Η Εθνική μας έζησε χθες βράδυ στο Γεώργιος Καραϊσκάκης ένα είδος παρατεταμένου εφιάλτη κόντρα στους Δανούς. Η ήττα ήταν όσο μεγάλη λέει το τελικό σκορ (0-3) που σημειωτέων είναι και κολακευτικό: ο τερματοφύλακας Τζολάκης ήταν από τους ελάχιστους διασωθέντες της βραδιάς ενώ το ματς τελειώνει με τον ίδιο να αποσοβεί το 0-4 και τους Δανούς να χάνουν αμέσως και δεύτερη ευκαιρία – η κατάρρευση υπήρξε απόλυτη και θεαματική όσο και οι προηγούμενες νίκες αυτής της ομάδας που έφτασε στο παιγνίδι από έχοντας πετύχει 16 γκολ στα τέσσερα τελευταία παιγνίδια της. Η πραγματική ερώτηση δεν έχει να κάνει με το τι έγινε, αλλά με το γιατί έγινε αυτό που έγινε. Το οποίο εν πολλοίς μοιάζει κι ανεξήγητο.
Προετοιμασμένοι για άλλο ματς
Εγραφα μόλις χθες ότι στον καιρό μας το πώς προσεγγίζει μια ομάδα τα παιγνίδια είναι το ίδιο σημαντικό με την αγωνιστική της συμπεριφορά: για την ακρίβεια η σωστή προσέγγιση φέρνει την πρέπουσα εμφάνιση και τα περιθώρια αλλαγής πλάνων κι αλλαγής στρατηγικής κατά την διάρκεια των αγώνων είναι ολοένα και λιγότερα. Το ματς αυτό είναι δυστυχώς ένα πολύ καλό παράδειγμα για το είδος της καταστροφής που μπορεί να προκαλέσει μια λάθος προσέγγιση.
Το λάθος εν προκειμένω το μαρτυρά μια επιλογή του Ιβάν Γιοβάνοβιτς: η απόφασή του προπονητή να μην ξεκινήσει ο Τάσος Μπακασέτας και στην θέση του να μπει ο Γιάννης Κωνσταντέλιας. Η κίνηση αυτή δείχνει ότι ο ομοσπονδιακός μας περίμενε ένα άλλου τύπου ματς: πίστευε ότι οι Δανοί θα εμφανιστούν στο Καραϊσκάκη με αρχικό τουλάχιστον σκοπό να κρατήσουν την Εθνική μας και να παίξουν άμυνα κι έβαλε τον Κωνσταντέλια για να έχει ένα δημιουργό παραπάνω – ενδεχομένως να πίστευε και ότι ο παίκτης του ΠΑΟΚ μπορεί να είναι ικανότερος του αρχηγού της Εθνικής σε ένα παιγνίδι αντεπιθέσεων που μπορεί να προκύψει, έχοντας στο μυαλό του τι είχε κάνει στην Γλασκόβη κόντρα στην Σκοτία πχ.
Ό,τι και να περίμενε ο καλός Ιβάν αποδείχτηκε λάθος. Διότι η Δανία δεν είναι Σκοτία και δεν είναι και ομάδα που θα άφηνε την μπάλα στην Εθνική μας για να ψάξει αντεπιθέσεις από την αρχή του ματς. Το 75% κατοχή μπάλας που έκαναν οι Δανοί στο δεύτερο ημίχρονο με την Σκοτία στο ματς της περασμένης Παρασκευής έπρεπε να υποψιάσει τον κόουτς για τις προθέσεις τους. Και να τον οδηγήσει στο να παρουσιάσει μια ομάδα έτοιμη να αντέξει κυρίως αυτό: δηλαδή την κατοχή της μπάλας και το συνακόλουθο πρέσινγκ στο οποίο στηρίζεται κάθε ομάδα που κάνει κατοχή μπάλας. Με άλλα λόγια χρειαζόταν περισσότερος δυναμισμός, πιο πολλοί παίκτες στα χαφ, πιο πολλές επιστροφές, καλύτερη κάλυψη της άμυνας κι άλλος ρυθμός. Ωστόσο δεν μπορώ να ρίξω στο Γιοβάνοβιτς συνολικά το βάρος της ευθύνης για ένα απλό λόγο: ήταν κατά κάποιο τρόπο όμηρος της επιτυχίας του. Και ως ομοσπονδιακός είναι μάλλον αρκετά νέος και άπειρος για να έχει την τόλμη να πειράξει πολύ μια ομάδα που στα προηγούμενα τέσσερα παιγνίδια της έπαιξε ποδόσφαιρο που δεν έχουμε ξαναδεί από μια Εθνική Ελλάδος. Άλλο αν το ίδιο το ματς, μετά το τέλος του, οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτό κυρίως έπρεπε να κάνει.
Αλλο είναι οι Εθνικές, άλλο οι σύλλογοι
Το πικρό συμπέρασμα από μια ήττα που μπορεί να στοιχίσει την πρώτη θέση και που δυστυχώς βάζει την Εθνική μας με την πλάτη στον τοίχο ενόψει μάλιστα του επόμενου παιγνιδιού που είναι με την Σκοτία στην Γλασκόβη, είναι πως τα ματς των Εθνικών ομάδων είναι τόσο περίπλοκα που απαιτούν το καθένα μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση και προετοιμασία: οι Εθνικές εξακολουθούν να είναι ομάδες με ολότελα διαφορετική συμπεριφορά από τους συλλόγους – δεν μπορείς πχ να βασίζεσαι ούτε καν στην κεκτημένη τους ταχύτητα και πρέπει να διαφοροποιείσαι ακριβώς γιατί η διαφορά των αντιπάλων είναι τεράστια. Από την άλλη αν ο Γιοβάνοβιτς παρουσίαζε μια ομάδα με τρεις – τέσσερις αλλαγές στην ενδεκάδα της σε σχέση με αυτή που είδαμε στο ματς με τους Λευκορώσους και έχανε το παιγνίδι η χώρα θα ζητούσε να τον δει ψυχίατρος: η Εθνική μας ήταν τόσο καλή στα τελευταία της ματς που πραγματικά θα ήταν ακατανόητο το να αλλάξει την επιθετική συμπεριφορά της.
Το παράδοξο είναι πως η ίδια η ήττα (και η εμφάνισή της ομάδας γενικότερα) μαρτυρά πως έπρεπε να το κάνει: σίγουρα με την ομάδα με την οποία εμφανίστηκε δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρέσινγκ των Δανών αλλά ούτε και να χαλάσει το φλιπεράκι που έστησαν στην μεσαία γραμμή με τους Χόιμπερτ, Χίμλαντ, Φρόχολντ και δυο εξτρέμ που γύριζαν πολύ όπως ο Σκοβ Ολσεν και ο Μπίρεθ. Οι Δανοί άλλαξαν αρκετά σε σχέση με την Σκοτία: ο κόουτς Ρίμερ άφησε το 3-4-3 για να παίξει ένα 4-3-3 που έμοιαζε πιο πολύ με 4-5-1. Πίεσε ασφυκτικά τους Ζαφείρη και Κουρμπέλη, έπαιξε με την άμυνα ψηλά για να μην αφήσει τον Παυλίδη να πατήσει περιοχή, υποχρέωσε την Εθνική μας να σηκώσει την μπάλα. Όταν υπάρχει καμβάς τέτοιου τύπου (όταν δηλαδή το σχέδιο βασίζεται στην κατοχή της μπάλας και στην ένταση) οι αλλαγές στη διάταξη και οι προσαρμογές είναι σχετικά εύκολες: οι Δανοί δεν έχασαν ποτέ τον έλεγχο του ματς ούτε και όταν στο δεύτερο ημίχρονο η Εθνική μας με τους Μπακασέτα και Μασούρα στο γήπεδο φάνηκε να κερδίζει κάποια μέτρα. Το φρεσκάρισμα της επίθεσης από τον Ρίμερ με τους Χόιλουντ, Ντρόγκου και Ο’ Ράιλι έφερε το τελικό 0-3, αλλά το ματς είχε κριθεί επί της ουσίας από το πρώτο ημίχρονο. Το κράτησε ανοιχτό μια σούπερ επέμβαση του Τζολάκη με τα πόδια σε σουτ φάουλ του Χόιμπερτ στο 45΄, αλλά η Εθνική μας ήταν αδύνατο να επιστρέψει γιατί είχε προετοιμασθεί να παίξει ένα άλλου τύπου ματς: όταν ο Κρίστενσεν έδειξε στη φάση του 0-2 γιατί έχει φτάσει στην Μπαρτσελόνα η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Φάνηκαν επίσης χθες και οι αδυναμίες της Εθνικής μας στην μεσαία γραμμή: ο Κουρμπέλης και ο Ζαφείρης υπέφεραν, χρειαζόταν και οι δυο ένα στήριγμα δηλαδή μια άλλη ενδεκάδα. Αλλα ας μην ξαναλέμε τα ίδια.
Θύμισε παθήματα ελληνικών ομάδων στο Τσάμπιονς λιγκ
Αναμφίβολα υπάρχει και μια γενική αδυναμία ελέγχου των ενθουσιασμών: υπάρχει μια παραδοσιακή αδυναμία των ελληνικών ομάδων να ολοκληρώσουν την δουλειά παίζοντας όπως πρέπει τέτοιου είδους κομβικά ματς. Άλλοτε εμφανίζονται λίγο υπερφίαλες, άλλοτε χωρίς μυαλό, άλλοτε χωρίς γνώση της αληθινής δυσκολίας: σε κάθε περίσταση όταν ανακαλύπτουν πως τα πράγματα δεν είναι όπως τα περίμεναν ακολουθεί κατάρρευση. Αυτή η ομάδα το έπαθε ήδη από τους Αγγλους στο ΟΑΚΑ πέρυσι: μετά την νίκη στο Γουέμπλεϊ στην ρεβάνς συνετρίβη από το βάρος της αποστολής – το ίδιο έχουν πάθει και όλες οι ελληνικές ομάδες στο Τσάμπιονς λιγκ όπου διάφορες Δανίες εμφανίζονται με άλλα ονόματα και λέγονται Μπράγα, Αρσεναλ, Κρασνοντρ, Μάλμε, Αντβέρπ κτλ. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα είναι ίδιο: στις βλέπουμε στα εντός έδρας ματς να χάνουν τον μπούσουλα, να μοιάζουν γρήγορα αγχωμένες γιατί τα πράγματα δεν είναι όπως τα περίμεναν μόνο και μόνο γιατί και οι άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο. Να σημειωθεί ότι οι Δανοί έπαιξαν ένα ποδόσφαιρο που στην Ελλάδα δεν βλέπουμε συχνά και μπράβο τους: οι γρήγορες μεταβιβάσεις με την μία, η κίνηση χωρίς την μπάλα, οι συνεχείς ανακτήσεις, η υποδειγματική δουλειά των φορ στη δημιουργία και των εξτρέμ ανασταλτικά μας θύμισαν ένα ποδόσφαιρο που εμείς δεν ξέρουμε να παίξουμε. Δυστυχώς δεν ξέρουμε ούτε να το αντιμετωπίσουμε.
Ποιο είναι το αληθινό πρόβλημα; Να πάει η ομάδα πολύ πίσω. Να παραιτηθεί από την προσπάθεια να παίζει ποδόσφαιρο, να μπει στο μυαλό του Γιοβάνοβιτς ότι πρέπει να πορευτούμε διαφορετικά, να πάμε στην Σκοτία για να μην παίξουμε με σκοπό να πάρουμε την νίκη γιατί τελικά μόνο τα αποτελέσματα μετράνε κτλ κτλ. Αν μάθημα υπήρξε αυτό είναι πως σε κάθε ματς χρειάζεται η πρέπουσα η προετοιμασία. Αλλά ο σκοπός πρέπει να είναι πάντα να παίζεις όσο καλύτερα μπορείς. Όχι να ελπίζεις πως θα βρεις ένα μαγικό τρόπο να καταστρέφεις. Κι αυτό δεν σε πάει πουθενά τελικά…
(Gazzeta.gr Σεπτέμβρης 2025)