Εφυγε ένας Θεός...

Εφυγε ένας Θεός...


Στην ανακοίνωση της είδησης ότι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε από την ζωή σε ηλικία 89 ετών, η εκπρόσωπός του Σίντι Μπέργκερ σημειώνει ότι έφυγε στα 89 του χρόνια στον ύπνο του, ότι η τελευταία του κατοικία ήταν στην Γιούτα που τόσο αγαπάει και πως τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε βαριά άρρωστος μεν, πλην όμως έχοντας δίπλα του όλους τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν. Το διάβασα και σκέφτηκα ότι γύρω του πρέπει να είχε εκατομμύρια ανθρώπους. Γιατί όλοι σχεδόν αγαπούσαν τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.  

Ο Ρέντφορντ έκανε τα πάντα στη ζωή του για να αποστασιοποιηθεί από την εικόνα του όμορφου και του σαγηνευτικού και να περάσει στην ιστορία ως καλός σκηνοθέτης και σημαντικός ηθοποιός. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο απόγειο της επιτυχίας του ως ηθοποιός, επέλεξε να περάσει πίσω από την κάμερα και να δουλέψει ως σκηνοθέτης ενώ παράλληλα ξεκίνησε και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς, ένα φεστιβάλ που γίνεται στα βουνά της Γιούτα Γιούτα και είναι αφιερωμένο στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Σήμερα, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές βιτρίνες στον κόσμο και χάρη σε αυτό, δηλαδή χάρη στον Ρέντφορντ, μάθαμε τον Νόλαν, τον Ταραντίνο και άλλους πολλούς. Σαν Θεός του σινεμά ο Ρέντφορντ είχε τριπλή υπόσταση: μοναδικός ηθοποιός, σημαντικός σκηνοθέτης και κυρίως λάτρης του σινεμά – κινηματογραφόφιλος όσο λίγοι Αμερικάνοι σταρ.   

https://www.newsbeast.gr/files/1/2025/09/5-4.jpg

Χαμένος ζωγράφος, σπουδαίος ηθοποιός

Γεννημένος στη Σάντα Μόνικα στις 18 Αυγούστου του 1936, ο Ρέντφορντ ήταν παιδί μιας μικροαστικής οικογένειας. Ο μπαμπάς του ήταν ένας λογιστή που ήθελε να γράφει για το μπέιζμπολ και η μητέρα του μια νοικοκυρά που πέθανε όταν αυτός δεν ήταν ακόμη είκοσι χρονών. Ηταν ένας μέτριος μαθητής και ένας καλός παίκτης του μπέιζμπολ, αλλά όπως έλεγε λίγο τεμπελάκος. Η υποκριτική και το σινεμά άργησαν να μπουν στην ζωή του. ​​Όταν αποβλήθηκε από την ομάδα του κολεγίου επειδή έπινε πολύ, δοκίμασε την τύχη του στη ζωγραφική. Με τα χρήματα που έβγαλε σε μια σεζόν δουλεύοντας ως σερβιτόρος, μπάρμαν και ταξιτζής στο Λος Άντζελες, κατάφερε να φτάσει στη Γαλλία με ένα φορτηγό πλοίο. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη γαλλική πρωτεύουσα και στη συνέχεια μετακόμισε στη Φλωρεντία, όπου διαπίστωσε πως ζωγράφος δεν θα γίνει ποτέ: οι απογοητεύσεις και μια γενική κατάσταση κατάθλιψης τον ανάγκασαν να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πίσω στην πατρίδα του, γνώρισε τη Λόλα, η οποία υπήρξε σύζυγός του για σχεδόν τριάντα χρόνια και του χάρισε τέσσερα παιδιά. Ήταν αυτή που του κόλλησε το μικρόβιο για το θέατρο. Μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη και ο Ρέντφορντ φοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών: ένας από τους δασκάλους του τού βρήκε έναν ρόλο στο Μπρόντγουεϊ. Ήταν η αρχή μιας καριέρας που θα τον οδηγούσε να κάνει πάνω από πενήντα ταινίες και να κερδίσει δύο Όσκαρ, ένα ως σκηνοθέτης το 1981 για το Ordinary People και το δεύτερο για την καριέρα του συνολικά το 2002. Αυτό του το έδωσε το Χόλυγουντ γεμάτο ενοχές γιατί δεν τον είχε βραβεύσει για ρόλους που έγραψαν ιστορία.  «Μια καριέρα στην υποκριτική πάντα μου έμοιαζε με μια αναρρίχηση σε ένα βουνό. Είναι ωραίο ως διαδικασία, αλλά όταν φτάνεις στην κορυφή αναρωτιέσαι γιατί διάβολο το έκανες όλο αυτό αφού δεν έχεις τίποτα να κάνεις» είπε κάποτε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας όταν επίσης βραβεύτηκε για την καριέρα του. Φαίνεται πως αυτή η θέληση να κάνει πάντοτε κάτι καινούργιο υπήρξε κι ο τρόπος του να κάνει καριέρα.   

https://www.news247.gr/wp-content/uploads/2025/09/AP17244762883293-full.jpg

Η ζωή με τον Πόλακ

Ο Ρέντφορντ άρχισε να δουλεύει στο θέατρο αρχικά και στο σινεμά και στην τηλεόραση στη συνέχεια από το 1962, αλλά η επιτυχία ήρθε πέντε χρόνια αργότερα όταν ο Μάικ Νίκολς τον επέλεξε για ως πρωταγωνιστή στο «Ξυπόλητοι στο Πάρκο». Τότε γνώρισε τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ, με τον οποίο έδεσε εξαιρετικά. Ο Πόλακ τον χρησιμοποίησε σε πολύ διαφορετικές ταινίες και τον βοήθησε να μην κλισαριστεί στο ρόλο του ωραίου: μαζί του, γύρισε το Everybody's Girl (ένα ρομαντικό δράμα με τη Νάταλι Γουντ), το γουέστερν The Red Crow, το The Way We Were με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ, (μια ταινία που δεν έκανε την επιτυχία που της άξιζε αλλά συνδυάζει τα δύο είδη στα οποία ο Ρέντφορντ θα συνέχιζε να διαπρέπει δηλαδή το ρομαντικό δράμα και την πολιτική εμπλοκή), το θρίλερ Three Days of the Condor στο οποίο υποδύεται ένα υπάλληλο των μυστικών υπηρεσιών όπως πραγματικά είναι οι άνθρωποι που κάνουν αυτοί την δουλειά. Στον Ρέντφορντ αρέσει να υποδύεται συνηθισμένους ανθρώπους που μπλέκουν σε καταστάσεις που τους ξεπερνούν – συχνά απλά συναισθηματικές: δεν είναι τυχαίο πως όταν ασχολείται με την σκηνοθεσία η πρώτη του ταινία είναι οι «Συνηθισμένοι άνθρωποι». Το θέμα της είναι βαρύ - η απώλεια ενός παιδιού και ο πόνος και η ενοχή που συνεπάγεται – αλλά η ταινία είναι πολύ δυνατή γιατί έχει κάτι το αυτοβιογραφικό: το πρώτο παιδί του Ρέντφορντ, ο Σκοτ, πέθανε εξαιτίας ενός ατυχήματος ενώ ήταν μόνο δυόμισι μηνών.

Συμπρωταγωνιστές και συμπρωταγωνίστριες

Τον Ρέντφορντ αφήνει επίσης παγερά αδιάφορο το να γίνει ένας από τους ωραίους της εποχής, ενώ στην πραγματικότητα είναι. Η επιτυχία του στις γυναίκες είναι τεράστια: η Μέριλ Στριπ είχε πει πέρυσι στις Κάννες ότι είχε ερωτευτεί τον  Ρέντφορντ όταν στο Out of Africa αυτός σε μια σκηνή άρχισε να της λούζει τα μαλλιά. «Ηταν αδέξιος αλλά πολύ sexy. Μετά από πέντε φορές που γυρίσαμε την σκηνή ήμουν απόλυτα ερωτευμένη μαζί του και για μήνες ένιωθα τα αγγίγματα του» έχει εξηγήσει. Η Τζέιν Φόντα έχει πει πως για χάρη του θα παρατούσε τα πάντα. Η Μισέλ Πφάιφερ έλεγε πως είχε ένα μαγνητισμό που δεν είχε συναντήσει σε άντρα ποτέ της.   

Εξυπακούεται πως σημαντική είναι η συνεργασία του με τον Πολ Νιούμαν. Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του Butch Cassidy. Ο Nιούμαν ήταν ήδη σταρ, ο Ρέντφορντ όχι ακριβώς, αλλά οι δυο τους ταίριαξαν αμέσως. «Πήγα να δουλέψω σε μια ταινία και βρήκα ένα αδερφικό φίλο», είπε ο Ρέντφορντ στο ABC, μιλώντας για τον φίλο του μετά τον θάνατό του το 2008. Θα έκαναν μόνο μία ακόμη ταινία μαζί, το Κεντρί ( των 7 Όσκαρ), αλλά αρκούσε για να περάσουν στην ιστορία ως σπάνιοι συνεργάτες. «Η επιτυχία του οφείλεται σε κάτι απλό: ο άνθρωπος δεν ξέρει πόσο καλός είναι» είπε κάποτε για αυτόν ο Νιούμαν. Ηταν από τους πρώτους που είχε καταλάβει ότι ο Ρέντφορντ είχε την σπάνια τέχνη να κάνει τους συμπρωταγωνιστές του να μοιάζουν καλύτεροι, απλά γιατί δεν διεκδικούσε την σκηνή, αλλά την χαιρόταν. Συνέβη με όλες του τις συμπρωταγωνίστριες, αλλά και με πολλούς συμπρωταγωνιστές του: την τύχη του Νιούμαν είχε κι ο Ντάστι Χόφμαν όταν βρέθηκαν μαζί στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου». Αλλά χρόνια αργότερα και ο Μπραντ Πιτ όταν στο Spy Game του 2001 του έδωσε το δαχτυλίδι της διαδοχής. Πριν εμφανιστεί ο Ρέντφορντ δεν υπάρχει κανείς Αμερικάνος ηθοποιός που να του μοιάζει: μετά την επιτυχία του τα στούντιο ψάχνουν τον διάδοχό του. Αλλά σαν αυτόν δεν υπάρχει κανείς: η ακτιβιστική του δράση για ζητήματα που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, αλλά και η πολιτική του παρεμβατικότητα είναι πράγματα που σπανίως συναντάς – ο Ρέντφορντ ήταν κάτι μοναδικό.       

https://www.karpetshow.gr/Media/Default/Post%20Images/Olnt%201.jpg

Εκανε και την πλάκα του

Ο Πόλακ τον αποκάλεσε κάποτε «έναν ξανθό πρίγκιπα με πολύ σκοτεινό εσωτερικό κόσμο». O Ρέρντφορντ πάντως φαινόταν να διασκεδάζει την επιτυχία του: δεν ανήκε σε αυτούς που βρήκαν μια persona και την έθεσαν στην υπηρεσία των σκηνοθετών – μπορούσε να παίζει εξίσου εύκολα τον προκλητικό δισεκατομμυριούχο στο Indecent Proposal μέχρι και τον ηλικιωμένο καουμπόι στο The Winds of Forgiveness. Κι απλά να κάνει πλάκα παίζοντας σε ταινίες της Marvel όπως το Captain America: The Winter Soldier και το Avengers: Endgame - «oι ταινίες της Marvel είναι το τελευταίο κινηματογραφικό είδος και δεν θα μπορούσα να λείπω» έλεγε. Ο τελευταίος πρωταγωνιστικός του ρόλος ήταν ως ληστής τράπεζας στο Old Man & the Gun. Θυμίζει ταινία του 1970 που βγήκε στα σινεμά με σαράντα χρόνια καθυστέρηση. Είναι μια λόου μπάτζετ ταινία γυρισμένη θαρρείς με μια κάμερα σε είκοσι μέρες. Αλλά η λάμψη του ηλικιωμένου πρωταγωνιστή της είναι σχεδόν εκτυφλωτική.

Οι δυο επιλογές

«Όταν είσαι επιτυχημένος, έχεις δύο επιλογές να συνεχίσεις να εργάζεσαι για να διατηρήσεις αυτή την επιτυχία ή να δώσεις ευκαιρίες σε άλλους έτσι σπουδαίος όπως έγινες, και εγώ επέλεξα το δεύτερο μονοπάτι: έγινα παραγωγός και δημιουργώντας το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance έδωσα σε νέα παιδιά την ευκαιρία να ξεκινήσουν διατηρώντας την ανεξαρτησία τους» έλεγε ο Ρέντφορντ. Το 2009 παντρεύτηκε μια Γερμανίδα ζωγράφο είκοσι χρόνια νεότερή του. Είπε πως αν είχε γνωρίσει την Σίμπιλ στην Φλωρεντία το 1958 δεν θα ασχολούταν ποτέ του με το σινεμά και την υποκριτική. Μολονότι όλο αυτό μου ακούγεται σαν σενάριο, τον πιστεύω…