Ψυχοθεραπεία...

Ψυχοθεραπεία...


Εχουν περάσει περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια από τότε που είδα τον πρώτο τελικό του Τσάμπιονς λιγκ και χθες αναρωτιόμουν γιατί ακόμα παίρνω αεροπλάνα και τρένα και τρέχω κάθε χρόνο σε πόλεις μακρινές, σαν τον προσκυνητή. Εχω δει την διοργάνωση που λέγεται «τελικός του Τσάμπιονς λιγκ» να μεγαλώνει εντυπωσιακά - ίσως το μέγεθός του να είναι σήμερα μεγαλύτερο και από το ίδιο το Τσάμπιονς λιγκ. Εχει τελετουργικό που οι υπόλοιποι αγώνες δεν έχουν, έχει κοινό που σπανίως το συναντάς, έχει όλη τη μεγαλοπρέπεια της διοργάνωσης και λίγη παραπάνω, αφού άλλο τέτοιο ματς σε αυτή δεν υπάρχει. Περιττό να επισημάνω και την σπουδαιότητα του: σε αυτόν πάντα γράφεται ιστορία, ακόμα και αν είναι ένα ανυπόφορο ματς. Αλλά όλα αυτά δεν απαντούν την ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου, δηλαδή για ποιο λόγο ακόμα τρέχω να τον δω. Ο εφετινός, στο Κάρντιφ, μια πόλη πολλή μικρή για να διοργανώσει ένα τέτοιο γεγονός, είναι μια ταλαιπωρία. Ομως εισιτήρια είχα κλείσει από τα προημιτελικά, τότε που το ζευγάρι ήταν άγνωστο – το ζευγάρι άλλωστε έχει πάψει να με ενδιαφέρει πια.

Σαν μπόνους στη δουλειά

Όταν ξεκίνησα να πηγαίνω στους τελικούς τους έβλεπα σαν ένα είδος μπόνους, που μπορεί κάποιος να έχει στη δουλειά αυτή – μια μεγάλη έξτρα απόλαυση. Ωστόσο ακόμα κι αν μερικούς τους είδα έχοντας δουλειά και διαπίστευση για ελάχιστους εισέπραξα κάποιο είδος αμοιβής: το μπόνους στον εαυτό μου το έδινα εγώ – το πλήρωνα πάντα από την τσέπη μου. Παλιά κάθε ταξίδι ήταν ψιλοπεριπέτεια. Μικρός έχω μείνει στα πιο απίθανα μέρη για να περιορίσω το κόστος: κάποτε στο Αμστερνταμ είχα νοικιάσει το δωμάτιο ενός πακιστανού ρεσεψιονίστ για κάτι ψιλά – το δωμάτιο μετά δυσκολίας χωρούσε ένα μονό κρεβάτι κι είχε ένα καθρέφτη κι ένα νιπτήρα: έτρωγα το αργότερο στις 6 για να μην χρειαστεί τουαλέτα νυχτιάτικα. Στο Μόναχο, το ΄94 (ή μήπως το ‘95;) είχα κοιμηθεί με κάτι Ιταλούς σε ένα διάδρομο, τον οποίο οι Γερμανοί ιδιοκτήτες ενός ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας είχαν μεταμορφώσει σε στρατιωτικό θάλαμο με διπλά κρεβάτια – εγώ είχα το κάτω και το από πάνω το είχε ένας από το Μπάρι, που ροχάλιζε σαν ξεκούρδιστη μπάντα. Το 2008 στη Ρώμη οπαδοί της τοπικής ομάδας μαχαίρωσαν μετά το ματς ένα φίλο μου και βγάλαμε τη νύχτα στο νοσοκομείο. Μετά από ένα σημείο, ήθελα να πηγαίνω γιατί μου έμεινε η αίσθηση ότι παρακολουθώ πιο πολύ και από παιγνίδια μεγάλες ιστορίες – ελάχιστες είναι οι φορές στη ζωή σου, που μπορεί να νοιώσεις ότι ζεις την ιστορία. Στους τελικούς το ποδοσφαιρικό θέαμα σπανίως είναι καλό, αλλά η ένταση και η αγωνία είναι πάντα μεγάλη, ακόμα και σε παιγνίδια που το φαβορί είναι τεράστιο. Ετσι άρχισα να βλέπω τους τελικούς, όπως ο τύπος που κάθε φορά που πάει στο καζίνο κερδίζει: νοιώθοντας δηλαδή μια σπάνια τύχη. Κάποιοι στιγμή, μεγαλώνοντας το ταξίδι έγινε ακριβότερο, δεν το έκανα πλέον μόνος, δεν μπορούσα να μένω σε ξενοδοχεία της συμφοράς και άρχισα να συνδυάζω την παραμονή και με άλλα γεγονότα, που τα περάσματα από μεγαλουπόλεις επιτρέπουν. Χάρη στον τελικό πήρα μια γεύση από πόλεις που μου άρεσαν τόσο, ώστε να επιστρέψω – το Μόναχο, το Αμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Μαδρίτη κι άλλες της γνώρισα χάρη σε τελικούς και της εξερεύνησα αργότερα. Ακόμα και στο Κάρντιφ είδα το μουσείο του Doctor Who, κατασκευασμένο από το ΒΒC το 2010 – αύριο θα δω κι ένα κανονικό μεσαιωνικό κάστρο δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη.  Όμως όλα αυτά δεν είναι λόγοι για να τρέχω με τα τρένα και τα αεροπλάνα παντού: ο πραγματικός λόγος είναι ότι τον τελευταίο καιρό ο τελικός είναι για μένα ένα είδος ψυχοθεραπείας – μια ένεση πίστης στο ποδόσφαιρο που σιγά σιγά στην Ελλάδα ξεχνάμε. Το ποδόσφαιρο, που είναι γιορτή κι όχι απλά τηλεοπτικό θέαμα ή παραγοντικό παιγνίδι.

Μικρή σχέση με το ποδόσφαιρο

Εφυγα φέτος για το Κάρντιφ μετά από μια βραδιά που στην εκπομπή στη ΝΟVA ο Ιβάν Σαββίδης και ο Γιάννης Αλαφούζος «σκοτώθηκαν» εξ αποστάσεως: δεν τους κατηγορώ, έχουν τους λόγους τους, αλλά αυτές οι παρεμβάσεις τους, που υπερπροβλήθηκαν, μικρή σχέση έχουν με το πραγματικό ποδόσφαιρο. Ο Σαββίδης μιλά κάθε φορά σαν να βγάζει λόγο σε ένα στρατό που πρέπει να πάρει τα όπλα να πολεμήσει για χάρη του: υπερβάλει, καταγγέλλει, συνθηματολογεί, απειλεί εχθρούς και κάνει εξαγγελίες μιλώντας για πολλά που θα πρεπε να ενδιαφέρουν αποκλειστικά τον ίδιο, όπως π.χ ότι θα ήθελε ένα κανάλι με ποντιακά  προγράμματα – δεν ξέρω γιατί όλα αυτά θα πρεπε να ενδιαφέρουν οπαδούς. Ο Αλαφούζος είπε ότι θα σταματήσει ν ασχολείται με τον ΠΑΟ και θα ρίξει το βάρος του στο να νικήσει τη διαφθορά: ακόμα κι αν δεχτούμε ότι έχει δίκιο σε όσα καταγγέλλει, είναι εντυπωσιακό να εξαγγέλλεις ότι δεν θα ασχολείσαι με το ποδόσφαιρο σε μια ποδοσφαιρική εκπομπή. Δεν ξέρω πόσοι το καταλαβαίνουν, αλλά παρά την γιγάντωση του θορύβου γύρω από το ποδόσφαιρο, τα τελευταία χρόνια οι πιο πολλοί από όσους έχουν στα χέρια τους τις τύχες του ποδοσφαίρου μας ασχολούνται με το ποδόσφαιρο λιγότερο. Τους ενδιαφέρουν οι συμμαχίες και οι εχθρότητες, οι εκλογές της ΕΠΟ, οι Υφυπουργοί και το τι κάνουν, οι μεταγραφές των άλλων και πως θα τις βγάλουν σκάρτες, ο δηλητηρίαση του οποιουδήποτε αποτελέσματος: κάποτε ήταν όλοι αντίπαλοι, τώρα είναι όλοι εχθροί, που διαλέγουν το ποδόσφαιρο ως αρένα για να λύσουν τις διαφορές τους ελπίζοντας σε λαϊκή υποστήριξη, ενώ είναι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει. Κάποτε υπόσχονταν όλοι τους ανίκητες ομάδες, ευρωπαϊκές διακρίσεις, Ροναλντίνιους: προτιμούσα αυτές τις υπερβολές από τη σημερινή καλλιέργεια μίσους για όλους και όλα.

Μου αρκεί να τους ακούω

Μπορεί ν αγαπάτε το ποδόσφαιρο πιο πολύ από μένα (δεν είναι εύκολο αυτό πάντως…): όλοι σας μπορείτε να κάνετε πλάκα με το ελληνικό ποδόσφαιρο και είσαστε τυχεροί. Μπορείτε επίσης να φανατίζεστε και να εκτονώνεστε ή απλά να τσακώνεστε, να χαίρεστε ή να λυπόσαστε. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ την ένταση του την νοιώθω σαν ένεση στις φλέβες μου που συνεχώς δηλητηριάζει τον οργανισμό μου: δεν θα την αντέξω για πολύ ακόμα. Αν την αντέχω ένας λόγος είναι και ο τελικός του Τσάμπιονς λιγκ: όχι μόνο το ματς, αλλά και η ελαφράδα που τον ακολουθεί. Το ν’ ακούω τον Ματεράτσι να λέει ότι η Γιούβε αξίζει να τα πάρει όλα. Το ν’ ακούω τον Ζιντάν να ορκίζεται ότι στην καρδιά του υπάρχει πια μόνο η Ρεάλ. Το ν’ ακούω τον Καπέλο να λέει ότι το όπλο της Γιούβε είναι η ταπεινότητα των σταρ της. Το ν’ ακούω τον Ντάνιελ Αλβες να φωνάζει ότι θυμώνει όταν τον αποκαλούν γέρο. Το ν’ ακούω τον Αλέγκρι να δηλώνει ότι η ομάδα του για να κερδίσει πρέπει να παίξει διαβολικά και τον Ρονάλντο να ισχυρίζεται ότι η πολλή ταπεινότητα βλάπτει. Να τα ακούω όλα αυτά με ένα χαμόγελο μόνιμο, σαν να έχω πάθει εγκεφαλικό. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να το πάθει από τη χαρά του. Ξέρω ότι τρεις μέρες το χρόνο για μένα το ποδόσφαιρο είναι κάτι άλλο από αυτό που ξέρω. Ο τελικός είναι αντίδοτο στο δηλητήριο…