Σε ένα ακόμα clasico σε Final Four η Ρεάλ Μαδρίτης απέκλεισε την Μπαρτσελόνα και πήρε μια πρόκριση για ένα τελικό. Αποδεκατισμένη από τις απουσίες του Γιαμπουζέλε, του Ντεκ και του Πουαριέ, αλλά πάντα γεμάτη λύσεις αφού το ρόστερ της είναι γιγάντιο η Βασίλισσα τα κατάφερε για μια ακόμα φορά γιατί είναι ομάδα με στόφα πρωταθλήτριας, αποτελείται δηλαδή από ένα σύνολο από παίκτες που έχουν συναίσθηση της βαρύτητας της αποστολής, ξέρουν ποια είναι η στιγμή που πρέπει να δώσουν κάτι παραπάνω και καταθέτουν στα δύσκολα την κλάση τους. Κυρίως η Ρεάλ τα κατάφερε γιατί είναι ομάδα κανονική, με ιεραρχία και κατάλληλη νοοτροπία. Ενώ η Μπαρτσελόνα ήταν πάλι μια πειραματική ομάδα δια μέσου της οποίας ο προπονητής της Σάρας Γιασκεβίτσιους επιθυμούσε να αποδείξει πόσο ηγέτης είναι. Υπάρχει πάντα μια μικρή γραμμή που ξεχωρίζει την ιδιοφυία από την μεγαλομανία. Η πρώτη είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο – όταν υπάρχει αναγνωρίζεται. Η δεύτερη είναι κάτι πολύ συνηθισμένο διότι δεν έχει να κάνει με τίποτα περισσότερο από την όποια εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου. Η δε αναγνώρισή της δημιουργεί απλά ακόλουθους. Που την τροφοδοτούν και την μεγαλώνουν, με τρόπο που καμιά φορά θυμίζει το γνωστό πάθημα του γυμνού βασιλιά. Είναι η περίπτωση του καλού Σάρας Γιασκεβίτσιους.
Πριν καν αρχίσει να προπονεί
Ο Γιασκεβίτσιους διδάσκει οργανωμένο μπάσκετ, θέλει τρία χρόνια τώρα να μάθει στην Μπαρτσελόνα να κάνει στο παρκέ όσα αυτός θέλει και η προσπάθειά του αυτή πρέπει να είναι σεβαστή από όλους μας. Πλην όμως στην ιστορία υπάρχει ένα λάθος: δεν προκύπτει από πουθενά ότι η συνταγή αυτή του Γιασκεβίτσιους έχει πετύχει. Η για την ακρίβεια, αυτό που στην περίπτωσή του αποκαλείται «επιτυχία» έχει να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με το ό,τι το κάνει αυτός. Για κάποιους, για πολλούς Ελληνες δημοσιογράφους πχ, ο Γιασκεβίτσιους ήταν επιτυχημένος προπονητής πριν καν αρχίσει να προπονεί – ήταν αδύνατο να μην είναι γιατί είναι ο Σάρας. Σάρας, μάρες, κουκουνάρες δηλαδή.
Υπάρχουν όντως άνθρωποι γεννημένοι προπονητές κι υπάρχουν όντως παίκτες που χάρη στην τρομερή τους προσωπικότητα έδειχναν ότι μπορεί να γίνουν σπουδαίοι προπονητές όταν και εφόσον θα ασχοληθούν με το σπορ διδάσκοντάς το. Αλλά δεν είναι όλοι δεδομένο πως θα τα καταφέρουν – κι αυτό είναι το ωραίο αυτού του επαγγέλματος. Δεν φτάνει ούτε να ξέρεις, ούτε να μοιάζεις προπονητής: πρέπει να είσαι. Εβλεπα στον ημιτελικό των δυο ομάδων τους δυο προπονητές. Ο Τσους Ματέο δεν έμοιαζε προπονητής. Δεν έχει κάποιου τύπου επιβλητικότητα, η γλώσσα του σώματος δεν τον βοηθά να μας πείσει ότι έχει ικανότητες μεταδοτικότητας, συχνά στο συννεφάκι που βγαίνει όπως στα κόμικς πάνω από το κεφάλι του νομίζεις πως διαβάζεις «τι διάβολο κάνουν και τι θα τους πω τώρα», όταν σκέφτεται τους παίκτες του. Αλλά ο τύπος είναι προπονητής. Δεν είναι ιδιοφυία και δεν ξέρω αν θα μείνει πέντε χρόνια στη Ρεάλ Μαδρίτης ακόμα κι αν την κούπα την κατακτήσει αλλά ξέρω αυτό που βλέπω. Η ομάδα του είναι στημένη πάνω στον εξωγήινο που λέγεται Ταβάρεζ, οι βετεράνοι του παίζουν ακριβώς όσο μπορούν με αποτέλεσμα παίκτες που ποτέ δεν έπαιζαν για να κερδίζουν συμπάθειες να μας συγκινούν κιόλας, ενώ στα δύσκολα βγαίνουν μπροστά πολλοί που σε πείθουν πως παίζουν και για αυτόν: στα ματς με την Παρτιζάν ήταν καθοριστικός ο Γκος, χθες ο Χεζόνια έπαιξε «τεσσάρι» υποδειγματικά κι ακόμα κι ο Ράντολφ μπήκε κι έδωσε ό,τι είχε παρά την ανετοιμότητά του. Όλα αυτά αν δεν είσαι προπονητής δεν θα τα δεις να σου συμβαίνουν. Προφανώς δεν είναι όλοι οι προπονητές ίδιοι και η δουλειά τους είναι διαφορετική – κι αυτό το ξέρουμε. Αλλά η δουλειά του Ματέο είναι να βρει τρόπο να οδηγεί την ομάδα του σε νίκες κι αυτό κάνει ως άνθρωπος που την σέβεται και αισθάνεται στρατιώτης της. Κι έτσι πρέπει. Γιατί κανένας δεν είναι πιο ψηλά από τη Ρεάλ: αυτό επιβάλει η ιστορία της.
Αν ήταν παίκτης της
Μπορεί να πει κάποιος το ίδιο για τον Γιασκεβίτσιους; Όχι φυσικά. Στο δικό του one man show ο υπερκανακευμένος Σάρας είναι ο ίδιος απόλυτος πρωταγωνιστής. Τρία χρόνια προσπαθεί να μάθει την Μπαρτσελόνα όπως θα ήθελε να παίζει ο ίδιος αν ήταν παίκτης της. Εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται το μπάσκετ ως κάτι που ξέρει μόνο αυτός, μπερδεύοντας το με τον εαυτό του. Τον εαυτό του, δηλαδή τα θέλω του, τα ξέρει σίγουρα καλά. Αλλά όσο σπουδαίος παίκτης κι αν υπήρξε, το μπάσκετ είναι κάτι άλλο. Πιο σημαντικό και πιο σύνθετο.
Χθες σε ένα ημιτελικό που η ομάδα του ήταν σούπερ φαβορί ο Σάρας έμοιαζε να σκέφτεται διαρκώς πως μόνο αν έπαιζε ο ίδιος η Μπάρτσα θα κέρδιζε. Στο αργό της τέμπο θα μπορούσε πραγματικά να την πάρει από το χέρι, να ενορχηστρώσει το 5 εναντίον 5, να έχει μεγαλοφυής εμπνεύσεις, να χτυπήσει χειρουργικά, να βγάλει αγριάδα και να ξεσηκώσει την εξέδρα. Θα μπορούσε επίσης να πάει στο λόου ποστ, να φτιάξει σουτ για τους άλλους, να πάρει προσπάθειες απέναντι σε αντιπάλους ψηλότερους, να γνωρίσει την αποθέωση και να ψηφιστεί MVP από δημοσιογράφους που τον λατρεύουν. Αλλά αναρωτιέμαι τι φταίνε για όλα αυτά ο Αμπρίνες, ο Λαπροβίτολα, ο σπουδαίος Κούριτς που συνεχώς τον ξεχνάει, ο Σανλί που έχασε από τον Ταβάρεζ το φως του, ο Κάλινιτς που παρά το καλό του ξεκίνημα έμεινε στο πάγκο στα δύσκολα παίζοντας μόνο 17 λεπτά. Κι ο Μίροτις, που τρελαμένος από την πίεση έβαλε το πρώτο σουτ δυο λεπτά πριν το τέλος του ματς. Αλλά που είναι το παράξενο; Ολοι αυτοί δεν είναι πρωταγωνιστές. Είναι κομπάρσοι του Γιασκεβίτσιους.
Αν έπαιζε, όταν γίνει
Η Ρεάλ λειτούργησε γύρω από τον Ταβάρεζ όπως ήταν προβλέψιμο και λογικό. Ο υπέροχος αυτός παίκτης, που έβαλε 20 πόντους, πήρε 15 ριμπάουντ, μοίρασε 4 τάπες κι έμεινε στο παρκέ 34 λεπτά (!), πιστεύω πως αν έπαιζε στη Μπαρτσελόνα θα έκανε άλλα πράγματα από αυτά που μπορεί να κάνει όσο κανείς άλλος στην Ευρώπη. Ο Γιασκεβίτσιους θα έβρισκε ένα τρόπο για να δείξει πως μπορεί να κερδίζει χωρίς αυτόν, διότι αν κερδίζουν οι παίκτες του, πόσο μάλλον όταν ένας παίκτης του είναι το μυστικό της επιτυχίας, δεν αισθάνεται πως έχει νόημα ύπαρξης.
Στις συνεντεύξεις πριν το ματς άκουγα τους παίκτες να μιλάνε για τις ομάδες και τα όνειρά τους. Στη συνέντευξη της Μπαρτσελόνα ο Μίροτις καθησύχαζε τον κόσμο ότι ο Σάρας έχει φέτος κομμάτι αλλάξει, είναι λιγότερο πιεστικός, λιγότερο τελειομανής, πιο απελευθερωμένος ίσως γιατί βρίσκεται στην πόλη του κτλ. Όταν οι παίκτες μιας ομάδας ενδιαφέρονται κυρίως για το στάτους του προπονητή τους και πρέπει να μας εξηγήσουν την ψυχική του διάθεση, κάτι δεν πάει καλά και το είδαμε. Όταν τα τρίποντα σταμάτησαν να μπαίνουν η Μπάρτσα έχασε ένα ακόμα ημιτελικό. Και σχετικά εύκολα.
Ο Γιασκεβίτσιους φυσικά και δεν έχει ευθύνες – για τους ακόλουθους του ποτέ δεν έχει. Τρια χρόνια έχει ξοδέψει καμιά εκατοστή εκατομμύρια ευρώ, αλλά τι φταίει αυτός όταν όλοι οι παίκτες του δεν είναι σαν αυτόν; Αυτός παραμένει μια μπασκετική ιδιοφυία υπεράνω κριτικής. Αν έπαιζε αυτός θα τα έβαζε όλα και όλοι θα υποκλινόμασταν στην κλάση του. Και θα λέγαμε πως όταν γίνει προπονητής θα γεμίσει η συλλογή του κούπες. Όταν γίνει.