, οι ήρωες, δηλαδή οι άνθρωποι, είναι εντυπωσιακά πραγματικοί – κι αυτό είναι σπάνιο όταν μιλάμε για ταινίες που έχουν δράση, μερικές φορές και υπόγεια. Είναι εντυπωσιακό πως οι ηθοποιοί που ενσάρκωσαν τους ήρωές του σε ορισμένες περιπτώσεις ελάχιστοι σχέση έχουν με τους ήρωες των βιβλίων του Λε Καρέ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν/είναι ο Σμάιλι, ίσως ο πιο αγαπημένος του ήρωας. Στην τηλεοπτική σειρά τον υποδύεται ο εξαιρετικά φλεγματικός και γοητευτικά λιτός σερ Αλεκ Γκίνες που μας προσφέρει έξι επεισόδια τηλεοπτικής απόλαυσης που έχουν αντέξει στο χρόνο κυρίως χάρη στην παρουσία του. Στην κινηματογραφική μεταφορά του «Tinker, Tailor, Soldier, Spy», τον ρόλο του Σμάιλι ερμηνεύει ένας γοητευτικά απέριττος Γκάρι Ολντμαν που σε μαγεύει με τις σιωπές του. Κανένας από τους δυο δεν έχει σχέση με τον Σμάιλι του Λε Καρέ, που είναι ένας κοντόχοντρος, κακοντυμένος δημόσιος υπάλληλος που περνά απαρατήρητος εξαιτίας της γενικότερης κακομοιριάς του. Κι όμως και η τηλεοπτική σειρά και η ταινία του Τόμας Αλφρεντσον είναι καταπληκτικές γιατί αναδεικνύουν την εποχή, αλλά και το ύφος και το ήθος των μυθιστορημάτων του Λε Καρέ. Οποιος αυτά τα μυθιστορήματα προσπάθησε να τα μεταφέρει το έκανε γιατί μαγνητίστηκε από τον δημιουργό τους. Μπήκε μέσα τους, περιπλανήθηκε και μετά βγήκε και απέδωσε τη μαγεία τους εξ αποστάσεως, σαν να τα ζωγραφίζει. Σχεδόν όλα (από το «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο» και τον «Επίμονο Κηπουρό», μέχρι τον «Ράφτη του Παναμά» και την «Μικρή Τυμπανίστρια») τα βρήκα υπέροχα και καθόλου δεν με πείραξε η πολυπλοκότητα τους – ίσα ίσα που αυτή είναι λόγος για να τα ξαναδείς: το «Tinker, Tailor, Soldier, Spy» το χω δει τρεις φορές και πάντα κάτι καινούργιο έβρισκα. Αλλά παραδόξως την ίδια στιγμή δυσκολευόμουν να δηλώσω fan των βιβλίων του και μολονότι έχω προσπαθήσει πολύ μαζί τους ομολογώ ότι δεν ξετρελάθηκα ποτέ μου με αυτά. Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν προφανώς του Λε Καρέ: ήταν δικό μου.

Ζήλευα την τύχη του

Πριν μερικά χρόνια έπεσε στα χέρια μου η βιογραφία του Λε Καρέ, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά και την προτείνω ανεπιφύλακτα - έχει τον τίτλο “Η σήραγγα του περιστεριού”. Διαβάζοντάς την κατάλαβα ποιο ήταν τελικά το πρόβλημα που είχα μαζί του. «Τα τρία πρώτα μου μυθιστορήματα βασίζονται σε πολλά που έχω ζήσει. Από εκεί και πέρα όλα είναι μυθοπλασία» αναφέρει χαρακτηριστικά. Αυτή η δυνατότητα που είχε στην αρχή της τεράστιας καριέρας του να γράφει συναρπαστικές ιστορίες που είχαν θέμα την ζωή και τη δουλειά του στην Ιντέλιτζεντ Σέρβις ήταν ίσως ο βασικός λόγος που μεταξύ μας δεν γεννήθηκε ο έρωτας που θα θελα. Εβρισκα πολύ εύκολο το γεγονός ότι περιέγραψε καταπληκτικά ένα κόσμο που γνώριζε από μέσα. Πάντα υποπτευόμουν ότι ο ωραίος αυτός τύπος ήξερε λίγα περισσότερα από αυτά που μας έλεγε κι αυτό με διαβόλιζε. Τον φανταζόμουν με ένα ουίσκι στο χέρι να γελά έτσι όπως μας δίνει σαδιστικά μικρές μικρές δόσεις της γνώσης του.

https://www.monopoli.gr/wp-content/uploads/2020/12/2015_43_john_le_carre_1.jpg

Ολο αυτό το καταπληκτικό σουξέ του μου φαινόταν κομμάτι σαν δώρο της καλής του μοίρας – δεν ήταν φυσικά το πράγμα ακριβώς έτσι. Ο Λε Καρέ αποδόμησε τον κόσμο των κατασκόπων και μας τον παρουσίασε όπως ακριβώς ήταν κάνοντας και αυτοκριτική και ίσως και λίγη ψυχοθεραπεία μέσω του γραπτού του. Αλλά ήταν ακριβώς αυτή η φοβερή γνώση που εγώ ζήλευα ο λόγος που έκανε το γραπτό αυτό σπουδαίο: το αντάμωμα της μυθοπλασίας με την αλήθεια υπήρξε τόσο αρμονικό που δεν καταλάβαινες που αρχίζει η πρώτη και που σταματά η δεύτερη. Ηταν αβαντάζ η γνώση του επαγγέλματος από πρώτο χέρι; Σίγουρα ναι. Αλλά σκεφτείτε πόσα κότσια χρειαζόταν κάποιος τη δεκαετία του 60 για να γράψει ιστορίες τόσο αληθοφανής, όταν ήταν προσωπικά μπλεγμένος στο σύμπαν των κατασκόπων. «Σκεφτόμουν να αυτομολήσω, αλλά όχι για λόγους ιδεολογικούς» γράφει. Κρίμα που δεν το έκανε. Πιθανότατα θα μας έδινε και μια σειρά από μυθιστορήματα με σοβιετικούς κατασκόπους που θα ήταν εξίσου ενδιαφέροντα.

Πλήρης ημερών

Ο Ντέιβιντ Κόρνουελ έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Εζησε τα τελευταία χρόνια μόνος του, μακριά από τα τρία παιδιά του που μάλλον του θύμιζαν ένα αποτυχημένο γάμο. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η μάνα του τον παράτησε, ο πατέρας του ήταν ένας γυναικάς απατεώνας. Δούλεψε στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Εγραψε πολλά και σημαντικά μυθιστορήματα. Με ένα και μόνο ήρωα τελικά. Τον συγγραφέα Τζον Λε Καρέ…