Η πρώτη ήττα της Μάντσεστερ Σίτυ στην Πρέμιερ λιγκ χθες βράδυ από την Λίβερπουλ, μετά από ένα συναρπαστικό ματς στο Ανφιλντ που τελείωσε 4-3, επαναφέρει στην επικαιρότητα την παλιά καλή συζήτηση για το «ειδικό βάρος της φανέλας». Εχω ξαναγράψει παλιά ότι πρόκειται για μια αγαπημένη επισήμανση, που γίνεται από όλους μας, συνήθως όταν δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε μια επιτυχία μιας ιστορικής ομάδας – επιτυχία που κατά τα άλλα δυσκολευόμαστε να προβλέψουμε. Παραδόξως η φράση, αν και αποτελεί κλισέ, δεν έχει ακόμα κατρακυλήσει στην κόλαση της κοινοτυπίας, παρέα με τη «μητέρα όλων των μαχών», τον «άγραφο νόμο του ποδοσφαίρου που τιμωρεί» κτλ κτλ. Αν και χιλιοειπωμένη, παραμένει αξιωματική. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει κάτι το διαφορετικό: η νίκη της Λίβερπουλ δεν αποτελεί κάποιου τύπου έκπληξη. Την περιμέναμε πολλοί, διότι γνωρίζουμε ότι η φανέλα της είναι βαριά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η περί βαριάς φανέλας επισήμανση δεν έρχεται ως εξήγηση μιας έκπληξης, αλλά γίνεται για να υπογραμμίσει τη διαφορά των δυο ομάδων: παρόλα τα εκατομμύρια που η Σίτυ ξοδεύει και τους τίτλους που κερδίζει, η Λίβερπουλ παραμένει ιστορικά απλησίαστη. Και το λέω εγώ που ούτε οπαδός της είμαι, ούτε αντέχω τις υπερβολές των Ελλήνων οπαδών της.
Πως αποκτάς βαριά φανέλα
Πριν μερικά χρόνια, το 2008 αν θυμάμαι καλά, η Τσέλσι είχε κερδίσει τρεις φορές την Λίβερπουλ στο νησί. Η ίδια ομάδα την βρήκε στον ημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ και ήταν το απόλυτο φαβορί. Η Λίβερπουλ την απέκλεισε. Θυμάμαι ότι τότε είχα γράψει ότι οι παίκτες της Τσέλσι όταν μπήκαν στο Ανφιλντ νόμιζαν ότι έχουν απέναντί τους τον Κίγκαν, τον Νταλγκλίς και τον Σούνες και ότι όσο καλά κι αν παίξουν ο Ιαν Ρας θα τους βάλει ένα γκολ. Διάφοροι φίλοι, που αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο πιο κυνικά, με ρωτούσαν τότε που ήταν η φανέλα της Λίβερπουλ και οι μαγικές της ιδιότητες όλα αυτά τα χρόνια που δεν μπορεί να κερδίσει το πρωτάθλημα και γιατί δεν πρόκοψε και τις άλλες χρονιές, χάρη στους άγραφους νόμους του Ανφιλντ. Σήμερα τα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα έγιναν είκοσι οκτώ. Αλλά η φανέλα εξακολουθεί να είναι μαγική και οι νόμοι του Ανφιλντ είναι πάντα εν ισχύ. Όχι μόνο γιατί αυτά τα χρόνια η Λίβερπουλ μπορεί να μην κέρδισε το πρωτάθλημα, αλλά κέρδισε όλα τα άλλα, αλλά κυρίως γιατί σε αυτή την περίοδο η μυθολογία της παραμένει σημαντικότερη από την πραγματικότητα της. Και η μυθολογία συχνά προκαλεί πίστη: αυτό δηλαδή που χαρακτηρίζει το κοινό της ομάδας, που είναι πάντα έτοιμο να περιμένει πως θα συμβούν τα πάντα. Ακόμα και να τη δει να δέχεται τρία γκολ από την ταξιαρχία του Γκουαρντιόλα και παρόλα αυτά να κερδίζει.
Πως αποκτά βάρος μια φανέλα; Εδώ η απάντηση είναι αληθινά δύσκολη. Το προφανές, δηλαδή οι κατακτήσεις των τίτλων, δεν είναι απαραίτητα και η ορθή απάντηση. Δεν αποκτά αυτόματα βαριά φανέλα κάθε ομάδα που έχει κάνει μια επιτυχία, ακόμα κι ευρωπαϊκή: αν ήταν έτσι, ο χαρακτηρισμός θα είχε μάλλον εκφυλιστεί. Ευρωπαϊκά τρόπαια έχουν κατακτήσει ομάδες που δε νομίζω ότι ποτέ τρόμαξαν κανένα. Η Πάρμα και η Λάτσιο. Η Αστον Βίλα. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ. Η Μπενφίκα και η Πόρτο. Όλες υπήρξαν κατά καιρούς όμορφες παρενθέσεις στις επιτυχίες των μεγάλων, αλλά καμία από αυτές τις ομάδες δεν κατάφερε να φτιάξει τη μυθολογία της.
Η δύναμη του υποσυνείδητου
Η μυθολογία είναι το κλειδί. Αυτή – πίστευα πάντα – διαφοροποιεί τις ομάδες και τις ξεχωρίζει. Οσες δεν είναι αληθινά μεγάλες, έχουν απλώς ιστορία, όχι όμως και μυθολογία. Οι ομάδες – μύθοι του καιρού μας είναι εκείνες που με το πέρασμα του Θεού Χρόνου μυθοποιήθηκαν, όχι πάντα και απαραίτητα γιατί κέρδισαν παίζοντας ωραία μπάλα: ο μύθος προέκυψε στην εξήγηση των επιτυχιών τους. Ετσι η Ρεάλ ελέγχει το ευρωπαϊκό παρασκήνιο, η Γιούβε δεν δέχεται γκολ ποτέ, η Μίλαν ήταν η ομάδα του πανίσχυρου Μπερλουσκόνι, ο Αγιαξ έχει εκπληκτικές ακαδημίες που μεταμορφώνουν τους ρούκουνες σε υπερπαίκτες, η Μπάρτσα κάνει την μεγαλύτερη κατοχή μπάλας στον κόσμο και ειδικά στο Ανφιλντ η Λίβερπουλ μπορεί να κερδίσει πάντα οποιονδήποτε αντίπαλο. Όλα αυτά, και άλλα ανάλογα για άλλους, μπορεί και να ισχύουν ή να είναι απλώς υπερβολικά: σημασία έχει όμως ότι εντός του παγκοσμιοποιημένου μας ποδοσφαιρικού υποσυνείδητου λειτουργούν ως βεβαιότητες. Έτσι κάθε σφύριγμα, που η Ρεάλ παίρνει, αποτελεί απόδειξη ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού υποστήριξης, κάθε ξανθομπούμπουρας Ολλανδός είναι ο νέος Κρόιφ και από το Ανφιλντ δεν περνάει κανείς, όπως κι αν λέγεται – σιγά μην περνούσε χθες η Σίτυ. Το πιραντέλικο «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» στο ποδόσφαιρο δημιουργεί υπεραξίες.
Θέμα πίστης
Αυτός που φτιάχνει τους μύθους του ξέρει και να τους συντηρεί, και το σπουδαιότερο αντλεί τη δύναμή του από δαύτους. Αντίθετα όποιος δεν τους έχει δημιουργήσει τους μύθους του, κάποια στιγμή βλέπει σαν βουνό μπροστά του τους μύθους του αντιπάλου του. Ισως η φανέλα, η έδρα και η μυθολογία από μόνες δεν φτάνουν για να κερδίσεις το πρωτάθλημα. Στις ειδικές στιγμές, όμως, πραγματικά κάνουν τη διαφορά, γιατί προκαλούν στους παίκτες της Λίβερπουλ ένα είδος ιερής υποχρέωσης: στην πραγματικότητα η Λίβερπουλ είναι κάτι σαν θρησκεία με πιστούς. Για αυτό όλα αυτά τα χρόνια, που το πρωτάθλημα δεν το κερδίζει, κάθε ματς με αυτή αντίπαλο στο Ανφιλντ ειδικά, είναι για κάθε υποψήφιο πρωταθλητή τρομερό πρόβλημα: όσο δυνατότερος είναι τόσο μεγαλώνει την πίστη των πιστών της Λίβερπουλ για το θαύμα.
Ο ορισμός του Κρόιφ
Πριν από κάποια χρόνια ο Γιόχαν Κρόιφ είχε κατηγορηθεί ότι η Μπαρτσελόνα του ήταν μια προβλέψιμη ομάδα. Ο Ολλανδός είχε υπερασπισθεί αυτό το στοιχείο γράφοντας στην αθλητική εφημερίδα της Βαρκελώνης «Εl Mundo Deportivo» τον κατά τον ίδιο ορισμό της μεγάλης ομάδας. Για τον Κρόιφ κάθε μεγάλη ομάδα πρέπει να είναι προβλέψιμη! Γράφει χαρακτηριστικά: «Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που δεν κρύβεται, που δεν έχει μυστικά, που δε φοβάται να παίξει, που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, που κάνει στο γήπεδο ό,τι ακριβώς σου υπόσχεται, που έχει ένα παιχνίδι πολύ δικό της, το οποίο τελειοποιεί μέσω της επανάληψης. Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που έχει προικισμένους παίκτες, που θέτουν το ταλέντο τους στην υπηρεσία του συνόλου και που δεν σταματά να τρέχει, να πιέζει και να μοχθεί, ούτε στις βραδιές που η διαφορά της από τον αντίπαλό είναι τεράστια. Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που παίζει για το κοινό της, που παίζει για να κερδίζει φίλους και που κατακτά τίτλους, όταν είναι πραγματικά καλύτερη κι όχι γιατί είχε τύχη ή εκμεταλλεύτηκε αδυναμίες. Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που έχει συνείδηση της ιστορίας της, παίκτες που δεν κάνουν ενστάσεις για τη μέθοδο του προπονητή, αλλά τον ακούν δείχνοντας θέληση και πίστη. Μεγάλη δεν είναι μια ομάδα που κερδίζει, αλλά μια ομάδα που όταν κερδίζει έχεις καταλάβει το γιατί, γιατί έτσι ακριβώς είχες προβλέψει και περίμενες πως θα κερδίσει».
Στον υπέροχο αυτό ορισμό θα πρόσθετα πως μεγάλη είναι η ομάδα που σε κάθε ιστορική της στιγμή σου επιτρέπει να προβλέπεις, πως, ειδικά στα μεγάλα ματς, θα τα δώσει όλα, ακόμα κι αν οι παίκτες της είναι μέτριοι, οι προπονητές της για δέσιμο και οι αδυναμίες της ορατές. Αυτό κάνει από τότε που την θυμάμαι η μεγάλη Λίβερπουλ.